Κυριακή τοῦ 1792 στήν Τσαρίτσανη τῆς Θεσσαλίας. Γιατί τά βλέμματα ὅλων εἶναι στραμμένα πρός τόν ἄμβωνα; Τί κοιτάζει ἐπίμονα τό ἐκκλησίασμα; Ἕνα χαριτωμένο δωδεκάχρονο παιδί κάνει τό πρῶτο του κήρυγμα. Καταπλήσσει τούς συντοπίτες του. Ὁ παπα-Κυριακός καμαρώνει τό βλαστάρι του. Εἶναι ὁ νεαρός Κωνσταντίνος Οἰκονόμος, ὁ μετέπειτα ταλαντοῦχος δάσκαλος τοῦ Γένους καί μεγάλος ρήτορας.
Λέγεται πώς, ὅταν ἦταν βρέφος, ἕνα σμῆνος ἀπό μέλισσες ρίχτηκε στό λαιμό του. Σάν ἀποχώρησαν, δέν τοῦ ἄφησαν κανένα ἴχνος κακοποίησης. Τοῦτο τό γεγονός θεωρήθηκε σημάδι, πού προμήνυε τή μελιστάλαχτη φωνή του καί «τόν βόμβον» αὐτῶν πού θά τήν ἀπολάμβαναν.
Πραγματικά, ὡς μαθητής διαπρέπει. Ρουφᾶ τή γνώση στήν περίφημη σχολή τῶν Ἀμπελακίων, καθώς ρίχνεται στή μελέτη τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, τῆς ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς καί τῆς γαλλικῆς γλώσσας. Τί θαυμασμό προκαλεῖ μέ τήν εὐγλωττία του στούς συμμαθητές του, κάθε φορά πού ἐκφωνεῖ τούς πανηγυρικούς λόγους στίς σχολικές γιορτές! Δέν χορταίνουν νά τόν χειροκροτοῦν.
Ὅλοι εἶναι σίγουροι πώς θά σταδιοδρομήσει καί θά δοξασθεῖ ὡς φιλόλογος. Κάτι ἄλλο ὅμως, ἱερό, ζυμώνεται μέσα του. Καί νά! Σείονται οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησιᾶς ἀπό τά «ἄξιος, ἄξιος»! Χειροτονεῖται διάκονος καί εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ ἔγγαμου κλήρου. Πῶς νά μήν ἐπικροτήσουν τούτη τή μοναδική στιγμή γιά τόν τόπο τους οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν θωροῦν τόν ἀγαπητό Κωνσταντίνο τους, πού λαχταρᾶ νά θέσει ὅλα του τά χαρίσματα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ!
Ἀπό κείνη τή στιγμή δίδεται ὁλόψυχα στό ἔργο τῆς θείας σπορᾶς. Ἡ εὐρυμάθειά του ἀποτυπώνεται στήν πρώτη πραγματεία πού κυκλοφορεῖ γιά τή διαφώτιση τοῦ κλήρου· «Τόμος, τά καθήκοντα τοῖς ἱερεῦσι θεσπίζων». Ἱερό του ἄντλημα στή συγγραφή καί στό λόγο ἡ Βίβλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ προσφιλεῖς του Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀργώνει ἀκάματος χωριά καί πόλεις τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας. Πῶς τόν καρτεροῦν! Σάν τό χῶμα τή βροχή, σάν τό παιδί τόν πατέρα, γιά νά δροσίσει μέ τά νάματα τῆς πίστεως τήν ἀποκαμωμένη τους ὕπαρξη. Γρήγορα «ἡ θεία χάρις... προχειρίζεται Κωνσταντῖνον τόν εὐλαβέστατον διάκονον εἰς πρεσβύτερον...».
Κι ἐνῶ δέν ἀρέσκεται στό κυνήγι τῆς προβολῆς, ἡ φήμη του τρέχει παντοῦ. Ποιοί τώρα ἔχουν τό προνόμιο ν’ ἀπολαμβάνουν τόν χειμαρρώδη λόγο, τή σοφία του; Οἱ μαθητές τοῦ «Φιλολογικοῦ Γυμνασίου» τῆς Σμύρνης. Ἡ Ἰωνία καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου στέλνουν τά παιδιά τους νά μαθητεύσουν «παρά τούς πόδας» τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ Σχολάρχου. Δέκα ὁλόκληρα χρόνια διδάσκει σ’ αὐτό τό σχολεῖο θρησκευτικά καί ἑλληνική φιλολογία.
Στόν περίφημο «Παραινετικόν πρός τούς νέους» λόγο του ὁ χαρισματοῦχος ρήτορας σείει τήν καρδιά τῆς νεολαίας τῆς Σμύρνης· «...Κατηραμένη ἡδονή. Πόσους μετεμόρφωσας ἐλεεινῶς! Πόσους νέους ἔθαψας ἀώρους! Ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμα καί ἄν μέλλετε, φίλοι νέοι, νά ἐπαγγελθῆτε, χωρίς τήν χαράν, τήν ταπείνωσιν, τήν ἀγάπην, τήν εἰλικρίνειαν, τήν ἁγνότητα εἶναι ἀδύνατον νά διαδράμητε τό στάδιον ἐντίμως καί εὐτυχῶς. Ὅλων δέ τούτων τῶν ἀρετῶν θεμέλιον ἔχετε τήν πρός τόν Θεόν εὐσέβειαν. Χωρίς τοῦ Θεοῦ τήν προστασίαν μ’ ὅλα τά προτερήματά σας ἠθέλετε εἶσθαι ὅμοιοι μέ ἄθλια ὀρφανά παιδία ἀφειμένα εἰς ἔρημον τόπον χωρίς ὁδηγόν νά τά κατευθύνῃ...».
Ἀξιοσημείωτη ἡ κηρυκτική του δραστηριότητα καί στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Σμύρνης. Μέ τίς πύρινες ὁμιλίες του δονεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν. Κι εἶναι γιά τούς ραγιάδες πολύτιμος ἀστέρας ἡ παρουσία του, πού φωτίζει τό πηχτό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς.
«Δέξαι τήν καλοῦσάν σε φωνήν, ὡς φωνήν ἀληθοῦς Κυρίου». Μ’ αὐτά τά λόγια τό 1819 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Ε΄ προσκαλεῖ τόν χαλκέντερο ρήτορα, γιά νά τόν διορίσει ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καί στή «βασιλίδα τῶν πόλεων» σπρώχνονται τά πλήθη, γιά ν’ ἀπολαύσουν τόν μελίρρυτο ἱεροκήρυκα. Μά ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀνακόπτει τήν πολυσχιδῆ δράση του. Ὁ Πατριάρχης τόν συμβουλεύει νά φύγει στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας, γιατί τό Γένος τόν χρειάζεται. Μέ τή λύπη ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους ἀποχαιρετιοῦνται οἱ δύο μεγάλοι ἄνδρες.
Σέ λίγες μέρες μέ θρυμματισμένη τήν καρδιά του ὑποδέχεται στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ μέ πλῆθος λαοῦ τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Πατριάρχη. Καί τότε, στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἐκφωνεῖ μέ τή μεταλλική φωνή του ἐπιτάφιο λόγο, πού ἀντηχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα στό πολύπαθο Γένος. Στ’ ἀλήθεια, ἡ ὁμιλία του αὐτή ἀπαθανατίζει τή ρητορική του δεινότητα καί θεωρεῖται ἕνα ἀπό τά διαμάντια τῆς νεότερης ἑλληνικῆς φιλολογίας. Εἶναι ἕνα λυρικό τραγούδι, πού ἀντανακλᾶ τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ, τό σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται δίπλα στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του:
«...Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, ἄν καί δέν στολίζῃς πλέον τόν θρόνον τόν Οἰκουμενικόν, παρίστασαι μετά παρρησίας εἰς τόν θρόνον τῆς Μεγαλωσύνης τοῦ Ὑψίστου. Ἄν καί δέν ἄρχῃς πνευματικῶς εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διαπρέπεις μακαριστῶς εἰς τήν Οὐράνιον Ἐκκλησίαν τῶν Πρωτοτόκων. Ἄν καί δέν ἐνταφιάζεσαι εἰς τήν ἔνδοξον μέν, ἀλλά στενάζουσαν ἤδη γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἐνταφιάζεσαι ἐνδόξως εἰς γῆν ἐλευθέραν καί τιμᾶσαι λαμπρῶς ὑπό τῶν παρόντων ὁμογενῶν σου... Ὦ Θεέ τοῦ ἐλέους! Ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί δε τήν κάκωσιν τοῦ λαοῦ σου. Ἕως πότε, Κύριε, μέλλει νά ἐξυβρίζῃ τό Πανάγιόν Σου ὄνομα ὁ βάρβαρος ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ;...».
Μέ τή συναρπαστικότητα τοῦ λόγου καί μέ τή δύναμη τῆς πένας του ἀγωνίζεται ὅπου γῆς γιά τήν ἀνάσταση τῆς πατρίδας του. Ἀξιώνεται νά πατήσει τά ἐλεύθερα πιά ἑλληνικά χώματα καί νά ὑπηρετήσει ἀνύσταχτος τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος. Καί ὁ μεγάλος ἀθλητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί δεινός ρήτορας, πού «ἑνώνει τοῦ Χρυσοστόμου τήν εὐγλωττίαν μέ τοῦ Ἀθανασίου τό φλογερόν πνεῦμα», κλείνει στίς 8 Μαρτίου 1857 τά μάτια του, γιά νά τ’ ἀνοίξει στήν ἀτέρμονη αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
Πνευματοφόρε, πνευματοκίνητε, λευκασμένε δάσκαλε τοῦ Γένους μας, σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά τίς σοφές ὑποθῆκες πού μᾶς κληροδότησες κι ἡ μνήμη σου ἄς εἶναι αἰώνια.