Ὅταν, λίγο πρίν τήν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση (Ἀπρίλιος 1826), ὁ ἄγγλος πλοίαρχος Χάμιλτον, ἁγνός καί εἰλικρινής φιλέλληνας, ρώτησε τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη γιά τό ἐνδεχόμενο πρόσκλησης τοῦ Καποδίστρια ἀπό τήν Ἐθνοσυνέλευση, ἐκεῖνος ἀπάντησε κατηγορηματικά: «Ὅποιος σέ τό εἶπε σέ ἐγέλασε, διατί ὁ Καποδίστριας ἦτον μίνιστρος τῆς Ρωσίας... διατί κρεμώμαστε ἀπό τήν Ἀγγλίαν πού ὑπεσχέθη τήν διαφέντεψή μας». Βλέπουμε ἔτσι τόν Κολοκοτρώνη νά διακατέχεται ἀπό ρεαλισμό· ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τήν Ἀγγλία, ἄν καί ὁ ἴδιος συμπαθοῦσε περισσότερο τήν ὁμόδοξη Ρωσία. Ὡστόσο λίγο ἀργότερα, μετά τήν ἐκλογή τῶν Ἄγγλων Τσώρτς καί Κόχραν στήν ἡγεσία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί στόλου ἀντίστοιχα, καί συνεπῶς τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀγγλόφιλων, ὁ Κολοκοτρώνης ἀντιλήφθηκε ὅτι οἱ πολιτικοί ἔπρεπε νά συμφωνήσουν σέ ἕναν ἰσχυρό ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θά κυβερνοῦσε· καί δέν ὑπῆρχε ἄλλος ἀπό τόν Καποδίστρια.
Ὅμως ὁ Κουντουριώτης καί οἱ ἄλλοι νησιῶτες δέν ἤθελαν τόν Καποδίστρια. Ἐπειδή μάλιστα ἤξεραν τήν προηγούμενη συζήτηση τοῦ Κολοκοτρώνη μέ τόν Χάμιλτον, τοῦ ὑπέδειξαν ὅτι, πρίν πάρουν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση, θά ἦταν καλό νά ρωτήσουν τόν Χάμιλτον γιά νά ἀκούσουν καί τή γνώμη τῶν Ἄγγλων. Ὁ Κολοκοτρώνης, πονηρότερος ὅμως, τό ἀντιλήφθηκε κι ἔτσι ἀποδέχτηκε τήν ἀποστολή. Πῆγε στό πλοῖο τοῦ Χάμιλτον ἀποφασισμένος νά πάρει τή συγκατάθεσή του γιά τήν ἐκλογή τοῦ Καποδίστρια.
Ἀρχικά ρώτησε τόν Χάμιλτον πῶς βρίσκει τήν ἕνωση τῆς Συνέλευσης. Ὁ μετριοπαθής Ἄγγλος ἀπάντησε: «Χαίρομαι τήν ἕνωσίν σας, ἐκάματε πολλά καλά». Τότε ὁ Κολοκοτρώνης πλησίασε στό θέμα. «Καπετάν Ἅμιλτον, ἤλθομεν νά πάρωμεν τήν συμβουλήν σου, ὡς μᾶς συμβούλευες πάντοτε διά τήν ἐλευθερίαν μας, σε γνωρίζομεν ὡς τόν καλύτερον εὐεργέτην». Στή συνέχεια τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἡ Συνέλευση ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε. Διόρισε τόν Κόχραν «ἀρχιθαλάσσιον» καί τόν Τσώρτς ἀρχιστράτηγον. «Τώρα χρειαζόμεθα ἕναν πολιτικόν· τάχα δέν μᾶς δίδει ἡ Ἀγγλία ἕναν πρόεδρο, ἕναν βασιλέα;». Ὁ Χάμιλτον ἀπάντησε: «Ὄχι, ποτέ, δέν γίνεται». Ὁ Κολοκοτρώνης στή συνέχεια ρώτησε: «Δέν μᾶς δίδει ἡ Φράντζα· ἡ Ρωσία· ἡ Προυσία· ἡ Ἀνάπολι; (δηλ. ἡ Νεάπολη)· ἡ Ἰσπανία; Σάν δέν μᾶς δίδουν τούταις οἱ αὐλαῖς, τί θά γίνωμεν ἡμεῖς;». Καί ὁ Χάμιλτον ἀπάντησε ὅ,τι ἀκριβῶς ζητοῦσε ὁ Κολοκοτρώνης: «Τηρᾶτε νά εὑρῆτε κανέναν Ἕλληνα». Τότε ὁ Κολοκοτρώνης ἔφτασε στό σκοπό του: «Ἡμεῖς ἄλλον Ἕλληνα ἀξιώτερον δέν ἔχομεν, μόνον νά ἐκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν». Ὁ Χάμιλτον ὑπενθύμισε τότε τί τοῦ εἶχε πεῖ παλαιότερα ὁ Κολοκοτρώνης. Αὐτός, προετοιμασμένος, ἀνταπάντησε: «...ἄλλοι καιροί ἦταν τότε καί ἄλλοι τώρα...», καί τοῦ ἐπανέλαβε τά προηγούμενα ἐπιχειρήματα καί ὅτι δέν ἔμενε ἄλλος ἀπό τόν Καποδίστρια. Ὁ Χάμιλτον τοῦ εἶπε τότε: «Πάρτε τόν Καποδίστρια ἤ ὅποιον διάβολο θέλετε, διατί χαθήκατε». Ὁ Κολοκοτρώνης, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτό πού ἤθελε νά ἀκούσει, ἔφυγε. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τή συζήτηση ἀναγκάστηκαν καί οἱ ὑπόλοιποι νά συμφωνήσουν κι ἔτσι ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐθνοσυνέλευσης γιά τήν πρόσκληση τοῦ Καποδίστρια ἦταν ὁμόφωνη.
Ἁπλά μαθήματα διπλωματίας ἀπό τόν Γέρο τοῦ Μωριᾶ στούς σύγχρονους σπουδασμένους διπλωμάτες...