Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Β΄

Πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054

   Στόν δεύτερο τόμο τοῦ βιβλίου «Μελέτη Ἱστορική περί σχίσματος», ἐκδ. Π. Λεωνῆ, ἐν Ἀθήναις 1912, ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει μία σειρά ἀπό κείμενα, ἐπιστολές, ἀποσπάσματα χρονικῶν καί ἱστοριογραφιῶν τῆς σύγχρονης τῶν γεγονότων ἐποχῆς. Σ' αὐτά ἀποτυπώνεται τό πολιτικό, θρησκευτικό καί κοινωνικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, οἱ διαθέσεις ἀλλά καί τά μυστικά σχέδια τῶν πρωταγωνιστῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων. Σέ ὁρισμένα σημεῖα ὁ ἅγιος ἐκφράζει τήν ἀμφισβήτησή του, γιά τήν ἐγκυρότητα τῶν κειμένων, ἤ τήν προσωπική του ἐκτίμηση γιά πρόσωπα καί γεγονότα.

   Ἤδη στόν πρόλογο διατυπώνει τό συμπέρασμα τῆς ἐνδελεχοῦς ἔρευνάς του στίς ἱστορικές πηγές, σχετικά μέ τό σχίσμα: «Ἐάν τις ἐρευνήσῃ τά αἴτια ὅλων τῶν ἐρίδων καί τῶν σχισμάτων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν ἐσχάτων, θέλει εὕρει πρῶτον αἴτιον κινοῦν τά ἄλλα αἴτια τήν ἀρχήν τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα. Τό ζήτημα τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα εἶναι κυρίως εἰπεῖν τό ζήτημα τοῦ Σχίσματος».

   Τό συμπέρασμα αὐτό ἰσχύει ὄντως μέχρι σήμερα, ὅπως φάνηκε καί στό συνέδριο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν πού πραγματοποιήθηκε στήν Κύπρο τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009. Ἡ βασική ἐπιδίωξη τοῦ συνεδρίου ἦταν: «νά ἀναγνωριστεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί τά δογματικά θέματα θά τακτοποιηθοῦν ἐν καιρῷ»!

Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο

   Ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέν θεωρεῖ πιθανόν ὅτι, μετά τήν ἔνταση τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (9ος αἰ.), διαγράφηκε ὁ πάπας ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τά κείμενα πού τό ἰσχυρίζονται αὐτό περιέχουν ἱστορικές ἀνακρίβειες (βλ. σελ. 12-13). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν παπική ἕδρα καθ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ 10ου αἰώνα θά ἦταν δικαιολογημένη κάθε ἀντίδραση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, δέν σημειώθηκε καμία ἀντιδραστική κίνηση. Τοῦτο κατά τόν ἱστορικό Παπαρρηγόπουλο ἀποδεικνύει «τόν πόθο (τῶν ἀνατολικῶν) τοῦ νά μή μετακινήσωσι τό καθ’ ἑαυτούς τά ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καθεστῶτα καί νά μή δώσωσιν ἀφορμήν εἰς τήν διάστασιν, ὅσῳ εὐπροσώπους καί ἄν εἶχον πρός τοῦτο λόγους. Τούτου ἕνεκα ὑπέμειναν τά αἴσχη...».

   Ἀπό τόν Μέγα Φώτιο μέχρι τήν ἄνοδο τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου στόν πατριαρχικό θρόνο (1043), 150 ὁλόκληρα χρόνια, ἡ ἠθική κατάπτωση τῶν παπῶν δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἔχουν ἀλαζονικές ἀπαιτήσεις ἤ νά δημιουργοῦν προβλήματα στή σχέση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ἀναζωπύρωση ἐντάσεων

   Ἀκολουθώντας τήν ἐκτίμηση τοῦ Παπαρρηγόπουλου ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρουσιάζει ὡς ἀφορμή γιά τήν ἔναρξη τῶν νέων ἐντάσεων μία ἐπιστολή, τήν ὁποία συνέταξαν καί ἀπέστειλαν τό 1053 ὁ πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος καί ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος πρός τόν ἐπίσκοπο Τράνης. Ἡ ἐπισκοπή αὐτή ἀρχικά ἀνῆκε στήν Δύση, ἀλλά ἀπό τό 970 μεταβιβάστηκε στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σκοπός τῆς ἐπιστολῆς ἦταν ὁ ἔλεγχος τοῦ παραλήπτη ἐπισκόπου γιά τά ἄζυμα, τό πνικτόν, τήν νηστεία τοῦ Σαββάτου, καί ἄλλα λειτουργικά ἔθιμα, τά ὁποῖα τηροῦσε κατά τήν παράδοση τῶν παπῶν.

   Οἱ δυτικοί, οἱ ὁποῖοι πληροφορήθηκαν τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, προσβλήθηκαν ἀπό τά γραφόμενα γιά τά ἔθιμά τους. Ὁ ἴδιος ὁ πάπας Λέων Θ΄ ἀπάντησε ἐξοργισμένος, κατηγορώντας μέ τήν σειρά του τούς ἀνατολικούς γιά αἱρέσεις καί πλάνες. Στίς ἐπιστολές πού ἀκολούθησαν ἐκ μέρους τοῦ πατριάρχη καί τοῦ αὐτοκράτορα κυριάρχησε ἕνα ἤπιο πνεῦμα. Ὁ πάπας ὅμως ἔστειλε στήν Κων/πολη νέες ἐπιστολές καί τρεῖς ἐκπροσώπους του (βλ. σελ. 18-21).

Τό σχίσμα τοῦ 1054

   Ὁ καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ἐπικεφαλῆς τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας, ἔχοντας φιλεριστικές τάσεις, ὅταν ἔφθασε στήν Κων/πολη, συνέταξε καί δημοσίευσε ὑβριστικά κείμενα κατά τοῦ πατριάρχη καί τοῦ μοναχοῦ Νικήτα Στηθάτου. Ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτήν τήν πρόκληση ὁ αὐτοκράτορας ὑποχρέωσε τόν Στηθάτο νά ἀποδοκιμάσει ἐπισήμως ὅσα εἶχε γράψει κατά τῶν ἀζύμων. Ὁ δέ πατριάρχης Μιχαήλ ἐπέμεινε στήν ἄποψη ὅτι γιά τίς κατηγορίες-συκοφαντίες καί τίς διαφορές τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔπρεπε νά ἀποφανθεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα.

   Ἀλλά ἡ μετριοπαθής αὐτή στάση δέν ἔφερε τά ἐπιθυμητά ἀποτελέσματα. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα, σύμφωνα μέ τόν Παπαρρηγόπουλο, «ἐξ ἀρχῆς ἐφάνη ὅτι δέν εἶχον ἔλθει εἰς Κων/πολιν, εἰμή ἵνα προξενήσωσι σκάνδαλα». Ἔτσι φθάνουμε στήν ἀποφράδα μέρα τῆς 16ης Ἰουλίου 1054.

   Ἐνῶ ὁ πατριάρχης τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ Οὐμβέρτος καί οἱ περί αὐτόν μπῆκαν μέ πομπώδη τρόπο στόν ναό. Τόν διέσχισαν μέ ἀπρέπεια καί ἰταμή ἀσέβεια στό μυστήριο πού τελοῦνταν καί φθάνοντας στήν ἁγία Τράπεζα κατέθεσαν τόν ἀφορισμό τοῦ πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Θαυμάζει ὁ Παπαρρηγόπουλος: «Ὁπόση ἦτο ἡ ἀνοχή καί ἡ μετριοπάθεια τῶν ἡμετέρων οὐδέποτε ἀπεδείχθη λαμπρότερον ἤ κατά τήν φοβεράν ἐκείνην στιγμήν, καθ’ ἥν ἕν νεῦμα τοῦ πατριάρχου ἠδύνατο νά ἐπαγάγῃ δεινήν τῆς κακουργίας τιμωρίαν». Κι ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας καί ὁ πατριάρχης ἐξάντλησαν κάθε τρόπο συνδιαλλαγῆς μέ τούς ταραξίες, ὁ λαός τῆς Κων/λεως ἐξοργιζόταν μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί περισσότερο. Ὁ αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νά προτρέψει τούς παπικούς νά φύγουν τό γρηγορότερο ἀπό τήν Πόλη. Παραταῦτα δέν πρόλαβε τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία πολύ δύσκολα κατευνάστηκε.

   Ἀξιοθαύμαστη εἶναι καί ἡ περαιτέρω στάση τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ὁ ὁποῖος σέ σχετική ἐπιστολή του στόν πάπα δέν δίνει καμία λαβή γιά τήν συνέχιση τῆς ἐχθρότητας. Θεωρεῖ μάλιστα τό περιστατικό ὑποκινούμενο ἀπό πολιτικούς παράγοντες -ξένους πρός τήν παπική ἕδρα- πού ἐπηρέαζαν τίς κινήσεις τοῦ καρδινάλιου Οὐμβέρτου.

   Ἤπια καί διαλλακτική ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ πατριάρχη σέ ὅσα προηγήθηκαν τοῦ ἀφορισμοῦ ἀλλά καί σέ ὅσα ἀκολούθησαν (βλ. σελ. 28-33). Εἶναι, λοιπόν, ἄδικη ἡ κατηγορία πού πλανᾶται μέχρι τίς μέρες μας, ὅτι ὁ ἀπότομος, φιλόδοξος καί ἄκαμπτος χαρακτήρας τοῦ πατριάρχη ὁδήγησε στό σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι πατριάρχες, φέρθηκαν μέ σύνεση καί λεπτότητα κάθε φορά πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν τίς παρεκκλίσεις τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀντιμετώπισαν τόν ἑκάστοτε πάπα σάν ἀπομονωμένο ἀντίπαλο. Στάθηκαν μέ σεβασμό μπροστά σέ μία τοπική Ἐκκλησία πού ἀριθμοῦσε πολλές χιλιάδες πιστῶν. Ψυχές, μέλη τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν», κινδύνευαν ἀπό τό σκανδαλισμό. Γι' αὐτό οἱ ὑπεύθυνοι ἀπό πλευρᾶς τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δέν λειτούργησαν σπασμωδικά οὔτε υἱοθέτησαν ἀδιάλλακτη στάση ἐξ ἀρχῆς. Ἐπέδειξαν ἰδιαίτερη ὑπομονή καί συγκατάβαση ἀκόμη καί στίς ἐξωφρενικές ἀπαιτήσεις τῶν παπῶν.

 Στέργιος Ν. Σάκκος