Ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια κύλησαν ἀπό τόν ἡρωικό θάνατο τοῦ ταγματάρχη Ἰ. Βελισσαρίου, πού στίς 12 Ἰουλίου 1913 ἔπεσε γενναῖα στό ὕψωμα 1.378. Ἡ μορφή του σημαδεύει τούς δύο νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Στήν Ἐλασσόνα, στό Σαραντάπορο, στή Θεσσαλονίκη, στά Γιάννενα, στόν Λαχανᾶ, στό Μπέλες, στά στενά τῆς Κρέσνας στήνει παντοῦ τρόπαια ἑλληνικῆς δόξας.
Ἀπό τήν Κύμη τῆς Εὐβοίας ἡ καταγωγή του. Τελειώνει τή Στρατιωτική Σχολή Ὑπαξιωματικῶν μέ τόν βαθμό τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ πεζικοῦ. Θαυμαστή ἡ φιλομάθεια καί γλωσσομάθειά του. Κατέχει τή γαλλική, ἀγγλική, γερμανική, ρωσική γλῶσσα καί ὅλες τίς βαλκανικές. Μάλιστα, ὅταν ἐπισκέπτονται τήν Ἀθήνα γερμανοί ἀξιωματικοί, ὁ Βελισσαρίου εἶναι ὁ μόνος νεαρός ἀξιωματικός πού ξέρει γερμανικά καί ἀναλαμβάνει νά τούς ξεναγήσει στούς ἀρχαιολογικούς χώρους. Οἱ Γερμανοί μένουν κατάπληκτοι ἀπό τήν πολυμάθειά του, νομίζοντας ὅτι εἶναι καθηγητής τῆς Ἀρχαιολογίας.
Στούς Βαλκανικούς Πολέμους κινεῖται μεγαλόπρεπα πάνω σ’ ἕνα μαῦρο ἄλογο, ἐντελῶς ἐκτεθειμένος στά πυρά τοῦ ἐχθροῦ, καί γι’ αὐτό τόν ἀποκαλοῦν «μαῦρο καβαλάρη». Στό ἀριστερό του χέρι φορᾶ πένθος, γιατί ἔχασε τό μονάκριβο ἀγοράκι του σέ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν.
Τήν αὐλαία τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου ἀνοί- γει ἡ μάχη τῆς Ἐλασσόνας καί τά στενά τοῦ Σαρανταπόρου. Ὁ Βελισσαρίου ὡς ταγματάρχης συμμετέχει ἐνεργά. Τό τάγμα του εἶναι σέ ἐφεδρεία, ἀλλά τήν ὥρα τῆς ἐπίθεσης ὁρμᾶ καί βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή. Πετυχαίνει νά προκαλέσει σύγχυση καί ὑποχώρηση τοῦ ἐχθροῦ. Ἔτσι τά στενά τοῦ Σαρανταπόρου δέν ἔγιναν «ὁ τάφος τῆς Ἑλλάδος», ὅπως εἰρωνικά διακήρυτταν οἱ ἀντίπαλοι, ἀλλά ἡ δόξα της. Δάφνες ἀμάραντες στεφανώνουν ὅλους ἐκείνους τούς προγόνους μας, πού παρελαύνουν νικηφόρα σ’ ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά τῆς πολύπαθης Μακεδονίας καί χαρίζουν, ὕστερα ἀπό πέντε αἰῶνες, τό ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς λευτεριᾶς στά σκλαβωμένα ἀδέλφια μας.
Μά καί τ’ ἀθάνατα ἠπειρωτικά βουνά, τό ἔνδοξο Σούλι, καρτεροῦν τό γλυκοχάραμα τῆς λευτεριᾶς. Συγκινητικό τό γράμμα πού στέλνει ὁ Βελισσαρίου στούς δικούς του στήν Κύμη, διαποτισμένο μ’ ἕνα πνεῦμα αὐτοθυσίας καί αὐταπάρνησης. «Πόσον εὐτυχής εἶμαι πού πηγαίνω πρός τήν Ἤπειρον, πρός τήν ἁγνοτέραν περιοχήν τῆς Πατρίδος μας καί πόσον εὐτυχέστερος θά ἤμουν, ἄν αὐτό τό εὐτελές σαρκίον μου τό θυσιάσω ἐκεῖ. Ὅσην ἀξίαν ὅμως καί ἄν ἔχει ἡ θυσία αὐτή, ἄν εὐδοκήσῃ ὁ Θεός καί τήν δεχθῇ, εἶναι πολύ ταπεινοτέρα ἐκείνης πού ἀναδίδεται ἀπό τό τραγικόν μεγαλεῖον μιᾶς ἁπλῆς καί ἀγραμμάτου γυναίκας τοῦ Ζαλόγγου πού εἰς οὐδεμίαν σχολήν στρατιωτικῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου εἶχεν φοι- τήσει, ἔμαθε ὅμως νά ἄγεται πρός τήν αὐτοθυσίαν ἐν ᾄσματι καί ἐν χορῷ».
Ὁ ρόλος του γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων εἶναι καθοριστικός. Πάσῃ θυσίᾳ πρέπει νά πέσουν πρῶτα τά ξακουστά ὀχυρά τοῦ Μπιζανίου, γιά νά πατήσουν τήν πόλη. 20 Φεβρουαρίου 1913. Μέρα γενικῆς ἐπίθεσης μέ παγωνιά φοβερή καί χιονοθύελλα ἀσταμάτητη. Ὁ Βελισσαρίου, ἀξιωματικός πάντα τῆς πρώτης γραμμῆς, ξεδιπλώνει στίς ἐπιχειρήσεις τίς πολεμικές του ἀρετές. Στίς πιό ἀντίξοες συνθῆκες ἐμπνέει τεράστιο κουράγιο στούς ἄνδρες του, στό 1ο Σύνταγμα Εὐζώνων. Ἕνα-ἕνα τά εὐζωνάκια του πατοῦν τά ὀχυρά τῆς Τσούκας, τῆς Μα-νωλιάσας, τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Διασχί- ζουν τέλματα καί τάφρους καί τό σῶμα τους βυθίζεται στή λάσπη. Σκιαγμένοι οἱ Τοῦρκοι ἀπό τά σφυροκοπήματα τῶν Ἑλλήνων τρέχουν πρός τήν πεδιάδα τῆς Ραψίστας νά σωθοῦν. Ἀπό πίσω τους σκορ- ποῦν πανικό τά δύο γενναῖα εὐζωνικά τάγματα μέ τούς θρυλικούς ταγματάρχες Ἰ. Βελισσαρίου καί Γ. Ἰατρίδη. Στέλνεται διαταγή στόν Βελισσαρίου νά καθηλωθοῦν στή Ραψίστα. Εὐτυχῶς ὅμως δέν ἔφθασε ποτέ αὐτή ἡ διαταγή, διότι ἡ διοίκηση ἀδυνατεῖ νά παρακολουθήσει τήν ἀστραπιαία ταχύτητα τοῦ ριψοκίνδυνου Βελισσαρίου. Ἀπ᾽ ὁλόκληρη τή φάλαγγα μόνον τά δύο εὐζωνικά τάγματα καταδιώκουν σάν ἀετοί τόν ἐχθρό, πού τρέχει πανικόβλητος στά Γιάννενα. Μές στό ἀλάφιασμά του νομίζει πώς κατέφθασαν ἔξω ἀπό τά Γιάννενα ὅλα τά στρατεύματά μας. Ποῦ νά ’ξερε σέ τί ἐπικίνδυνη θέση βρίσκονται τά εὐζωνάκια, κάτω ἀπό τό «στόμα τοῦ λύκου», ἔχοντας παρεισφρύσει στίς γραμμές τοῦ ἐχθροῦ!
Στό στρατηγεῖο τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου ἐμφανίζεται μές στή νύχτα ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης καί δύο τοῦρκοι ἀξιωματικοί, πού τούς συνοδεύει ὁ Βελισσαρίου. Φέρνουν ἐπιστολή τοῦ Ἐσσάτ πασᾶ γιά τήν παράδοση τῆς πόλης στόν ἑλληνικό στρατό. Κι εἶναι καταπληκτικό, νά ὑπογράφεται τό πρωτόκολλο παράδοσης τή στιγμή πού τό Μπιζάνι δέν εἶχε πέσει ἀκόμη! Γλυκοχαράζει ἡ 21η Φεβρουαρίου καί τά Γιάννενα ἀνασαίνουν ἐλεύθερα. Στήν ἐπιστροφή ρωτοῦν οἱ τοῦρκοι ἀξιωματικοί τόν Βελισσαρίου ποῦ βρί- σκονται τά ἑλληνικά στρατεύματα. Κι αὐτός τούς ἀπαντᾶ: «ἐπί ὑψωμάτων». «Μά δέν μᾶς ἐλέγατε τήν νύκτα ὅτι εἶχον κατέλθει εἰς τήν πεδιάδα;». «Ὄχι», τούς λέει, «εἰς τήν πεδιάδα μόνον ἡμεῖς εἴχομεν κατέλθει». Τότε οἱ ἀξιωματικοί δαγκώνουν τά χείλη τους, συνειδητοποιών- τας τό πάθημά τους, καί τοῦ λένε:«Κύριε Ταγματάρχα, πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ἡ τιμή τῆς παραδόσεως τῶν Ἰωαννίνων ὀφείλεται εἰς ὑμᾶς». Κι ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος, ὅταν συναντιέται μέ τόν τολ- μηρό ταγματάρχη κι ἐνημερώνεται γιά τίς παράτολμες ἐνέργειές του, συγκινημένος τοῦ λέει:«Βελισσαρίου, εἶσαι ἄξιος ραπίσματος ἀλλά καί φιλήματος. Ἐγώ ἀρκοῦμαι εἰς τό φίλημα». Σκύβει τότε ὁ ἀρχι- στράτηγος καί ἀσπάζεται τόν ἥρωα. Ἀπό τότε τ’ ὄνομά του γίνεται θρύλος.
Στόν Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ἑτοιμάζεται ν’ ἀντιμετωπίσει τούς Βουλγάρους μέ τούς ἀγαπημένους του εὐζώνους. Ἔρχεται τότε στό Ἀσβεστοχώρι νά τόν ἀποχαιρετήσει ἡ σύζυγός του Χαρίκλεια. Μόλις ἀνταμώνουν, ἐκεῖνος τῆς φωνάζει: «Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς». Ἡ δύσμοιρη ἀποχωρεῖ καί δέν τόν ξαναβλέπει πιά. Στή μάχη τοῦ Λαχανᾶ, 19 Ἰουνίου 1913, κινεῖται ἔφιππος, ἀκάλυπτος κι ἐμψυχώνει τά παλληκάρια του. Σέ δύο μέρες ὁ ταγματάρχης Βελισσαρίου μπαίνει μέ τό τάγμα του θριαμβευτής στόν Λαχανᾶ, προκαλώντας πανικό στίς τάξεις τῶν Βουλγάρων. Τό τάγμα τοῦ Βελισσαρίου ἀποκτᾶ αἴγλη, γίνεται ἀήττητο, πρωτοπόρο καί διατάσσεται συνεχῶς νά ἀναλάβει δυσκολότερες ἀποστολές. Μάχεται ἀδιάκοπα ἀπό τίς 19 Ἰουνίου μέχρι τίς 7 Ἰουλίου, καταλαμβάνοντας ὑψώματα καί τρέποντας σέ φυγή τόν βουλγαρικό στρατό. Μία ἀπό τίς πιό δύσκολες μάχες εἶναι ἡ μάχη τῆς Κρέσνας κι ἡ κατάληψη τοῦ ὑψώματος 1.378 στήν Ἄνω Τζουμαγιά. Τά εὐζωνάκια λένε στόν ταγματάρχη τους: «Δέν ἔχομεν πυρομαχικά». Κι αὐτός τούς δίνει τή λύση. «Δέν ὑπάρχουν πέτρες;». Μέ πέτρες, ὀγκόλιθους, βράχους χτυποῦν τούς Βουλγάρους. Στήν πιό κρίσιμη στιγμή τῆς μάχης φωνάζει: «Ὅποιος θέλει τή νίκη ἤ ἀλλιῶς τόν θάνατο, ἄς μέ ἀκολουθήσει». Ἀναθαρροῦν οἱ εὔζωνοι. Ὁρμοῦν ἀκάθεκτοι. Τά ἐχθρικά πολυβόλα θερίζουν καί ρίχνουν κάτω στό ἔδαφος τόν ἀρχηγό βαριά τραυματισμένο. Εἶναι 12 Ἰουλίου 1913. Στό ὀρεινό χειρουργεῖο ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή ὁ λαμπρός ταγματάρχης. Τρεῖς μέρες ἀργότερα ἡ ἑλληνική σημαία ἀνεμίζει στό ὕψωμα 1.378. Ἡ νικημένη Βουλγαρία ὑπογράφει ἀνακωχή μέ τήν Ἑλλάδα. Οἱ ἀπαράμιλλοι ἀγῶνες του δικαιώνονται.
Ὅταν ὁ βασιλιάς Κωνσταντῖνος πληροφορεῖται τόν θάνατό του, λέει: «Τοιοῦτοι ἥρωες δέν ζοῦν πολύ, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσουν πολύ. Αὐτός εἶναι ὁ ζηλευτός, ὁ πλέον ζηλευτός θάνατος. Δέν χρειάζονται συλλυπητήρια. Φέρτε μου χαρτί νά συγχαρῶ τή γυναίκα του». Τῆς στέλνει τηλεγράφημα μέ τίς χαρακτηριστικές λέξεις: «Χαιρετίζω τόν Ἥρωα τῶν Ἡρώων».
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 185-187