Τί εἶχε συμβεῖ καί ἐξαγρίωσε τίς ἡρωικές γυναῖκες τῆς ἀκριτικῆς πόλης; Ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Καστοριᾶς, γράφει σχετικά στά ἀπομνημονεύματά του:
«Ὁ Βούλγαρος μητροπολίτης τοῦ Μοναστηριοῦ κατώρθωσε νά πάρει ἄδεια τοῦ Χιλμῆ πασᾶ κι ἔφθασε στήν Καστοριά μέ ἄφθονο χρῆμα καί ρουχισμό, ὁλόκληρη περιουσία. Εἶχε σκοπό στήνοντας τό στρατόπεδό του στήν Καστοριά καί συνεργαζόμενος μέ τό Κομιτᾶτο, ἀπό τή μιά μεριά νά ἐνθαρρύνει τούς χωρικούς κι ἀπ᾿ τήν ἄλλη νά ἀνασυστήσει τό βουλγαρικό γυμνάσιο Καστοριᾶς. Κι ἄν κατώρθωνε νά μείνει ἐκεῖ μερικούς μῆνες, ἀσφαλῶς ἡ διαμονή του στήν Καστοριά θά εἶχε πολύ δυσάρεστα ἀποτελέσματα γιά τόν Ἑλληνισμό...
Κάνομε συνεδρίαση τῆς δημογεροντίας κι ἀποφασίζομε νά τόν διώξωμε... Παραγγέλνω λοιπόν τήν ἄλλη μέρα νά ἔρθουν στή Μητρόπολη ὅλες οἱ γυναῖκες τῆς Καστοριᾶς... Καβαλικεύω καί τραβῶ στό διοικητήριο. Πίσω μου ἀκολουθοῦσαν καμιά χιλιάδα γυναῖκες... “Τί θά κάνουμε;”, ρωτῶ τόν καϊμακάμη. “Ἐγώ σέ ρωτῶ τί θά κάνουμε”, μοῦ ἀπαντᾶ αὐτός. “Δέν ἔχω ἀπάντηση. Ἤ θά φύγει ὁ Βούλγαρος ἤ θά πέσουμε ὅλοι”.
Πηγαίνοντας στό διοικητήριο εἴχαμε περάσει μέ φωνές καί ἀπειλές μπρός ἀπό τό σπίτι τοῦ Βούλγαρου μητροπολίτη, πού τό φύλαγε ἕνας λόχος στρατοῦ μέ ἐφ’ ὅπλου λόγχη. (Σημ. Ἐδῶ τραυματίστηκαν δύο τρεῖς γυναῖκες πού πιάστηκαν στά χέρια μέ τό στρατό). Καί αὐτό καί ἡ εἴσοδος τοῦ συλλαλητηρίου τῶν γυναικῶν στό διοικητήριο ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση κι ὁ καϊμακάμης δέν ἤξερε τί νά κάνει. Εὐτυχῶς τ᾿ ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα καί τοῦ καϊμακάμη καί τά δικά μου ἔφεραν τό ἀποτέλεσμά τους κι ἔφθασε ἡ διαταγή νά ἀπελαθεῖ ὁ Βούλγαρος. Ἡ δική μας δηλαδή ἦταν μιά εἰρηνική ἐπανάσταση... Ἐπειδή ὅμως καί τήν ἄλλη μέρα δέν φαινόταν διατεθειμένος νά φύγει (ὁ Βούλγαρος), ὁ καϊμακάμης πού ἔβλεπε τόν κόσμο στό ποδάρι ἔστειλε τήν ἀστυνομία καί τόν ἐσήκωσε, τόν ἔβαλε πάνω στ᾿ ἄλογο κι ἔφυγε».
Αὐτό τό περιστατικό, ὅπου πρωτοστάτησαν οἱ γυναῖκες μέ ἐμπνευστή τόν θρυλικό Γερμανό Καραβαγγέλη, ὁ λαός τό ἔκανε τραγούδι γιά νά περνᾶ ἀπό στόμα σέ στόμα ἡ ἱστορία καί νά μήν μποροῦν νά τήν παραχαράζουν οἱ ἔχοντες ποικίλα συμφέροντα:
«Τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ
χίλια ᾿νιακόσια τρία
τά μαγαζιά τῆς Καστοριᾶς
ἀρχίσαν νά δουλεύουν
κι ἐκεῖ πού ἐδουλεύανε
ἀκοῦνε τίς καμπάνες.
-Μά τί γιορτή ᾿ναι σήμερα,
ρωτοῦνε οἱ παπάδες.
-Οὔτε γιορτή ᾿ναι σήμερα
οὔτε καί πανηγύρι,
ὁ Βοϊβόντας ἔρχεται
μέ Βούλγαρο δεσπότη,
τι πέρασαν οἱ ἄθλιοι
πώς δῶ εἶναι Βουλγαρία.
Οὔτε Βουλγαρία εἶν᾿ ἐδῶ
οὔτε καί ἡ Σλαβία,
ἐδῶ τό λένε
Καστοριά - Ἑλλάς - Μακεδονία».
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 302-303