Ὁ Παῦλος Μελᾶς αἰσθανόταν μία ἀκατανίκητη ἕλξη νά τόν ὠθεῖ πρός τήν ὑπόδουλη Μακεδονία πού στέναζε κάτω ἀπό τήν τρομοκρατία τῶν Βουλγάρων. Χαρακτήρας ἄκρως συναισθηματικός καί εὐαίσθητος κατέβαλε ἰσχυρότατη προσπάθεια νά ξεπεράσει τήν ἀγάπη του πρός τή σύζυγό του Ναταλία Δραγούμη καί τά παιδιά τους Μιχάλη καί Ζωή. Τό μαρτυρεῖ ἡ διαρκής ἀλληλογραφία του, στήν ὁποία στηρίχθηκε καί τό βιβλίο πού ἐξέδωσε μετά τό θάνατό του ἡ γυναίκα του.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς δέν εἶχε ἀσκηθεῖ στίς δοκιμασίες τοῦ βουνοῦ, ὅπως οἱ περισσότεροι συναγωνιστές του. Ὑπέφερε στίς κακουχίες, στίς διαρκεῖς ὁδοιπορίες μέ τόν ἀνεπαρκῆ ὕπνο, τίς καταρρακτώδεις βροχές, τήν ἀνεπαρκῆ σίτιση. Καί ὅμως δέν ἀσθένησε, σέ ἀντίθεση μέ πολλούς πολύ σκληραγωγημένους συντρόφους του. Κι αὐτό διότι διέθετε τεράστια ἀποθέματα ψυχικῆς ἀντοχῆς! Εἶχε θέσει ὡς ὑπόθεση ζωῆς νά φέρει εἰς πέρας μέ ἐπιτυχία τήν ἀποστολή πού εἶχε ἀναλάβει, γι᾿ αὐτό καί δέν τόν κατέβαλε καμιά ἀντιξοότητα. Οὔτε ἡ προδοσία οὔτε ἡ διστακτικότητα τῶν φίλων οὔτε ἡ διαρκής καταδίωξη τῶν Τούρκων οὔτε ὁ πρώιμος χειμώνας τοῦ 1904.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἦταν πρωτίστως ἄνθρωπος ὅπως ἡ Ἐκκλησία μας γνωρίζει νά καλλιεργεῖ διά τῆς πίστεως. Ἀποκαλύπτεται αὐτό στήν εὐσπλαγχνία του πρός τούς ἐχθρούς, ἀκόμη καί πρός εἰδεχθεῖς ἐγκληματίες. Ὅταν λίγο ἔξω ἀπό τό Στρέμπενο (Ἀσπρόγεια Φλώρινας) οἱ ἄνδρες του συνέλαβαν δυό ἐπικηρυγμένους δολοφόνους, ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του: «Δέν θά λησμονήσω ποτέ πόσο ὑπέφερα σήμερον τό ἀπόγευμα. Διαρκῶς ἐρωτοῦσα τόν ἑαυτόν μου ἄν εἶχα τό δικαίωμα ἐγώ νά συλλάβω οἱονδήποτε ἄνθρωπον, ὁσονδήποτε κακοῦργος καί ἄν εἶναι, νά τόν τραβήξω ἀπό τήν οἰκογένειάν του καί νά τόν φονεύσω! Καί διαρκῶς ἀπαντοῦσα ὄχι, ὄχι! Ἐγώ οὐδέν ἄλλο στήριγμα πλήν τῆς πρός τήν πατρίδα μου καί τό γένος μου ἀγάπης ἔχω. Ἀλήθεια πολύ θά τ᾿ ἀγαπῶ καί τά δυό, διότι, ἄν καί ὑποφέρω, καίτοι κλαίω, θ᾿ ἀφήσω νά γίνει ἐκεῖνο πού ἀπεφασίσθη». Καί, ὅταν λίγες ὧρες ἀργότερα ἀποδείχθηκε πώς οἱ συλληφθέντες δέν ἦσαν οἱ κυρίως ὑπεύθυνοι γιά τά ἄγρια ἐγκλήματα πού εἶχαν διαπραχθεῖ στήν περιοχή, αἰσθάνθηκε βαθειά ἀνακούφιση.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς μέ τήν ὀλιγοήμερη παρουσία του στά χωριά στό ἀνατολικό Βίτσι συνετέλεσε στό νά ἀναθαρρήσουν οἱ Ἕλληνες καί νά φύγουν περίτρομοι ἐκεῖνοι πού ἐνέχονταν σέ ἐγκλήματα. Ἡ λαχτάρα του γιά συντονισμό τοῦ ἀγώνα τόν ὤθησε νά πορευτεῖ βορειοδυτικά πρός τά Κορέστια καί ἀπό ἐκεῖ στήν περιοχή τῶν Πρεσπῶν, ὅπου δροῦσε ἄλλο ἀνταρτικό σῶμα. Δέν πρόλαβε νά διασχίσει τά Κορέστια. Τό βράδυ τῆς 13ης Ὀκτωβρίου, ὕστερα ἀπό εἰδοποίηση ἀπό μέρους τῶν Βουλγάρων, τουρκικό ἀπόσπασμα περικύκλωσε τό χωριό ὅπου κατέλυσε. Ἄρχισαν οἱ πυροβολισμοί καί σέ λίγο πάλι σιγή. Ὁ Παῦλος μέ τούς συντρόφους του βγῆκε στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ καί τότε δέχθηκε μία σφαίρα, τή μόνη πού τάραξε καί πάλι τή σιγή. Τά ὑπόλοιπα ζωντανεύουν ἀπό τό χέρι τῆς Ναταλίας Μελᾶ πού συζήτησε ἀργότερα μέ αὐτόπτες μάρτυρες: «Γύρισε ὁ Παῦλος πίσω λέγοντας: “Στή μέση μέ πῆρε, παιδιά”. Μπῆκε μέσα καί φώναξε τόν Πύρζα: “Νίκο, ποῦ εἶσαι;”. Ἔβγαλε τό σταυρό του ἀπ᾿ τό λαιμό του καί εἶπε: “Τό σταυρό νά τόν δώσης στή γυναῖκα μου καί τό τουφέκι, ὅπως σοῦ εἶπα, τοῦ Μίκη καί νά τούς πῆς ὅτι τό καθῆκον μου τό ἔκαμα”. Ἔβγαλε τό πορτοφόλι μέ τίς φωτογραφίες τῶν παιδιῶν του καί ξεζώστηκε. Τότε φάνηκαν τά αἵματα καί ἔπεσαν λίρες κατά γῆς, γιατί εἶχε τρυπήσει τό κεμέρι του ἡ σφαῖρα. Ἄρχισε νά πονεῖ ὁ Παῦλος κι ἔλεγε: “Σκοτῶστε με, παιδιά. Πῶς θά μ᾿ ἀφήσετε στούς Τούρκους;”. Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα πονοῦσε δυνατότερα, βογγοῦσε “πονῶ!”. Ὕστερα εἶπε μέ δυνατή φωνή: “Νίκο, ἐσύ πῶς θά μ᾿ ἀφήσης;”. Ὁ Πύρζας γονάτισε καί τόν ἐφίλησε στό στόμα καί τοῦ εἶπε: “Κοντά σου εἶμαι, καπετάνιε. Δέν σ᾿ ἀφήνουμε”. Καί τά χείλη τοῦ Παύλου ἦταν ψυχρά. “Πονῶ”, ἔλεγε ὁ Παῦλος καί ὠνόμαζε τά παιδιά του. Καί πάλι ἔλεγε: “Σκοτῶστε με”. Δέν μποροῦσε πιά νά κουνηθεῖ ἀπό τή θέση του. Καί τά παιδιά του δέν τά ὠνόμαζε πιά. “Πονῶ”, εἶπε σιγά καί ξεψύχησε». Ὁ θάνατος τοῦ παλληκαριοῦ ἀφύπνησε τήν κοιμωμένη συνείδηση τοῦ Γένους, τή συνείδηση τῶν ἐλευθέρων-σκλαβωμένων στόν ἐφησυχασμό καί τήν ἰδιοτέλεια. Καί τότε ὅλα ἄλλαξαν μέ μιᾶς. Νά πῶς τό ἀποδίδει ὁ ποιητής μας Παλαμᾶς στούς πολύ δυνατούς στίχους του:
Σέ κλαίει λαός. Πάντα χλωρό
νά σειέται τό χορτάρι
στόν τόπο πού σέ πλάγιασε
τό βόλι, παλληκάρι.
Πανάλαφρος ὁ ὕπνος σου.
Τοῦ Ἀπρίλη τά πουλιά σάν τοῦ σπιτιοῦ σου νά τ’ ἀκοῦς
λογάκια καί φιλιά.
Καί νά σοῦ φτάνουν
τοῦ σκληροῦ χειμώνα οἱ καταρράκτες
σάν τουφεκιοῦ ἀστραπόβροντα
καί τοῦ πολέμου κράχτες.
Πλατειά του ὀνείρου μας ἡ γῆ
καί ἀπόμακρη. Καί γέρνεις
ἐκεῖ καί σβεῖς γοργά. Ἱερή στιγμή.
Σάν πιό πλατειά τή δείχνεις
καί τή φέρνεις σάν πιό κοντά.
Ναί! Ἦρθε πιό κοντά ἡ πονεμένη γῆ τῆς Μακεδονίας, διότι πύρωσαν οἱ ψυχρές πρίν καρδιές μέ τή θέρμη πού μετέδωσε σέ ὅλους τό ψυχρό σῶμα τοῦ νεκροῦ παλληκαριοῦ.