Ὁπωσδήποτε τό θέμα αὐτό εἶναι ἐπίκαιρο καί κοινοῦ ἐνδιαφέροντος· προπάντων ὅμως εἶναι καυτό, γιατί ἀπό τό ποιά εἶναι ἡ τοποθέτησή μας ἀπέναντι στά δόγματα, ἐξαρτᾶται καί ποιά θά εἶναι ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας, ποιά θά εἶναι ἡ ἠθική καί ἡ πράξη μας. Γι' αὐτό θά ἤθελα νά δώσω στή σχετική ἀπορία μιά ἀπάντηση ὑπεύθυνη, βασισμένη στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί στή σοφία τῆς Ἐκκλησίας μας, τό κῦρος τῶν ὁποίων μᾶς ἐγγυᾶται γιά τήν ἀλήθεια.
Ἡ λέξη «δόγμα» βασικά σημαίνει τήν ἀποφθεγματική διατύπωση μιᾶς θεωρίας, πού παραδεχόμαστε ὅτι ἔχει ἀπό μόνη της τήν ἀλήθεια, γιατί ἀπορρέει ἀπό κάποια αὐθεντία. Τό δόγμα ἑπομένως ἔχει ἄμεση καί στενή σχέση μέ τήν αὐθεντία, μέ κάποιον δηλαδή πού εἶναι βεβαιωμένο καί ἀποδεδειγμένο ὅτι κατέχει καί μονοπωλεῖ τό σωστό καί τό δίκαιο. Μ' αὐτήν τήν ἔννοια δόγματα εἶναι καί οἱ συμβουλές τοῦ πατέρα στό παιδί, οἱ νουθεσίες τοῦ δασκάλου στόν μαθητή, οἱ διαταγές τοῦ ἀξιωματικοῦ στόν στρατιώτη. Πράγματι, ἐφόσον ὁ πατέρας, ὁ δάσκαλος, ὁ ἀξιωματικός βρίσκονται ἀπό τά πράγματα -ἀπό τήν ἐμπειρία τους, τή μόρφωσή τους κτλ.- σέ θέση νά γνωρίζουν καλύτερα ἀπό τό παιδί, τόν μαθητή ἤ τόν στρατιώτη, μποροῦν νά δογματίζουν γιά τά ἀνάλογα θέματα, νά δίνουν δηλαδή ἐντολές πού δέν δέχονται ἀντίρρηση. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιους «δογματισμούς», πού τούς καθιερώνει ἀναγκαστικά ἡ κοινωνία μας γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. Αὐτοί συγκρατοῦν τήν κοινωνική ἰσορροπία, διατηροῦν τή λεγόμενη ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν, πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά μιά ἁρμονική συνύπαρξη, καί μιά ἀμφισβήτησή τους θά ἀνατίναζε στόν ἀέρα αὐτούς τούτους τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης συμβιώσεως -πρᾶγμα πού δυστυχῶς τό διαπιστώσαμε ὅσες φορές ἀναρχικά συνθήματα βρῆκαν ὀπαδούς μέσα στήν ἱστορία.
Παλαιότερα, δόγματα ὀνομάζονταν τά κρατικά ψηφίσματα, οἱ νόμοι, τά βασιλικά διατάγματα. Ἀπό τά χριστιανικά ὅμως χρόνια ἡ λέξη περιορίστηκε νά δηλώνει μόνον τούς κανόνες πίστεως πού θέσπισε ἡ Ἐκκλησία μας καί πού περιέχουν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δίνεται βέβαια μέ τήν ἁγία Γραφή· αὐτή μᾶς ἐκθέτει καί μᾶς διδάσκει θεόπνευστα μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅλες τίς ἀλήθειες, πού μόνοι μας ἦταν ἀδύνατο νά γνωρίσουμε ποτέ. Ἀλλά ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς προσφέρεται ἱστορικά, ὄχι συστηματικά, προσφέρεται ὡς ἐξιστόρηση ὁρισμένων γεγονότων ἤ ὡς κήρυγμα ὁρισμένων ἀληθειῶν καί ὄχι μέ τή μορφή κανόνων καί διατάξεων. Αὐτήν τή διδασκαλία ἡ Ἐκκλησία τήν συστηματοποίησε σέ δόγματα χωρίς νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει τίποτε, δίνοντας ἁπλῶς στούς πιστούς σύντομα καί περιεκτικά τό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Μ' αὐτόν τόν τρόπο τούς ἀσφάλιζε ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις πού διαστρέβλωναν τή θεία ἀποκάλυψη, καί τούς ὅπλιζε συγχρόνως μ' ἕνα θαυμαστό ὅπλο γιά τήν ἀντιμετώπισή τους: Τώρα δέν χρειαζόταν πιά νά προβληματίζονται πάνω στήν ἑρμηνεία ἀμφιλεγομένων χωρίων· ἡ λύση ὑπῆρχε σαφής καί ἀποστομωτική.
Πόσο δίκαιο εἶναι, ἀλήθεια, ἡ λέξη «δόγμα» νά κυριολεκτεῖται μόνο γιά τίς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, τό καταλαβαίνουμε ἄν ἀναλογισθοῦμε πόση εἶναι ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τίς ἄλλες. Ὅλες οἱ ἄλλες αὐθεντίες εἶναι, πράγματι, σχετικές· σχετική καί ἡ αὐθεντία τοῦ πατέρα, σχετική καί τοῦ δασκάλου, σχετική καί τοῦ ἄρχοντα, γιατί ἁπλούστα εἶναι αὐθεντίες ἀνθρώπινες, πού προϋποθέτουν ὁπωσδήποτε ἀτέλειες καί λάθη. Συνεπῶς καί ὅλα τά δόγματά τους εἶναι δόγματα σχετικά, μέ περιορισμένη ἀξιοπιστία καί δύναμη. Ἡ μεγαλύτερη καί ἀπόλυτη αὐθεντία εἶναι μόνον ὁ Θεός, μιά καί εἶναι ὁ Δημιουργός καί ὁ Κυβερνήτης τῶν πάντων, μιά καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια. Ἄν λοιπόν κάποιος ἔχει τό δικαίωμα νά δογματίζει, αὐτός δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ Κύριος καί ἡ Ἐκκλησία του, πού ἀποτελεῖ τό σῶμα του. Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν μοναδικό κῦρος καί ἰσχύ· ἀλλά μόνο γιά τούς πιστούς. Χρειάζεται πρῶτα νά παραδεχθεῖς ὅτι «ὑπάρχει Θεός καί μισθαποδότης γίνεται», χρειάζεται νά πιστέψεις στόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀναγνωρίσεις καί νά ὑποταχθεῖς στό δόγμα. Τότε τό δόγμα παύει νά εἶναι ἕνας ἐξωτερικός καταναγκασμός καί γίνεται ἡ ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς σου πίστεως. Κάτι ἀκόμη περισσότερο: γίνεται ἡ ἴδια ἡ ζωή σου.
Αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά τό προσέξουμε ἰδιαίτερα. Ὅπως εἶπα καί στήν ἀρχή, ἀπό τή στάση πού ἔχουμε ἀπέναντι στά δόγματα ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας, ἄν θά ζήσουμε ἠθικά καί ἀντάξια τοῦ προορισμοῦ μας ἤ ὄχι. Κι αὐτό, γιατί τό δόγμα εἶναι ἡ θεωρία, πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν πράξη γιά νά ἀξιοποιηθεῖ, εἶναι ἡ ἀλήθεια, πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἐφαρμογή γιά νά λάμψει. Ἄν ἔχουμε τήν ὀρθοδοξία, τή σωστή πίστη, χωρίς τήν ὀρθοπραξία, τή σωστή ζωή, εἴμαστε ὑποκριτές. Κι ἄν ἔχουμε τήν ὀρθοπραξία χωρίς τήν ὀρθοδοξία, οὔτε ἀποτελεσματικά ὠφελοῦμε οὔτε τόν Θεό εὐαρεστοῦμε. Ἀλλά δέν μποροῦμε κἄν νά ἔχουμε ὀρθοδοξία χωρίς ὀρθοπραξία ἤ τό ἀντίθετο· φθορά τοῦ δόγματος συνεπάγεται διαφθορά στή ζωή, καί ἀβαρίες στήν ἠθική συνεπάγονται ναυάγιο στήν πίστη. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνο δέν εἶναι τροχοπέδη, ἀλλά ἀποτελοῦν ὅρμο καί ὁρμητήριο γιά πνευματικές νίκες καί οὐράνιες κατακτήσεις. Τώρα μποροῦμε νά καταλάβουμε πολύ καλά ποιοί εἶναι αὐτοί πού κατηγοροῦν τόν χριστιανικό δογματισμό: ἄπιστοι καί διεφθαρμένοι, πού δέν ἔχουν τήν ταπείνωση νά παραδεχθοῦν τήν ἀποτυχία τους, ἀλλά ἔχουν τήν αὐθάδεια νά ἀμφισβητοῦν τόν δογματισμό τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ὑπηρετοῦν χίλιους δυό ἄλλους ἀνθρώπινους δογματισμούς.
Ἄν ἤθελα μέ δυό λόγια νά συνοψίσω τήν ἀπάντησή μου στήν προκειμένη ἀπορία, θά ἔλεγα: Ναί, τά δόγματα χρειάζονται στή ζωή μας καί στήν ἐποχή μας, γιά νά μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀλλά καί γιά νά δίνουν ἄρωμα στίς πράξεις μας: γιά νά μήν γίνουμε αἱρετικοί, ἀλλά καί γιά νά μήν μείνουμε μόνο καλοί χωρίς νά εἴμαστε πιστοί. Ὄχι, τά δόγματα δέν εἶναι τροχοπέδη στήν πρόοδο καί στόν πολιτισμό μας, ἀρκεῖ νά στηρίζονται στή μοναδική αὐθεντία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀρκεῖ νά ἀντιπροσωπεύουν τίς αἰώνιες ἀλήθειες πού κήρυξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τότε γίνονται θώρακας καί στολή διαστημική, μέ τήν ὁποία μποροῦμε ἄφοβα νά πετάξουμε, ἀστροναῦτες τοῦ πνεύματος, στά πιό ψηλά ὕψη.
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 168-170