Μπορεῖ στή γείτονα χώρα ἡ 29η Μαΐου νά γιορτάζεται πανηγυρικά, διότι ἡ ἅλωση τῆς βασιλεύουσας τῶν πόλεων σήμανε τή γέννηση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἐδῶ ὅμως ἡ ἐπέτειος περνᾶ ἀπαρατήρητη. Ποιός τάχα ἔχει τή διάθεση νά φέρει στή θύμησή του γεγονότα παρακμῆς καί κατάπτωσης; ῞Υστερα εἶναι καί τό ἄλλο· «Σάν ὁ Θεός», ὅπως γράφει ὁ Μακρυγιάννης, «θέλησε κάποτε νά ξεσκλαβώσει τούς στραβοραγιάδες, νά γένωμεν ἔθνος ἀνεξάρτητον, νά ζήσουμεν ὡς ἄνθρωποι εἰς τό ἑξῆς, ἦρθαν οἱ φραγκοσπουδαγμένοι νά ἀνοίξουν τά μάτια μας, γιά νά προκόψουμε κι ἐμεῖς σάν κι ἐκείνους στή Δύση. Κι ἔγιναν ἕνα μ᾿ ὅλους ἐκείνους τούς ἐπίβουλους, πού βοήθησαν στή λευτεριά μας, γιά νά μᾶς διαφεντεύουν ἐκεῖνοι κι ὄχι ὁ σουλτάνος!». Κι ἀπό τότε μάθαμε νά περιφρονοῦμε τήν παράδοσή μας σάν αἰτία τῆς καθυστέρησής μας! Μάθαμε νά περιφρονοῦμε τή χιλιόχρονη παράδοση τῆς Ρωμιοσύνης, ταυτίζοντάς την ἄφρονα μέ τή σκοτεινή περίοδο τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, καί νά αἰσθανόμαστε συμπλέγματα κατωτερότητας, διότι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Αριστοτέλη καί τοῦ Πλάτωνα ξεπέσαμε στό χάλι τῶν βυζαντινῶν (κι οὔτε ὑποπτευόμαστε πώς ἔτσι τούς ὀνόμασαν ἀργότερα οἱ φραγκολατίνοι), πού δέν ἀσχολοῦνταν μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ τίς δεισιδαιμονίες καί τά καλογερικά! ῎Ετσι, καί πού χάθηκε αὐτή ἡ αὐτοκρατορία, καταντήσαμε λίγο νά μᾶς καίει, μιά καί δέν αἰσθανόμασταν περηφάνεια γι᾿ αὐτήν! Δέν τά γράφουμε αὐτά μέ πρόθεση νά ὡραιοποιήσουμε τήν εἰκόνα τῆς Ρωμανίας. ῎Αν τελικά ἔπεσε, πρῶτα ἔπεσε κάτω ἀπό τό βάρος τῶν κριμάτων της, ὕστερα διότι κουράστηκε νά ἀποκρούει τά βάρβαρα στίφη, πού ἀλλεπάλληλα εἰσέβαλλαν στήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο, καί παράλληλα νά δέχεται πισώπλατα τό φθονερό μαχαίρι τῆς Δύσεως εὐλογημένο ἀπό τόν πάπα, τόν ὁρκισμένο ἐχθρό τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ μας! Ἡ αὐτοκρατορία ἔπεσε, διότι τή χρηστή διοίκηση ὑποκατέστησε ἡ διαφθορά τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, ὅταν σέ αὐτή πλεόναζαν ἄχρηστα καί ἀνίκανα πρόσωπα· ἡ ἀπληστία τῶν οἰκονομικά ἰσχυρῶν, πού πίστευαν ὅτι θά μποροῦσαν αἰώνια νά ζοῦν μέσα στήν καλοπέραση καί τή χλιδή σέ βάρος τοῦ τυραννισμένου λαοῦ· ἡ κατάντια τοῦ κλήρου νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τῶν ἐπίγειων ἀρχόντων· ἡ ἐξαθλίωση τοῦ λαοῦ κατά τό παράδειγμα τῆς ἡγεσίας του, πνευματικῆς καί πολιτικῆς. Πολλές εἶναι οἱ πτυχές τοῦ δημόσιου βίου τῶν Ρωμιῶν πού θά μποροῦσε κανείς νά ἀναλύσει κάνοντας μιά ἱστορική ἀναδρομή στά χρόνια πρίν ἀπό τήν ἅλωση. Θά σταθοῦμε σέ μιά, ἴσως τήν πιό σημαντική κατά τήν ἄποψή μας. Στό διχασμό ἀνάμεσα σέ ἑνωτικούς καί ἀνθενωτικούς. Πόσα καί πόσα δέν ἔχουν γραφεῖ ὑβριστικά γιά τή δεύτερη παράταξη ἀπό νεότερους ἱστορικούς καί ἱστοριολογοῦντες, ὄχι μονάχα ξένους μά καί δικούς μας! Οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἐπιρρίπτουν ἐπάνω της ἀκέραια τήν εὐθύνη γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ καί τῆς μισαλλοδοξίας της. «῎Αν ἔδειχναν», τονίζουν, «πνεῦμα ἀγάπης καί χριστιανικῆς ἀδελφοσύνης πρός τούς ἀδελφούς τῆς Δύσεως, αὐτοί θά ἔσπευδαν πρός βοήθειά μας καί ἡ Πόλη δέν θά χανόταν». ῎Εγραψαν καί τό ἄλλο· «Τί μᾶς πείραζε νά δεχθοῦμε τήν ἕνωση στά χαρτιά, ὥσπου νά περάσει ὁ κίνδυνος; καί ὕστερα βλέπαμε». Ἀπό ὅλους αὐτούς διαφεύγει ἡ πικρή ἀλήθεια· ῾Η Πόλη εἶχε ἁλωθεῖ πολύ πρίν μπεῖ σ᾿ αὐτήν ὁ πορθητής. ῏Ηταν τότε πού τά βάρβαρα στίφη τῶν πλιατσικολόγων τοῦ πάπα πραγματοποίησαν τό προαιώνιο ὄνειρό τους, νά μποῦν στή βασιλεύουσα. ῏Ηταν τόσο φοβερές οἱ λεηλασίες πού ἀκολούθησαν, ὥστε ἡ αὐτοκρατορία δέν μπόρεσε νά ξαναπάρει ἐπάνω της, ἔστω κι ἄν κατάφερε νά διώξει σύντομα τούς φραγκολατίνους. Τούς εἶχε ζήσει, λοιπόν, ὁ λαός μας αὐτούς πού οἱ ἄρχοντες -μέ πρῶτο καί καλύτερο τόν αὐτοκράτορα ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο, πού δέν νοιαζόταν πέρα ἀπό τίς τιμές καί τίς ἐξουσίες γιά τίποτε ἄλλο- ἐκλιπαροῦσαν γιά βοήθεια. Τούς τρόμαζε καί ὁ βάρβαρος ᾿Ασιάτης, μά πίστευαν πώς μέ αὐτόν θά τά κατάφερναν καλύτερα. Καί ὅταν βαρειά σκλαβιά πλάκωσε τό βασανισμένο γένος, ὁ ἐθναπόστολος ἅγιος Κοσμᾶς, βλέποντας τό ὑπόδουλο γένος τόσο νά ὑποφέρει, δέν καταράστηκε ἐκείνους τούς «φανατικούς» πού εἶχαν στρέψει τήν πλάτη στή δυτική βοήθεια. Τόν πάπα ζήτησε ἀπό τούς ρωμιούς νά καταριοῦνται. Γιατί τάχα; ᾿Εμεῖς, μέ τήν πλατειά ἀντίληψη καί τό εὐρύ πνεῦμα πού σήμερα μᾶς διακρίνει, ξεμπερδεύουμε κρίνοντας ὅλα αὐτά ὡς ἀποτελέσματα φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας. ᾿Από τότε πού ξεσκλαβώθηκε τό γένος μας δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρά νά προσβάλλουμε μέ κάθε τρόπο τήν παράδοσή μας· νά ἀτενίζουμε πρός τή Δύση ἐκλιπαρώντας την νά μᾶς προσφέρει τά φῶτα της, γιά νά καταφέρουμε νά ἐνταχθοῦμε κάποτε καί μεῖς μέ ἰσοτιμία στή χορεία τῶν ἀναπτυγμένων χωρῶν. Καί τονίζουμε κατά κόρο πώς «ἀνήκουμε εἰς τήν Δύσιν»! Μά τώρα πού τό «ἀντίπαλον δέος» τῆς πολιτικῆς ᾿Ανατολῆς ἐξέλιπε, εἶναι καιρός νά βροντοφωνάξουμε· «᾿Εμεῖς ποτέ δέν ἀνήκαμε στή Δύση πολιτισμικά. ᾿Εμεῖς ἤμασταν φορεῖς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, τήν ὁποία οἱ δυτικοί πολέμησαν ἀνά τούς αἰῶνες καί ἐξακολουθοῦν νά πολεμοῦν μέ λύσσα». Καί ἄν οἱ πολιτικοί μας δέν μποροῦν νά τά ποῦν αὐτά, διότι χρησιμοποιοῦν τή χαριτοβριθῆ γλώσσα τῆς διπλωματίας, εἶναι καιρός νά τά πεῖ ὁ λαός μας. Τό πρόσφατο ἀνθελληνικό μένος δέν ὑπαγορεύεται μόνο ἀπό οἰκονομικά συμφέροντα. Εἶναι ἀναζωπύρωση τοῦ παλαιοῦ πάθους κατά τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ μας. Καί ἄν φθάσουμε νά δεχθοῦμε πώς ἡ πίστη αὐτή πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς προγόνους μας στέκεται σήμερα ἐμπόδιο στήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξή μας, ἄς σκεφθοῦμε καλά τοῦτο· ῾Η πίστη θά κρατηθεῖ καί χωρίς τούς ῞Ελληνες. Οἱ ῞Ελληνες θά κρατηθοῦν χωρίς τήν πίστη τους μέσα σ᾿ αὐτήν τήν πολιτισμική εἰσβολή καί κοινωνική ἀναστάτωση; Ἀπόστολος Παπαδημητρίου |