᾿Αποφεύγοντας τήν περιπλάνηση στά ἀβέβαια μονοπάτια τῆς ἀνθρώπινης φιλοσοφίας καί διανόησης, μελετῶ τή θεώρηση τῆς πίστεως καί ἐπιχειρῶ μία σταχυολόγηση τῶν σχετικῶν θέσεων τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εκεῖ ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἕνα κακό πού δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει. Τόν ἔφερε στή ζωή μας ἡ ἁμαρτία (Γέ 3,14-19) καί, παρ᾿ ὅλο πού ὅλοι ἀναγνωρίζουν τήν παγκόσμια ἰσχύ του, κανείς δέν ὑποτάσσεται ἀδιαμαρτύρητα σ᾿ αὐτόν. Μόνο μέ τήν πίστη, τήν ὁλοκληρωτική παράδοση στήν πανσοφία τοῦ πανάγαθου Θεοῦ κατορθώνουν οἱ προφῆτες νά ἀνακαλύψουν τήν ἐξαγνιστική ἀξία τοῦ πόνου. Διαπιστώνουν ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἡ φωτιά πού καθαρίζει τό μέταλλο τῆς ψυχῆς ἀπό τή σκουριά τῆς ἁμαρτίας. Παραδέχονται τήν παιδαγωγική του ἀξία καί καταλήγουν νά τόν δοῦν ὡς ἔκφραση τῆς θείας εὔνοιας. ῎Ετσι μαθαίνουν νά ἀποδέχονται τόν πόνο σάν τήν ἀποκάλυψη ἑνός θεϊκοῦ σχεδίου. Τό καταρτίζει καί τό θέτει σέ ἐνέργεια ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο παραμένει ἀνεξήγητο, ἕνα μυστήριο.
῾Ωστόσο, γιά τόν πιστό τά παθήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς γίνονται ἀθλήματα, ἀφορμή γιά τήν πνευματική ὁλοκλήρωση καί τόν ἐξαγιασμό του. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἡ κλασική παλαιοδιαθηκική μορφή πονεμένου δικαίου, ὁ πολύπαθος ᾿Ιώβ, χαρακτηρίζεται καί πολύαθλος. Αἰῶνες ἀργότερα μελετώντας τά παθήματα ἐκείνου τοῦ δικαίου ἕνας ἅγιος διδάσκαλος χτυπημένος σκληρά ἀπό τόν πόνο, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, συνοψίζει· «Δέν ὑπάρχει συμφορά ἀνθρώπινη πού δέν ὑπέμεινε αὐτός ὁ στερεότερος κι ἀπό κάθε διαμάντι· σήκωσε συγχρόνως τήν πείνα, τή φτώχεια, τήν ἀρρώστια, τήν ἀπώλεια τῶν παιδιῶν του καί τήν καταστροφή τόσων πραγμάτων. Μετά ἀπ᾿ αὐτά τόν ἐπιβουλεύτηκε ἡ γυναίκα του, τόν πρόσβαλαν οἱ φίλοι του, τόν πολέμησαν οἱ εὐεργετημένοι του· καί μέ ὅλα αὐτά ἀποδείχθηκε πιό στέρεος ἀπό κάθε βράχο». Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ᾿Ιώβ ζῆ πρίν ἔλθει ἡ θεία χάρη, πρίν ἀκόμη δοθεῖ ὁ Νόμος.
᾿Αλλά ὁ ᾿Ιώβ, ὅπως καί ὁ ᾿Ιωσήφ, ὁ Μωυσῆς, ὁ ᾿Ιερεμίας καί τόσοι ἄλλοι δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης παράλληλα πρός τήν ἱστορική τους ὑπόσταση ἔχουν καί προφητική. Προτυπώνουν τόν Δοῦλο τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο ὁ πόνος ἀποτελεῖ τό διακριτικό του γνώρισμα. ᾿Εκεῖνος εἶναι ὁ «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν» (᾿Ησ 53,3). Δέν πάσχει γιά λογαριασμό του -εἶναι ὁ ᾿Αναμάρτητος- ἀλλά ἑκούσια ἐκπληρώνει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ· «τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται» (᾿Ησ 53,4) καί τελικά φέρνει σέ ὅλους τήν ἴαση καί τήν εἰρήνη.
Στήν ἐπίγεια πορεία του ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός στάθηκε μέ εὐαισθησία μπρός στόν ἀνθρώπινο πόνο. «Διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) τούς ἀσθενεῖς καί πονεμένους. Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ θεραπεῖες καί οἱ νεκραναστάσεις πού ἐπιτέλεσε προανακρούσματα τῆς ὁριστικῆς νίκης καί κυριαρχίας του ἔναντι τοῦ πόνου. ῾Η σταυρική του θυσία, ἡ ὑπέρτατη μορφή πόνου, ἔφερε τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ἀτέλειωτη χαρά στό γένος τῶν ἀνθρώπων.
᾿Αλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν καταργεῖ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐπικυρώνει. Μέσα στό δικό της φῶς προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀπαίτηση τοῦ Κυρίου γιά τήν ἄρση τοῦ καθημερινοῦ σταυροῦ (Λκ 9,23). Γιά νά εἰσέλθει «εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ» (Λκ 24,26) ὁ Διδάσκαλος γνώρισε θλίψεις καί διωγμούς. Τόν ἴδιο δρόμο ὀφείλουν νά βαδίσουν καί οἱ μαθητές του (Μθ 10,24· ᾿Ιω 15,20). Τό προλέγει ὁ ἴδιος ἀπερίφραστα· «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (᾿Ιω 16,33). Μ᾿ αὐτή τήν πεποίθηση οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι μετά τούς ραβδισμούς πορεύονται «χαίροντες... ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρξ 5, 41). Μ᾿ αὐτή τή βεβαιότητα ὁ ἀπόστολος Πέτρος διδάσκει τούς πιστούς νά χαίρονται μέσα στίς θλίψεις, διότι ἔτσι γίνονται κοινωνοί στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ (Α´ Πέ 4,13). ᾿Αντίστοιχα ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει τούς ἐξ ῾Εβραίων χριστιανούς ὅτι διά τῶν θλίψεων ἀξιώνονται «μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ (τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ)» (῾Εβ 12,10), ἐνῶ μακαρίζει τούς Φιλιππησίους διότι «ὑμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φι 1,29).
Συνηθισμένοι στήν παντελῆ ἀπουσία ἄσκησης καί στήν ἀλόγιστη ἄνεση πού μᾶς ἐξασφαλίζει ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, νιώθουμε ἐντελῶς ἀσύμβατο μέ τή ζωή μας τόν πόνο. Δέν εἶναι μάλιστα ἀσυνήθιστη καί ἡ νοοτροπία ὅτι «ἐφόσον εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας, πρέπει νά μοῦ ἔρχονται ὅλα καλά καί ρόδινα». Πόσο ἀπέχουμε ἀπό τή λογική τῶν ἁγίων, πού θεωροῦσαν τίς θλίψεις ἐπίσκεψη Κυρίου, ἀπό τή θέση τοῦ ἴδιου τοῦ ᾿Αρχηγοῦ μας! ᾿Εκεῖνος διά τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου ὁδήγησε στήν ἀνάσταση τήν ἀνθρώπινη φύση. «᾿Ιδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», παιανίζει ἡ ᾿Εκκλησία του. Πότε, ἄραγε, θά υἱοθετήσουμε τή δική της λογική; Πότε θά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 132-134