...καί στόν Πέτρο

 «Κι αὐτόν τόν θέλω, τόν περιμένω. Νά πεῖτε καί στόν Πέτρο. Σᾶς περιμένω ὅλους στή Γαλιλαία».
ap Petros  Ὁ Διδάσκαλος! Ἦταν ὡραῖα τότε μαζί του. Οἱ μαθητές κοντά του σέ ὁδούς ζωῆς. Δέν θά τέλειωνε ποτέ αὐτή ἡ χαρά. Πορεῖες, περιοδεῖες, διδαχές, συνομιλίες, θαύματα. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ μορφή του, ἡ φωνή του, τό βλέμμα του, ἡ παρουσία του. Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναζητώντας τόν ἄνθρωπο. Κι αὐτοί κοντά του νά βλέπουν τούς οὐρανούς ἀνοιγμένους κι ἀγγέλους ν᾿ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν. Προφῆτες καί βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν πεθυμήσει βαθιά νά δοῦν ἀλλά δέν εἶδαν, ν᾿ ἀκούσουν ἀλλά δέν ἄκουσαν ὅσα ἔβλεπαν κι ἄκουγαν αὐτοί. Μυστήρια πού κι οἱ ἄγγελοι λαχταροῦσαν νά σκύψουν νά δοῦν. Κι ὁ Πέτρος ἔζησε πολλές φορές τό θάμβος, τό δέος, τήν ἔκσταση. Ὅπως τότε στή Γεννησαρέτ μετά ἀπό ᾿κείνη τήν ἄγονη νύχτα πού κόντεψαν νά σκιστοῦν τά δίχτυα στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ τότε πού περπατοῦσε πάνω στά κύματα κοιτώντας τά μάτια Του. Ἤ στό Θαβώρ πού ἔπεσε κάτω στή γῆ μέσα στήν τόση λάμψη. Μπροστά του ὁ Ἰησοῦς στή θεϊκή του δόξα.
  «Δέν ξέρω τί λές. Δέν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ὁρκίζομαι δέν τόν ξέρω. Δέν εἶμαι ἀπό τούς δικούς του». Ὁ Σταυρός ἦταν σκληρός κι ἀσήκωτος. Κι ὁ Πέτρος σκιάχτηκε, κρύφτηκε, ἀρνήθηκε.
  «... Καί στόν Πέτρο». Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως σβήνουν ὅλα. Ὁ Ἀναστάς τά ᾿χει ξεχάσει ὅλα. Τούς ψάχνει, τούς θυμᾶται, τούς θέλει ὅλους, ἕναν-ἕναν μέ τ᾿ ὄνομά τους. Νά ξαναζήσουν μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς.
  Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί; Φυσιογνωμίες, κινήσεις, ἀγῶνες, ὑποσχέσεις, ἕνας δρόμος, ἕνα ὄνειρο. Ξεθώριασαν μέσα μου. Ἀρχίσαμε μαζί. Ἤπιαμε τό ἴδιο εὐφρόσυνο ποτήρι. Τραγουδήσαμε τήν ἴδια χαρά. Μεθύσαμε ἀπ᾿ τό ἴδιο Πνεῦμα. Μαζί του λέγαμε θά περπατήσουμε πιασμένοι ἀπ᾿ τό χέρι γιά πάντα. Ποῦ εἶναι; Ποῦ συναντηθήκαμε; Πῶς τούς ἔλεγαν; Πῶς χάθηκαν; Ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τῆς ἄρνησης. Ὅταν ὁ Σταυρός ἄρχισε νά μᾶς τρυπάει κι ὁ πειρασμός νά μᾶς γλείφει. Δέν ἄντεξαν. Χάθηκαν μέσα στή νύχτα.
  Τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό χρωστοῦμε σέ ὅλους, νά τό στείλουμε σέ ὅλους. Ἡ γῆ περιμένει. Μά πρῶτα-πρῶτα οἱ πρώην μαθητές. Αὐτοί πού ἔζησαν κάποτε τή μεγάλη ἀγάπη καί τώρα τή μεγάλη πτώση. Πού ἄρχισαν, ἀλλά δέν ἔφτασαν στήν Ἀνάσταση. Πού κάποτε ἐγκατέλειψαν γιά τόν Ἰησοῦ τά πάντα, ἀλλά ὕστερα ἐγκατέλειψαν αὐτόν. Τούς ξέχασα, ὅμως Αὐτός τούς θυμᾶται καί τούς θέλει. Μέ στέλνει νά πῶ καί σ᾿ αὐτόν καί σ᾿ ἐκεῖνον καί στόν ἄλλον ὅτι περιμένει. Ἔτσι ὅπως κάποτε εἶχαν ἔρθει σέ μένα κάποιοι ἄλλοι μαθητές καί μοῦ εἶπαν: ἔλα! Μᾶς εἶπε νά σοῦ ποῦμε καί σένα. Σέ θέλει καί σένα. Μή λυπᾶσαι. Πέρασαν ὅλα. Μέ τή δικαίωση, μέ τήν Ἀνάσταση!

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 104-105