Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία

 stauros  Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν χαρμόσυνα. Ἦταν ἡ πρώτη ἡ μέρα ἡ ἀναστάσιμη μέσα στήν κατανυκτική ἡσυχία τῆς Σαρακοστῆς. Σήμερα οἱ ἐκκλησιές γέμιζαν περισσότερο. Διψοῦσαν οἱ ὀρθόδοξες καρδιές νά δοῦν τά σηκωμένα ἑξαπτέρυγα, νά κοινωνήσουν στή συγκίνηση: «Αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε». Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας! Πολύτιμη· ἀγαπημένη· μεγαλόπρεπη!
   Σκιρτοῦσε κι ἡ δική μου, ἀνώνυμη ὀρθόδοξη καρδιά. Μπροστά στά μάτια μου περνοῦσαν τά εἰκονίσματα· κι ἔβλεπα στή ζωγραφισμένη Βίβλο τους τό δόγμα καί τήν πράξη· τήν ἀλήθεια καί τό βίωμα... Πρῶτα ὁ Κύριος, μία μορφή ἀνθρώπινη πού ὅμως τό χέρι πού εὐλογοῦσε καί τό φωτοστέφανο μέ τή γραμμένη μετοχή τοῦ ἐνεστώτα μαρτυρούσανε: Θεός· Θεός καί ἄνθρωπος, οἱ δύο φύσεις πού ἑνώθηκαν. Κι ὕστερα ἡ μητέρα Του μέ τά τρία ἀστέρια στήν ἐσθήτα της: Παρθένος· πρίν τόν τόκο, κατά τόν τόκο, μετά τόν τόκο· ἀειπάρθενος. Ἡ πίστη μου: τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή δική μου ἀνάσταση. Κι ὕστερα ἐν πομπῇ ἐκεῖνοι πού ἔκαναν τήν πίστη μου ζωή: ἡ Αἰκατερίνη· ἡ Σοφία· ὁ Δημήτριος... Τούς γνώρισα ἀπό τά διακριτικά τους εὔσημα: ἡ Αἰκατερίνη στόν τροχό, πού ἑτοιμάστηκε γιά νά διαμελίσει τό νεανικό κορμί της· ἡ Σοφία μέ τά τρία της παιδιά, πού τά εἶδε ἕνα-ἕνα νά ματώνουν καί νά ξεψυχοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ὁ Δημήτριος μέ τήν πορφύρα τοῦ ἀξιωματικοῦ, πού τήν κατέθεσε σάν σκύβαλο στά πόδια τοῦ Κυρίου του. Πίσω ἀπό τούς μάρτυρες, πάλι ὁμολογία καί θυσία. Ὁ Ἀθανάσιος, μία ζωή ἐξόριστη, κατατρεγμένη στά πηγάδια πού ὅμως φώναζε: «ὁμοούσιος»· καί ὁ Σπυρίδωνας, ὁ ἁπλοϊκός βοσκός πού μέ μιά χούφτα ἀπό πλινθιά ὑπέγραψε τό ἀσύλληπτο γιά τήν ἁπλοϊκή μας νόηση: τρία τά πρόσωπα μά ἕνας ὁ Θεός· καί πίσω του -λίγες φορές τόν εἶχα δεῖ καί χάρηκα- ὁ Μᾶρκος. Ὁ Μᾶρκος ὁ πραΰς, πού τόν ὀνόμασαν «Εὐγενικό», πού ὅμως ἀρνήθηκε ἀμετάκλητα, μόνος αὐτός, νά ὑπογράψει ἕνωση Ὀρθοδοξίας κι αἵρεσης, κάνοντας τόν προκαθήμενο τῆς Ρώμης νά ἀναφωνήσει ἀπογοητευμένος: «Μᾶρκος οὐκ ὑπέγραψε. Οὐδέν ἐποιήσαμεν». Ὁ Μᾶρκος ὁ μειλίχιος...
 Διέσχιζαν τήν ἐκκλησία τά εἰκονίσματα. Εἰκόνιζαν τά βήματα τῆς Ἐκκλησίας μές στούς αἰῶνες τῶν ἀνθρώπων· μία πορεία σταυρωμένη, γιά ν’ ἀνεβαίνει ὁ κόσμος στήν ἀνάσταση!
   Κι ἄκουγα ἀπό τά χείλη τῶν ἱερέων κι ἀπό τά χείλη τά δικά μου πού ἀκολουθούσανε συγκινημένα τόν ὕμνο τῶν ἀναστημένων: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...». Τήν κατάθεση τῶν πεπελεκισμένων διά τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ: «Οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν· οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν... οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν». Καί ἄκουγα μέσα σ’ αὐτά τά «οὕτω» τήν κραυγή· κραυγή αἱμάτων πού τή φώναζαν ὅλοι μαζί, κι ἡ Αἰκατερίνη καί ὁ Μᾶρκος κι ὁ Σπυρίδωνας, δείχνοντας ὥς ἐμᾶς τά εὔσημα τῆς μαρτυρίας καί τοῦ μαρτυρίου τους: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία».
   Χτυποῦσαν οἱ καρδιές, δακρύζανε τά μάτια τῶν πιστῶν: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»· καί πάλι μιά κραυγή, πού ἀρθρώνουνε μαζί τό Πνεῦμα καί ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐσταυρωμένη Ἐκκλησία Του· ἐκείνη ἡ συλλογική καρδιά πού ἀφουγκράζεται τούς κραδασμούς καί τό κλυδώνιο μέσα στή θάλασσα τοῦ κόσμου μας.
   Σήμερα ἡ θάλασσα ἀπειλεῖ νά ἀφανίσει ὅλες τίς στεριές· νά σβήσει κάθε σύνορο· ὅλοι μας ἕν· μία παγκόσμια δεσποτεία πού ὑποδουλώνει· μιά καταιγίδα πού ἀντιμάχεται καί τή μοναδική ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ν’ ἀναπνέει ἐλεύθερα, τή μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἦταν ν’ ἀλλάξει ἕνα «ι»· «ὁμοιούσιος» ἤ «ὁμοούσιος»· τώρα ἀλλάζει μιά κατάληξη: οἰκουμενικότητα ἤ οἰκουμενισμός. Ὅλοι μας ἕν. Ὄχι μονάχα μέ τόν πάπα, ὅπως τότε, μά μέ τόν κάθε πλανεμένο πού βάφτισε «ἐκκλησία» τήν αὐθαιρεσία του...
   Πλανεύουνε οἱ λέξεις τίς καρδιές· ἀκόμα καί ἐκεῖνες πού ἀναπνέουν μές στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὅπως γινόταν πάντοτε, ἀπό τήν ὥρα πού στή Μίλητο προφήτευσε μέ πόνο ἡ καρδιά τοῦ Παύλου: «Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα». Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν... Καί ἡ ἴδια ἀποστολική καρδιά φωνάζει στά παιδιά της ἐναγώνια: «μή ποτε παραρρυῶμεν», μή χάσουμε τό δρόμο μας· γιατί ἡ θάλασσα δέν ἔχει ὁδοδεῖκτες· γιατί οἱ λέξεις εὔκολα ἀλλάζουνε· γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους ξέρει νά μεταμφιέζεται σέ ἄγγελο φωτός.
  «Μή ποτε παραρρυῶμεν»: Μή λησμονήσουμε ὅτι ἀγάπη δίχως τήν ἀλήθεια εἶναι λέξη κίβδηλη· ὅτι ἀγάπη δέν σημαίνει νά πνιγῶ μαζί σου, ἀλλά νά σοῦ ἁπλώσω σωστικά τό χέρι μου· ἀγάπη εἶναι ν’ ἀρνηθῶ νά μοῦ λερώσει τό νερό, γιά νά τό φέρω γνήσιο στά διψασμένα χείλη σου.
   Κι ἄν ἐμεῖς ἐπιπόλαια τό ξεχνοῦμε αὐτό, ἔχουμε νά μᾶς τό θυμίζουνε ὅλους ἐκείνους πού περνοῦνε στά εἰκονίσματα· τόν ἠγαπημένο μαθητή, υἱό ἀγάπης καί υἱό βροντῆς, τόν Ἰωάννη, πού δίπλα στό «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι» ἔγραψε τό «εἴ τις ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει... χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε»· τόν Μᾶρκο πού οἱ αἰῶνες τόν ὀνόμασαν «Εὐγενικό» κι ὅμως ἀρνήθηκε νά βάλει τήν ὑπογραφή· ὅλους ἐκείνους πού ἀγάπησαν πολύ περισσότερο ἀπό μᾶς- μέχρι ὁμολογίας καί θυσίας- τόν Θεό καί τήν εἰκόνα Του.
   Πῶς νά προδώσουμε τό τόσο αἷμα τῆς ἀγάπης πού ἄρδευσε τήν πίστη μας; Γιατί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ἀκόμη ἀνεξόφλητη τήν τελευταία ἐντολή ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Βγεῖτε στοῦ κόσμου τίς γωνιές καί μαθητεύσατε τούς πλανημένους καί διεφθαρμένους, τούς ἀγνοούντας καί κακοφρονούντας, τούς ἔρημους καί ἀπνευμάτιστους. Δῶστε τους Πνεῦμα! Δῶστε τους ἀλήθεια! Δῶστε τους Θεό! Δῶστε τους τήν Ὀρθοδοξία σας, πού -ἀλίμονο- μήν τήν προδώσετε γιά τίποτα!
  «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»· καί οἱ ψυχές τῶν πιστῶν, ἐκείνη ἡ συλλογική καρδιά πού συντονίζεται ἐν Πνεύματι, στρέφει τό βλέμμα της στόν Παντοκράτορα καί δέεται: «Κύριε τῶν Δυνάμεων, προστάτευσε τό σκάφος Σου. Στεῖλε μας ἕναν καινούργιο Ἀθανάσιο, ἕναν Μᾶρκο, νά ἑνωθοῦνε οἱ καρδιές μας γύρω ἀπ’ τή δική του, νά φυλάξουμε... Κάνε κάτι, Κύριε!».
  Τό βλέμμα χαμηλώνει σιωπηλά. Ἔχει ὁ Παράκλητος παρηγορήσει τίς καρδιές. Ἄς φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος καθεύδει «ἐπί τῇ πρύμνῃ». Τό θαῦμα περιμένει τήν προστακτική φωνή στή θάλασσα: «Σιώπα! Πεφίμωσο!»
  Τό σκάφος Του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του δέν εἶναι δυνατόν νά βυθιστεῖ. Τήν ἵδρυσε ὁ Ἴδιος πάνω στήν πέτρα τῆς ὁμολογίας τοῦ θερμοῦ του μαθητῆ καί ὑποσχέθηκε πώς «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Τό σκάφος θ’ ἀράξει στό λιμάνι τ’ οὐρανοῦ. Ἀρκεῖ μέσα σ’ αὐτό, πίσω ἀπό τούς μάρτυρες, πίσω ἀπό τούς Ἀθανάσιους καί τούς Μάρκους, τούς χθεσινούς καί τούς μελλούμενους, νά εἴμαστε ἐμεῖς, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι· κάθε καρδιά πού ἐν ἔτει 2013 μέσα στούς βρυχηθμούς τοῦ οἰκουμενισμοῦ φωνάζει ἀνυποχώρητα: «Δέν θά σέ ἀρνηθοῦμε, ἀγαπημένη Ὀρθοδοξία μας· κι ἄν χρειαστεῖ, μύριες φορές γιά σένα θά πεθάνουμε».

Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος