Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως τό δείχνει ἡ Καινή Διαθήκη καί μάλιστα οἱ ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ θεολογία ἀποτελεῖ τή ρίζα καί τό θεμέλιο τῆς πράξεως. Διαφορετικά, ἡ θεολογία ἐκφυλίζεται σ᾿ ἕνα στεγνό καί ἄχρηστο σύστημα ἰδεῶν, ἐνῶ ἡ πράξη χάνει τό βάθος καί τήν οὐσία της, καταντᾶ τύπος καί, ὄχι σπάνια, αἱρετικός ἀκτιβισμός. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική εἶναι χρήσιμο καί ἀναγκαῖο τίς μέρες αὐτές, πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά σκύψουμε στή θεολογία αὐτῆς τῆς κατεξοχήν θεολογικῆς γιορτῆς.
Τό «θαυμαστόν καί μέγα» τοῦτο γεγονός σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ καί συγχρόνως συνοψίζει τή θεολογία ὅλων τῶν γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας. Ἐπιβεβαιώνει τόν Εὐαγγελισμό καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου: Τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο τότε ἑνωμένο μέ τή θεία φύση συνελήφθη ἐν Πνεύματι ἁγίῳ στή μήτρα τῆς Παναγίας μας καί γεννήθηκε στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, αὐτό τό διο ἀναλαμβάνεται τώρα στούς οὐρανούς. Διευρύνει τή Μεταμόρφωση: Τή θεϊκή δόξα τοῦ Θεανθρώπου, πού ἀξιώθηκαν νά δοῦν οἱ τρεῖς μαθητές στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, τήν ἀτενίζουν στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὅλοι οἱ μαθητές. Μπαίνουν στή διάσταση τῆς πνευματικῆς συχνότητας καί βλέπουν τόν Θεό μέ τά μάτια τους! Ἐπιμαρτυρεῖ τήν Ἀνάσταση: Εἶναι μιά ἐπίσημη -ἡ τελευταία στή διάρκεια τῶν σαράντα ἡμερῶν- ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Προετοιμάζει τήν Πεντηκοστή: Ἀνεβαίνοντας στά οὐράνια, τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐγκαινιάζει τή γέφυρα μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, ὥστε νά κατεβεῖ στή γῆ ὁ Παράκλητος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Προαναγγέλλει τή Δευτέρα Παρουσία: Οἱ ἄγγελοι διαμηνύουν στούς μαθητές τήν παρήγορη ὑπόσχεση: «οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρξ 1,11). Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόν δικό μας χωροχρόνο. Ἔτσι, τήν ὥρα πού ἀπομακρύνεται ἀπό τά μάτια τῶν μαθητῶν του ὁ Κύριος εἶναι ἐπίσης «ὁ ἐρχόμενος» (Β΄ Ἰω 7). Κι αὐτή ἡ προσμονή του γλυκαίνει τήν ἔμπονη πορεία τῶν δικῶν του σ᾿ αὐτή τή γῆ. Δίνει ἄλλη διάσταση στή ζωή τους. Ἡ θεολογία τῆς Ἀναλήψεως, ὅπως διδάσκεται στά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὑπερβαίνει τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων καί εἰσάγει στόν ἀπρόσιτο χῶρο τοῦ μυστηρίου. Γι᾿ αὐτό καί τόν σίγουρο τρόπο προσεγγίσεως τῆς Ἀναλήψεως προσφέρουν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐπενδύονται καί νοηματοδοτοῦνται ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός. Ἐνδεικτικά θά ἀναφερθῶ σέ δύο μυστήρια. Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς μας ἀναγεννήσεως, ἀντλεῖ τήν ἀναγεννητική του δύναμη ἀπό τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας ἡ ἔκπαγλη δόξα καταδεικνύεται στό γεγονός τῆς θείας Ἀναλήψεως. Μέ τίς πληγές τοῦ μαρτυρίου του στό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά καί μέ τή θεϊκή του λαμπρότητα ὁ Κύριος ἀνελήφθη, ἀνοίγοντας γιά μᾶς τό δρόμο πού ἡ πτώση εἶχε καταστήσει ἀπροσπέλαστο. Κανείς ἄλλος δέν εἶχε αὐτή τή δύναμη, διότι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω 3,13). Ἡ σταθερότητα καί ἡ αὔξηση τῶν πιστῶν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζεται μέ τή μετοχή τους στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό σῶμα Χριστοῦ πού κοινωνοῦμε μᾶς προετοιμάζει γιά τή δική μας ἄνοδο στόν οὐρανό. Μ’ αὐτή τή βεβαιότητα δέεται ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής: «Ὁ τῇ ἐνδόξῳ σου Ἀναλήψει τῆς σαρκός θεώσας τό πρόσλημμα καί τοῦτο τῇ δεξιᾷ καθέδρᾳ τιμήσας τοῦ Πατρός, ἀξίωσόν με, διά τῆς τῶν ἁγίων σου μυστηρίων μεταλήψεως τῆς δεξιᾶς μερίδος τῶν σῳζομένων τυχεῖν». Τό ἀναλημμένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ κατατέθηκε στόν οὐρανό ὡς ἀδαπάνητο συνάλλαγμα, ἐγγύηση καί θησαυρός τῆς Ἐκκλησίας, πού περπατᾶ ἀκόμα στή γῆ, ἀλλά φέρεται μέ μία δυναμική φορά πρός τά ἄνω, στό θρίαμβο τοῦ οὐρανοῦ. Ἀναγεννημένο καί ἑνωμένο μέ τόν Κύριο τό ἀνθρώπινο γένος «συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 2,6) μαζί μέ τόν Χριστό, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Θεωρεῖ ὡς γεγονός συντελεσμένο τήν ἐγκατάσταση τῶν πιστῶν στόν οὐρανό καί τό συνδοξασμό τους μέ τόν Ἰησοῦ. Καί εἶναι! Ὅταν ἀπό ἕνα χαρμάνι παίρνουμε ἕνα δεῖγμα, ἐνυπάρχουν σ᾿ αὐτό τά στοιχεῖα ὅλου τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται τό δεῖγμα. Ἔτσι, στό ἔνδοξο σῶμα τοῦ θεανθρώπου Κυρίου, πού ἤδη βρίσκεται στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ἐνυπάρχει ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, ἡ ἀνθρώπινη φύση. Οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ κι ἡ θεϊκή του δόξα ἀντανακλοῦν σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τώρα σκιωδῶς καί διά τῆς πίστεως, κατά τή Δευτέρα Παρουσία του ὁλοκληρωτικά καί «δι᾿ εδους», πραγματικά. «Σήμερον (δηλ. κατά τήν Ἀνάληψη) καταλλαγαί (=συμφιλίωση) τῷ Θεῷ πρός τό τῶν ἀνθρώπων γεγόνασι γένος... Οἱ τῆς γῆς ἀνάξιοι φανέντες (δηλ. οἱ ἄνθρωποι) εἰς τόν οὐρανόν ἀνήχθημεν (=ἀνυψωθήκαμε)». Μ᾿ αὐτές τίς σύντομες ἀλλά τόσο μεστές φράσεις προσδιορίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν πρακτική διάσταση τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, τήν προσφορά της στό ἀνθρώπινο γένος. Σέ μιά ἐποχή ὑλοκρατίας καί ὑλοφροσύνης, σέ ἕναν κόσμο πού ἀσφυκτιᾶ αὐτοπεριοριζόμενος στόν στενό ὁρίζοντα τῶν ἐνδογήινων ἐπιδιώξεών του, ὁ σημερινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τραγικός δεσμώτης, ἀνασφαλής καί ἀβέβαιος ἀκόμη καί μές στόν χρυσό πύργο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ του. Πνίγεται μέσα στά δια τά ἀγαθά, τά ὁποῖα ζητᾶ νά κατακτήσει. Ἀναγκαιότητα ἀνυπέρθετη γιά τή συνέχεια τῆς ζωῆς του ἡ ἐπιστροφή «εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν». Ἐκεῖ ἁπλώνεται φωτεινός ὁρίζοντας καί παρακλητική βεβαιότητα ἐγγίζει τήν κουρασμένη ψυχή. Ἐκεῖ διανοίγεται τό ἀδιέξοδο, προσφέρεται ἡ κατακόρυφη διέξοδος, ἡ ἄλλη διάσταση, πού τείνει πρός τήν πραγματική πατρίδα μας, τόν οὐρανό. Τό πανάγιο χέρι τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, καθώς ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς, εὐλογεῖ αὐτούς πού ἀφήνει στή γῆ, ὑπογράφει τό συμβόλαιο τῆς εἰρήνης πρός τόν Πατέρα, τή διαθήκη τῆς αἰώνιας ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς του. Κι εἶναι σάν νά τούς γνέφει ὅτι ἐκεῖ, στούς οὐρανούς, τούς περιμένει κι αὐτούς. Στέργιος Ν. Σάκκος
|