Ἀντώνης ἦταν τό ὄνομά του. Νεαρό παλληκάρι στά 1800 περίπου πῆρε τήν ἀπόφαση νά βγεῖ στό κλαρί. Ἐνῶ προετοιμαζόταν, ἡ μάνα του προσπαθοῦσε νά τόν καθησυχάσει παρακαλώντας τον: «Κάτσε, Ἀντώνη μ’, κάτσ’ Ἀντώνη μ’». Ἔτσι ἀπό τά ἀδέλφια του, ἀλλά ἴσως καί ἀπό τά παλληκάρια τοῦ καπετάν Δίπλα, στόν νταϊφά τοῦ ὁποίου κατέφυγε, τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία «Κατσαντώνης». Ὁ Δίπλας, θεῖος καί νουνός του, τόν καλοδέχτηκε. Σύντομα τοῦ ἔδωσε καί τήν ἀρχηγία τοῦ ἀσκεριοῦ ἀναγνωρίζοντας τίς ἱκανότητές του. Πάμπολλες οἱ νικηφόρες μάχες πού εἶχε μέ τούς Τουρκαλβανούς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ.
Στά 1807 στήν κλεφταρματολική σύναξη στή Λευκάδα ἀναγνωρίζεται μέ ἐπίσημη ἀνακήρυξη ὡς ἀρχηγός ὅλων τῶν κλεφτῶν. Ἀξίζει νά μνημονευθοῦν κάποια γεγονότα χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητας τοῦ ἥρωα.
- Ὅταν ὁ στρατηγός Κ. Παπαδόπουλος ἀποκαλώντας τον χιλίαρχο τόν κάλεσε νά ἀπαριθμήσει τά κατορθώματά του, εἶπε πώς ὁ τελευταῖος ἀπ’ τούς συντρόφους του εἶναι καλύτερος ἀπ’ αὐτόν καί ὅ,τι κάνουν τό κάνουν οἱ σύντροφοί του καί ὄχι αὐτός. Ἡ ἀπάντηση αὐτή ἱκανοποίησε τόν στρατηγό καί ἐνθουσίασε τούς παρευρισκομένους.
- Ὅταν κάποτε ὁ ἴδιος στρατηγός τόν κάλεσε νά ἐνταχθεῖ μέ τά παλληκάρια του στόν ρωσικό στρατό, μέ προοπτική γιά ὑψηλά ἀξιώματα, ἀπάντησε: «Δέν ἔχει ἀνάγκη ἡ Μεγάλη Ρωσία ἀπό τό καριοφίλι τοῦ Κατσαντώνη. Ἐγώ βγῆκα κλέφτης νά πολεμήσω τήν τουρκιά καί νά λευτερώσω τήν πατρίδα μου».
- Ὁ Φραγκίστας ἀναφέρει πώς στή μάχη τῶν Κατσαντωναίων μέ τούς Τουρκαλβανούς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τό 1806 πιάστηκε αἰχμάλωτος ἕνας μπουλούκμπασης (σωματάρχης) ὀνόματι Ντούμηκας, ὁ ὁποῖος ἐλαφρά τραυματισμένος στόν μηρό, παρουσιάστηκε καί παρακάλεσε γονατιστός τόν Κατσαντώνη κλαίγοντας νά μήν τόν σκοτώσει, γιατί εἶχε καί δύο ἀνύπαντρες ἀδερφές, πού θά ἔπρεπε νά τίς ἀποκαταστήσει. Τότε ὁ ἥρωας συγκινήθηκε καί διέταξε νά τοῦ χαρίσουν τή ζωή δίδοντάς του καί ἕνα χρυσό νόμισμα.
Ἡ παράδοση τῶν Ἀγράφων, ὅπως τή διηγήθηκε ὁ Παπαλάμπρος Τσέτσος, διασώζει τό ἑξῆς χαρακτηριστικό περιστατικό:
Ὅταν τελικά συνελήφθη ἀπό τούς Τουρκαλβανούς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ καί ὁδηγήθηκε στά Γιάννενα, ἀνάμεσα στά πολλά φρικτά βασανιστήρια πού ὑπέστη περιλαμβανόταν καί ἡ δοκιμασία τῆς πίστης του. Τόν πῆγαν, λοιπόν, μέσα σέ ἕνα τζαμί γιά νά προσκυνήσει. Ὁ Κατσαντώνης, ἄν καί σακατεμένος κυριολεκτικά, μάζεψε τίς δυνάμεις του καί στάθηκε ὄρθιος καί περήφανος. Τότε οἱ βασανιστές του ἐπιχείρησαν νά τόν κάνουν νά σκύψει καί νά προσκυνήσει στό τζαμί, ἀλλά οἱ προσπάθειές τους ἀπέβησαν ἄκαρπες καί μάταιες.
Τελικά, γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά σκύψει ἔστω καί μόνο μπαίνοντας στό τζαμί, ἔκτισαν μία πλαϊνή εἴσοδο ἀφήνοντας τόσο ἄνοιγμα ὥστε νά σκύψει ἀναγκαστικά μπαίνοντας μέσα. Πῆραν, λοιπόν, τόν ἥρωα, τόν πῆγαν στή χαμηλή εἴσοδο καί τόν πίεζαν νά περάσει ἀπό κεῖ, βέβαιοι πλέον ὅτι θά τόν ταπεινώσουν.
Ὁ Κατσαντώνης ὅμως βρῆκε τή λύση: Γύρισε καί μπῆκε μέ... τήν πλάτη στό τζαμί!
Ξεψύχησε στά Γιάννενα μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γιῶργο Χασιώτη κάτω ἀπό φρικτά βασανιστήρια «ψελλίζοντας στά χείλη του τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», θά γράψει ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Φάνης Μιχαλόπουλος.
Οἱ περιοδεῖες, τά κηρύγματα καί τό μαρτύριο τοῦ ἐθναποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί ἡ δράση, τά κατορθώματα, ἡ σύλληψη καί τό μαρτυρικό τέλος στά Γιάννενα τοῦ θρυλικοῦ καί χιλιοτραγουδισμένου σαρακατσάνου πρωτοκλέφτη Κατσαντώνη εἶχαν προετοιμάσει τήν εὐρύτερη περιοχή τῶν Ἀγράφων, τῶν Τζουμέρκων, τῆς Εὐρυτανίας καί γενικότερα ὅλων τῶν Σαρακατσαναίων καί λοιπῶν Ἑλλήνων γιά τόν ξεσηκωμό καί τήν ἐθνική Παλιγγενεσία τοῦ 1821.