Στέκεται γεμάτη ἀπορία καί πόνο. Δυσκολεύεται νά συνέλθει ἀπό τήν ὀδυνηρή ἔκπληξη. Τό μνημεῖο εἶναι κενό. Τό νεκρό σῶμα τοῦ διδασκάλου δέν βρίσκεται πλέον ἐκεῖ. Τί μπορεῖ νά συνέβη; Ποιός θά ἔπαιρνε ἕναν νεκρό καί γιά ποιό λόγο; Καί ποῦ εἶναι πιθανόν νά τόν τοποθέτησε; Ὁ νοῦς της εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό σύγχυση καί σκοτεινές σκέψεις.
Ἦταν πρίν ἀπό καιρό πού γνώρισε τόν Ἰησοῦ ἡ Μαρία. Αὐτή ἡλικιωμένη, δεμένη ἑφτάδιπλα ἀπό τόν διάβολο, δαιμονισμένη. Μαύρη ἡ ζωή της. Κινούμενη στά ὅρια τῆς ἔσχατης ἀπελπισίας καί τῆς ἔσχατης ταπείνωσης. Ἕνα πρόσωπο χωρίς προσωπικότητα, μιά διαλυμένη ὕπαρξη. Ἐκεῖνος ἐπιβλητικός, ἀπόλυτα κυρίαρχος τῆς δύναμης καί προπάντων σπλαχνικός. Δέν τραβήχτηκε μακριά της μόλις τήν εἶδε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι φοβισμένοι. Ἀντίθετα τήν πλησίασε. Τή συμπάθησε μέ πατρική στοργή καί τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τόν σατανᾶ μέ ὅ,τι μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό τό ρῆμα γιά ἕνα τόσο καταρρακωμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε τόν ἀκολούθησε πιστά. Ἔφτασε μέχρι τό σταυρό μαζί του. Στάθηκε κοντά στήν ἀβάσταχτα πονεμένη μητέρα του, μητέρα του κι αὐτή, ἀπό ἐκεῖνες πού ἀπέκτησαν τό δικαίωμα νά ὀνομάζονται ἔτσι, διότι «ἐποίησαν τό θέλημα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 12,50). Καί τώρα, τρεῖς ἡμέρες ἀφότου τόν κήδεψε μαζί μέ τούς λίγους δικούς του πού τοῦ ἀπέμειναν, ἀντικρύζει τοῦτο τό φοβερό θέαμα: Χάθηκε ὁ νεκρός. Ὁ Κύριός της «ᾔρθη» (Ἰω 20,2.13).
«Δέν γνώριζε ἐντελῶς τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση κι οὔτε ἔβαζε κάτι τέτοιο ὁ νοῦς της», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἦταν μιά ἁπλή γυναίκα·ἁπλή καί βασανισμένη. Ἀδυνατοῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς -ἔστω αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ μοναδικός προφήτης, ὅπως τόν πίστευε- θά μποροῦσε νά ἐπιστρέψει ἀπό τό θάνατο. Ἡ ὑπόθεση αὐτή ἦταν πάνω ἀπό τίς δυνατότητές της. Γι᾿ αὐτό καί ἀναζητᾶ νεκρό τόν ἀναστημένο. Κι οὔτε τά ἀφημένα καί τακτοποιημένα σάβανα τήν προβληματίζουν καθόλου. Ἀκόμη καί οἱ δύο ἄγγελοι, πού τόσο ξαφνικά ἐμφανίζονται, δέν ἀφαιροῦν τό παραμικρό ἀπό τήν ἀγωνία της. Αὐτή ψάχνει τόν ἀγαπημένο της εὐεργέτη. Τήν κατατρώει ἡ ἀπουσία του. Μακάρι νά τόν ἔβρισκε κάπου καί θά τόν σήκωνε μονάχη, μέ τά χέρια της! «Πολλή ἡ εὔνοια καί φιλοστοργία τῆς γυναικός!», ἀναφωνεῖ ὁ ἴδιος ἱερός πατήρ.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου. Χωρίς τήν παρουσία του ὅλα σκοτεινιάζουν, χάνουν τό νόημά τους, δέν ἔχουν πιά καμιά σημασία. Καί εἶναι τόσο τραγική ἡ αὐταπάτη μας νά νομίζουμε ὅτι ζοῦμε, ἐνῶ βρισκόμαστε μέσα στό ἴδιο τό κράτος τοῦ θανάτου.Χωρίς τόν Ἰησοῦ τό πιό γλυκό πράγμα πού μᾶς εὐφραίνει γίνεται πικρό, κατάπικρο, ἀλλοιωμένο ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἔλλειψής του. «Κύριε», ἱκετεύει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, «θρηνοῦμε καί ζητᾶμε ἐσένα, διότι χωρίς ἐσένα δέν εἴμαστε τίποτε... Ἐσένα ποθοῦμε. Γιατί οἱ ζωντανοί νά φεύγουν μακριά ἀπό σένα πού ἀνέστησες τούς νεκρούς; Μέ τήν Ἀνάστασή σου ἄνθισε ἀπό τόν τρόμο της ἡ γέεννα, ἀλλά μαράθηκε στείρα ἡ γῆ. Οἱ πέτρες ἀπό τά μνήματα τῶν νεκρῶν σχίστηκαν, μά τά χωράφια μας δέν γνώρισαν καρπό, διότι τά σπλάχνα τους εἶναι σκληρά. Ἐσένα, Κύριε, ζητᾶμε, ἐσένα πού μᾶς ἀναζητᾶς. Οἱ γιορτές μας μεταστράφηκαν σέ πένθος καί τά τραγούδια μας σέ θρῆνο. Ἡ κιθάρα μας παίζει τραγούδι λυπητερό... Κηδεία πιό μαύρη ἀπό τό σκοτάδι...».
Καί καταλήγει ἀναστάσιμα ὁ ἱερός πατήρ: «Ὅμως θάρρος! Ἐκεῖνος πού εἶπε στίς μυροφόρες "ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ μέ ὄψονται" (Μθ 28,10), ὁ ἴδιος λέει καί σέ μᾶς: "πηγαίνετε καί πεῖτε στό λαό μου ὅτι θά μέ συναντήσουν στήν Ἐκκλησία... καί ἐκεῖ θά λάβουν τήν ἄφεση"»!
Δρ. Θεολογίας