30 Μαρτίου 1822. Ὁ καπουδάν πασᾶς Καρά Ἀλῆς ζώνει μέ τήν ἀρμάδα του τή Χίο. Τά τούρκικα ἀσκέρια πατοῦν τό νησί καί σφάζουν ἀνελέητα τούς Χιῶτες. «Στή Χίο ὁ Χάρος δέν πέρασε διαβατάρικα, μά ἔμεινε καί θέρισε μέ τό δρεπάνι του κάθε χριστιανική ὕπαρξι», ὑπογραμμίζει ὁ Τάκης Λάππας. Ἀβάσταχτος ὁ πόνος τῶν Ψαριανῶν γιά τήν τραγωδία τῆς Χίου· «Ἡ Χίο, τ᾿ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα». Ποιός ὅμως θά τολμήσει ν᾿ ἀναμετρηθεῖ μέ τό θηρίο;
Ἕνας Ψαριανός μέ «μέτριο ἀνάστημα, μ᾿ ἀνοιχτές πλάτες καί μέ λιγνό πρόσωπο πού τό στόλιζε ἕνα μικρό μουστάκι... μέ παράξενα μάτια, ἔξυπνα, γεμάτα ἔκφραση, πού φανέρωναν ἄνθρωπο μέ θέληση κι ἀποφασιστικότητα», εἶναι βαθιά συλλογισμένος. Στούς δημογέροντες τοῦ νησιοῦ του ὁ Κωνσταντίνος Κανάριος ἤ Κανάρης ἀποκαλύπτει τό παράτολμο σχέδιό του. Καί νά, δύο πυρπολικά εἶναι ἕτοιμα ν᾿ ἀποπλεύσουν.
Ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν καλεῖ τούς δύο καπετάνιους τῆς ἐπικίνδυνης αὐτῆς ἀποστολῆς, τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί τόν Ἀνδρέα Πιπίνο ἀπό τήν Ὕδρα, γιά νά τούς δώσει μέ τόν ναύαρχο Μιαούλη τά ὄρντινα (διαταγές). Ὁ γραμματέας διαβάζει τό πόρισμα τῆς Βουλῆς: «... Εἰς τούς κυβερνήτας τῶν ἡφαιστείων, πυρπολιστάς καί τούς ναυκλήρους, οἵτινες διά τήν ἀγάπην καί ἐλευθερίαν τῆς φίλης ἡμῶν Πατρίδος ἀποφασίζουν νά θυσιάσουν τήν ἰδίαν ζωήν, παραβλέποντες γυναῖκας καί τέκνα, ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν ἀποφασίζει νά δώσει ὡς ἀμοιβήν τριάκοντα χιλιάδες γρόσια...». Ἀλλά ἡ ἀνιδιοτελής καρδιά τοῦ Κωσταντῆ ἐρεθίζεται ἀπό τέτοιες φιλοφρονήσεις, τή στιγμή πού οἱ ὧρες εἶναι κρίσιμες γιά τό Ἔθνος. Γι᾿ αὐτό ξεσπᾶ λέγοντας: «Ἐδῶ ἤρθαμε νά πάρουμε μέ σέβας τά ὄρντινα γιά τή δουλειά. Δέν ἤρθαμε νά μᾶς τάξετε χαρίσματα... Ἄν βάζουμε τά κεφάλια μας, δέν τό κάνουμε γιά γρόσια καί στρέμματα γῆς, μά γιά τή λευτεριά τοῦ Γένους μας. Χάρισμά σας τά ταξίματα! Ἐμεῖς τά ὄρντινα θέλουμε».
1 Ἰουνίου 1822. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ μητροπολιτικός ναός τῶν Ψαρῶν, εἶναι κατάμεστος. Τό ἐκκλησίασμα δακρύβρεχτο, καθώς ἀντικρύζει τήν ἀποστολή «θανάτου», τούς καπεταναίους καί τούς ναῦτες νά προσεύχονται γονατιστοί καί νά κοινωνοῦν ὕστερα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Τό ἡλιοβασίλεμα δύο πυρπολικά καί τέσσερα πλοῖα σαλπάρουν γιά τό λιμάνι τῆς Χίου. Μερικοί ναῦτες συνειδητοποιοῦν τή σοβαρότητα τῆς κατάστασης καί νοσταλγοῦν τά σπίτια τους. Φωτιά καί λάβα ξεχύνεται τότε ἀπό τά μάτια τοῦ Κωσταντῆ, καθώς στά ἴσια τούς ἐξηγιέται: «Τό καράβι θά τραβήξει μπροστά κι ὅποιος ἀπό σᾶς δέ θέλει ν᾿ ἀκολουθήσει, ἄς πέσει στό πέλαγος!». Μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ἐπιστρέφουν στίς θέσεις τους.
Ἀσέληνη ἡ νύχτα τῆς 6ης Ἰουνίου. Φυσάει ἄνεμος εὐνοϊκός γιά τή μεγάλη ἐπιχείρηση. Φωταγωγημένο καί σημαιοστολισμένο τό λιμάνι τῆς Χίου. Ἔχει λαμπρό γιορτάσι. Οἱ μουσουλμάνοι γιορτάζουν τό μπαϊράμι τους. Γλεντοκοποῦν ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἀρμάδας στήν «καπιτάνα» (ναυαρχίδα) τοῦ Καρά Ἀλῆ. Δυό χιλιάδες τριακόσιοι Τοῦρκοι διασκεδάζουν πάνω στή ναυαρχίδα καί τό τσίπουρο δίνει καί παίρνει. Οἱ μεθυσμένοι πλαισιώνονται ἀπό τά κουφάρια τῶν Ἑλλήνων, πού ἀνεμίζουν στό κατάρτι τῆς πλώρης. Εἶναι Χιῶτες αἰχμάλωτοι πού τό χάραμα ὁ ἀρχιναύαρχος Καρά Ἀλῆς ἔσφαξε, γιά νά στολίσει τό πλοῖο του, προσδίδοντας ἔτσι πιότερη λάμψη στό χαροκόπι.
Ἀτρόμητος ὁ Κωσταντῆς κατευθύνει τό εὐτελές πυρπολικό του κατευθείαν πρός τήν ἐπιβλητική καί τεράστια ναυαρχίδα τοῦ πασᾶ. Ψιθυρίζοντας «Κωσταντῆ, ἦρθε ἡ ὥρα νά πεθάνεις!», κολλᾶ ἐπιδέξια τό μπουρλότο του. Τότε τό πολεμικό πλοῖο τοῦ Καρά Ἀλῆ «ἐβρυχᾶτο ὡς εἰς καιομένην κάμινον». Τήν ὥρα πού πετάγεται ὁ πασᾶς σέ μιά βάρκα νά σωθεῖ, πέφτει πάνω του τό φλεγόμενο κατάρτι -ἐκεῖνο μάλιστα πού εἶχε κρεμάσει τούς Χιῶτες- καί τόν τραυματίζει θανάσιμα.
Τά Ψαρά παιανίζουν τή νίκη. Δαφνοστεφανώνουν τόν ἥρωά τους. Ἐκεῖνος τραβᾶ κατά τήν ἐκκλησιά. Ἐναποθέτει εὐλαβικά τό στεφάνι στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὕστερα, κατά τόν ποιητή Γ. Δροσίνη, «τό χέρι πού ἄτρομο ἔσπειρε τό θάνατο μέ τό δαυλό, τό φοβερό τό χέρι, τώρα ταπεινωμένο καί τρεμάμενο στήν Παναγιά ἀνάφτει ἕνα ἁγιοκέρι». Ὁ ἀκατάβλητος μπουρλοτιέρης δέν ἐπαναπαύεται στίς δάφνες. Συνεχίζει τήν τιτάνια ἀναμέτρηση μέ τόν κατακτητή, ἀνατινάσσοντας πλοῖα του στά στενά Τενέδου καί Τρωάδας, στή Σάμο, στή Μυτιλήνη καί στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἕλληνες καί ξένοι μέ θαυμασμό προφέρουν τό ὄνομά του.Ὅταν ὁ Ἄγγλος πλοίαρχος Κλότς τόν ρωτᾶ «Πῶς κατασκευάζετε σεῖς οἱ Ἕλληνες τά πυρπολικά σας;», ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει τήν τέχνη: «Ὅπως καί σεῖς, ἀρχηγέ. Ἀλλά ἔχουμε ἕνα μυστικό πού τό κρατοῦμε κρυμμένο ἐδῶ -καί ἔφερε τό χέρι ἐπί τῆς καρδίας. Ἡ ἀγάπη πρός τήν πατρίδα εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἐπιτυχία».
Ὅταν οἱ ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς ἐπιτέλους σπάζουν κι ἡ Ἑλλάδα ἀποκτᾶ τήν πολιτική της ἀνεξαρτησία, ὁ Κανάρης ἀπολαμβάνει δόξες καί ἀξιώματα. Σέ διάφορες κυβερνήσεις ἀναδεικνύεται ὑπουργός, πρωθυπουργός, βάζοντας καί τό δικό του λιθαράκι γιά τήν ἀνόρθωση τῆς πατρίδας. Ὅσο ὅμως κι ἄν λαμπρύνεται, οἱ τιμές δέν μποροῦν ν᾿ ἁπαλύνουν τή ραγισμένη του καρδιά ἀπό τό θάνατο τῶν πέντε -ἀπό τά ἑπτά- παιδιῶν του κι ἀπό τό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε κι ἀφάνισε τόν πρῶτο ἄξιο κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, τόν Ἰωάννη Καποδίστρια. Μέσα στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχτισε δίπλα στό σπίτι του στήν Κυψέλη -στήν Ἀθήνα-, ὁ θεοσεβής πατέρας γαληνεύει τήν πονεμένη του ὕπαρξη.
Καθώς ἀντικρύζω σήμερα τό στασίδι τοῦ ἥρωα, δίπλα στόν δεσποτικό θρόνο καί τήν ἑλληνική σημαία πού τό στολίζει, μέ συγκίνηση καί εὐγνωμοσύνη σιγοψάλλω· «αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη».