Πρό Χριστοῦ ὅλοι οἱ δρόμοι κλειστοί. Μαγεία, θρησκεία, φιλοσοφία δέν ἔβγαζαν παρά σέ ἀδιέξοδα. Ἡ αἱμοφαγία, τό νά τρῶνε οἱ ἄνθρωποι αἷμα ζώων ἤ καί ἀνθρώπων ἀκόμη, γιά νά νιώσουν τήν ἡδονή τῆς ζωῆς καί νά αὐξήσουν τή ζωή τους, τούς ὁδήγησε στήν πιό φρικτή ἀπανθρωπιά καί πιό ἐπικίνδυνη φιλαυτία. Ἡ ἀγωνία νά διεισδύσουν στά διάφορα ἀπόκρυφα μυστήρια καί ἡ προθυμία νά μυηθοῦν σ’ αὐτά γιά νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἄγνωστης ζωῆς, τούς κατήντησε στήν ἀπελπισία καί στό μαρτύριο. Τό παραμύθι γιά τό ἀθάνατο νερό δέν συναντοῦσε ποτέ τήν πραγματικότητα. Μόνη ἡ ἀναμονή καί ἡ ἐλπίδα θέριευε στίς συνειδήσεις τῶν λαῶν.
Μετά τή σταύρωση ὅμως καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἕνα φωτεινό μονοπάτι χαράχτηκε, ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ. Ὁ Θεός ἐνανθρώπησε, φορτώθηκε τό ξύλο τῆς ζωῆς καί τό 'φερε καί τό 'στησε ἀνάμεσά μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ὁ σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐτάνυσε τό ἄχραντο σῶμα του, ἐβλάστησε τήν ἀνάσταση καί καρποφόρησε ἐπί τέλους τή ζωή. Γύρω ἀπ’ αὐτόν ἄνθισε καί πάλι ὁ παράδεισος, πού λέγεται ἐκκλησία Χριστοῦ. Τό ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται μετά τήν ἀνάσταση στόν κόσμο καί ἱδρύοντας τήν ἐκκλησία γίνεται μόνιμος κάτοικος τῆς γῆς αὐτῆς, δημιουργεῖ μιά νέα ἀτμόσφαιρα καί χαρίζει στούς λυτρωμένους τή χάρη του, τό ὀξυγόνο τῆς νέας ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού σπάρθηκε μέ τό αἷμα τοῦ σταυροῦ καί βλάστησε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, γιά νά καλλιεργεῖται αἰώνια μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀγγελικές στρατιές δορυφοροῦν τώρα τό νέο ξύλο τῆς ζωῆς πού προβάλλει πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὡς ὡραῖος νυμφίος ἐκ παστάδος προβάλλει ἀναστημένος ἀπό τό μνῆμα. Καί τό γλυκό μήνυμα «Χριστός ἀνέστη» μετασχηματίζεται στή θεία πρόσκληση, πού προσκαλεῖ τούς πιστούς νά προσέλθουν μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη στήν ἁγία Τράπεζα, γιά νά κοινωνήσουν ἀπό τό θεῖο ποτήρι· νά φάγουν ἀπό τούς καρπούς τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, γιά νά γίνουν ἀθάνατοι καί μέτοχοι ζωῆς αἰώνιας:
«Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον,
ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγήν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα».
«Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος, τῆς θείας εὐφροσύνης,
ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν,
ὑμνοῦντες αὐτόν ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας».
Ἀλλά γιατί ἡ ἀγωνία ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Γιατί ἡ ἀνησυχία δέν καταπαύει; Ἡ ἀναζήτηση γιατί δέν τελειώνει; Καί μετά Χριστόν βλέπεις τόν ἄνθρωπο νά βαδίζει στούς ἴδιους θολερούς δρόμους, νά δοκιμάζει τούς ἴδιους πλανερούς τρόπους. Ζητᾶ τή ζωή στή μαγεία· τρέχει στά μέντιουμ, στούς ἀστρολόγους, στούς «θεραπευτές». Ψάχνει τήν ἀθανασία στίς θρησκεῖες· προσκυνᾶ τούς ὁραματιστές, τούς ψευτοδιδασκάλους, τούς γιόγκι. Γυρεύει τήν ἀλήθεια στή φιλοσοφία· ἀσπάζεται τόν ὑλισμό ἤ τόν ἰδεαλισμό, τόν σκεπτικισμό ἤ τόν ἀγνωστικισμό. Ἄλλοι εἶναι πιό ρεαλιστές· κολλοῦν στό χρῆμα, λατρεύουν τή σάρκα, κυνηγοῦν τή δόξα. Καί ἄλλοι, ἀκόμη πιό τολμηροί, πιό τρελλοί, ὁρμοῦν μέ μανία στά παρά φύσιν, ρουφοῦν μέ λύσσα τά ναρκωτικά, πέφτουν στήν αὐτοκτονία. Εἶναι σίγουρο ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά κρύβεται ἡ δίψα ἡ ἀνικανοποίητη γιά τό ἀθάνατο νερό, ἡ πεῖνα ἡ ἀχόρταγη γιά τό ξύλο τῆς ζωῆς. Τό δείχνει ἡ μανία τῆς ἀναζητήσεως αὐτό, τό φωνάζει καί τό διαδηλώνει ὁ ὀργασμός τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο ἀξίζει νά ἀπορεῖ κανείς εἶναι, γιατί οἱ πολλοί νά ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν Ἀνάσταση;
Χρησιμοποιεῖται ἕνας ὅρος στήν Ψυχολογία κατάλληλος γιά νά δηλώσει τήν ἀντικατάσταση ἑνός μεγέθους ἀπό ἕνα ἄλλο πολύ κατώτερης ὑποστάθμης. Ἐρζάτς (Ersatz) εἶναι τό ὑποπροϊόν, τό ὑποκατάστατο μιᾶς σπάνιας ποιότητος καί εἶναι, νομίζω, ἡ λέξη πού ὄχι μόνον περιγράφει, ἀλλά καί ἑρμηνεύει μέ εὐαισθησία πνευματικά φαινόμενα, ὅπως αὐτό πού ἐξετάζουμε. Εἶναι δηλαδή σάν νά τρώει ἕνας τά τσόφλια ἀπό τά ἀμύγδαλα ἤ τά καρύδια καί νά πετάει τήν ψίχα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί βέβαια εἶναι ἡ λύση καί ἡ ἀπάντηση, ἡ μοναδική λύση καί ἡ μοναδική ἀπάντηση, στόν προβληματισμό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ συγχρόνου μας ἀνθρώπου, γιά ὅ,τι περισσότερο καί ἐπιτακτικώτερα ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή του. Ἀπαιτεῖ ὅμως ἡ ἀνάσταση ἀκριβό τίμημα ἀπό αὐτόν πού θά τήν πιστέψει. Ἀπαιτεῖ μετάνοια, παραίτηση ἀπό τόν εὔκολο καί γνωστό τρόπο τῆς ἁμαρτίας καί εἴσοδο σ’ ἕνα στάδιο ἀγῶνος καί μάχης. Καί ἐπειδή αὐτό εἶναι δύσκολο, βρίσκουν τόπο καί πέραση τά ὑποκατάστατα. Ὅ,τι ἄλλο ὑπόσχεται ἱκανοποίηση, ὅ,τι μιλᾶ τή γλῶσσα τῆς παρεφθαρμένης μας φύσεως κι ὅ,τι μπορεῖ νά πάρει τό σχῆμα τοῦ χαμένου παραδείσου μας γίνεται τό ἐρζάτς τῆς Ἀναστάσεως.
Ἀλλά, ὦ υἱοί ἀνθρώπων, δέν τό νιώσατε ἀκόμη πώς ὅλοι οἱ δρόμοι, πού ἐσεῖς ἀνοίγετε, δέν βγάζουν στή ζωή; Τό φωτεινό τό μονοπάτι χαράχτηκε ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ καί τό ξύλο τῆς ζωῆς φυτεύτηκε ἀπό τόν Θεό ἀνάμεσά μας.
Ὁ δρόμος πού ἄνοιξε ὁ σταυρός εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά τήν ἀνάστασή μας, ἤ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζετε τήν λαχτάρα γιά ἀπελευθέρωση. Γιατί μόνο μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ πύρινη ρομφαία στομώθηκε καί οἱ πιστοί μποροῦν νά μπαίνουν θριαμβευτικά στήν αἰωνιότητα ἀπό αὐτήν τή ζωή καί νά κοινωνοῦν ἐν φθορᾷ τά ἄφθαρτα ἀγαθά της καί νά ψάλλουν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση τό ἐπινίκιον ἆσμα·
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
ᾅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς,
τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν·
καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,
τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων
Θεόν καί ὑπερένδοξον».
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 49-50