Χτυπᾶτε, εἶμαι Ἕλληνας παπάς

 iereus Στόν τόπο μας ἡ ἱστορία τῆς κατοχῆς ἔχει συνδεθεῖ μέ ἀξιόλογες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες. Μία ἀπ᾿ αὐτές, πού κατατάχθηκε ἤδη στή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων, εἶναι ὁ βαθιά πιστός ἀλλά καί ἑλληνόψυχος ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Κρόκο Κοζάνης, Ἰωακείμ Λιούλιας. Τόν θυμηθήκαμε πάλι, καθώς ξεφυλλίζαμε τό βιβλίο τοῦ Διονυσίου Χαραλάμπους «Μάρτυρες».
  Ὁ Διονύσιος Χαραλάμπους, ὀρθόδοξος κληρικός, συμφοιτητής τοῦ π. Ἰωακείμ, πέρασε τρία ὁλόκληρα χρόνια σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν. Οἱ δύο συμμαθητές συναντήθηκαν στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ Θεσσαλονίκης. Ἀξίζει ἐδῶ νά μεταφέρουμε κάποιες ἀπό τίς σελίδες τοῦ προσωπικοῦ ἡμερολογίου τοῦ π. Διονυσίου:
  «6 Μαΐου 1943. Μεσημέρι. Κάποιος φωνάζει ἀπό τό παράθυρο: "Δέν βγαίνεις, πάτερ; Ἔφεραν κι ἄλλους παπάδες". Βγαίνω γρήγορα. Μέ πλησιάζουν. Νιώθω μιά ξαφνική συγκίνηση. Ὁ ἕνας συμμαθητής μου, ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Χρόνια εἴχαμε ν᾿ ἀνταμώσουμε καί νά τώρα, πῶς ἦρθαν τά πράγματα, νά συναντηθοῦμε ἐδῶ μέσα!
  Μέ τραβᾶ μέ τρόπο παράμερα.
  - Δουλεύω καλά, μοῦ λέει, γιά τή λευτεριά τῆς σκλαβωμένης πατρίδας. Θά σοῦ πῶ ὕστερα λεπτομέρειες. Δέν ξέρω ὅμως πῶς μᾶς πρόδωσαν καί χθές τά μεσάνυχτα ἦρθαν οἱ Γερμανοί καί μέ σήκωσαν μέ τίς κλωτσιές ἀπό τό κρεβάτι. Οὔτε τά ροῦχα μου δέν ἐπέτρεψαν νά φορέσω. Τά ᾿φερε ὕστερα ἡ μάνα μου στό κρατητήριο. Καί σήμερα μέ τόν παπά τόν ἄλλο καί τούς ὑπόλοιπους, πού εἶναι οἱ περισσότεροι ὑπάλληλοι καί ἔμποροι τῆς Κοζάνης, μᾶς κουβάλησαν ἐδῶ.
  Τόν κατατοπίζω κι ἐγώ καί τοῦ συνιστῶ προσοχή στήν ἀνάκριση».
  Τό πῶς δούλευε γιά τή σκλαβωμένη πατρίδα τό γνωρίζουμε ἀπό τίς μαρτυρίες πολλῶν Κοζανιτῶν. Τό Πάσχα τοῦ ᾿43 ἐκφωνεῖ στήν κεντρική πλατεία τῆς Κοζάνης ἱστορικό καί μνημειώδη λόγο γιά τήν «αἰωνία Ἑλλάδα» καί τελειώνει μέ τούτη τή φράση: «Χριστός Ἀνέστη! Θ᾿ ἀναστηθοῦμε, ἀδελφοί μου». Λίγες μέρες ἀργότερα, στίς 2 Μαΐου, γιορτή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁμιλεῖ σέ πλῆθος κόσμου, πού ἐκκλησιάστηκε στό ἐξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μέ θέμα: «Ἄνοιξη, Ἀνάσταση, Ἐλευθερία». Τίμημα τῆς παρρησίας του εἶναι ἡ αἰφνιδιαστική σύλληψή του στίς 5 Μαΐου 1943 καί ἡ μεταφορά του στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά παρακολουθήσουμε ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ συγκρατούμενου π. Διονυσίου:
  «3 Ἰουνίου. Ἕνα αὐτοκίνητο τῆς Γκεστάπο, μαῦρο σάν τίς μαῦρες ψυχές τῶν ἀφεντικῶν του, ἦλθε καί μᾶς πῆρε τόν Ἰωακείμ. Ποῦ τόν πάει; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, πού ξέρουν, λένε πώς τόν πηγαίνουν στό 501. Ἐκεῖ πού δοκιμάζει κανείς σ᾿ ὅλη της τήν ἔκταση τή σκληρότητα καί τήν κτηνωδία τῶν χωρίς Χριστόν ἀνθρώπων τοῦ Χίτλερ.
  Ὁ Θεός, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βοηθήσει σέ τέτοιες περιστάσεις τόν ἄνθρωπο, ἄς τόν βοηθήσει».
  Δύο μέρες ἀργότερα, συναισθανόμενος πώς ἔρχεται τό τέλος, γράφει στόν μητροπολίτη Κοζάνης τό παρακάτω γράμμα, στό ὁποῖο δείχνει τό ἀδούλωτο φρόνημα, πού τοῦ ἐνέπνευσε ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ προσήλωση στίς παραδόσεις τῆς φυλῆς.
 «5 Ἰουνίου 1943
 Πρός τόν Μητροπολίτην
 Κοζάνης Ἰωακείμ
 Σεβασμιώτατε,
  Φαίνεται ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα ἀποδημίας μου εἰς Κύριον. Οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς θά μᾶς ὁδηγήσουν σήμερα ἤ αὔριο στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Αἰσθάνομαι ὑπερήφανος, Ἀρχιεπίσκοπέ μου, πού πεθαίνω γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, καί πού ἀντιπροσωπεύω μέσα στή θυσία τοῦ Ἔθνους τόν ἑλληνικό κλῆρο μέ τήν ἔνδοξη παράδοση, πού μᾶς ἄφησε ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Σαμουήλ, ὁ Ἠσαΐας ἀπ᾿ τά Σάλωνα καί σεῖς ὁ ἴδιος συνεχίζετε ἀκόμη καί σήμερα τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους.
 Σᾶς φιλῶ τό χέρι ὁ ἐν Χριστῷ καί ἀγῶνι ἀδελφός Ἰωακείμ».
 Ὕστερα ἀπό ἕνα σχεδόν μῆνα, στίς 2 Ἰουλίου, ὁδηγεῖται στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Ἀλλ᾿ ἄς ἀφήσουμε καί πάλι τόν π. Διονύσιο Χαραλάμπους νά μᾶς μεταφέρει στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ:
 «2 Ιουλίου. Μιά κλούβα περνᾶ μέ βία τή μεγάλη πορτάρα καί τραβᾶ κατά πάνω μας. Ξεχωρίζουμε μέσα "πεταλάδες"... Τά μάθαμε... Πῆραν τριανταδυό ἀπό δῶ καί δεκαοκτώ ἀπό τίς ἄλλες φυλακές...
 4 Ιουλίου. Θετικές πιά καί ἐξακριβωμένες πληροφορίες βεβαιοῦν τήν ἐκτέλεση τοῦ πατρός Ἰωακείμ. Ἕνας, μάλιστα, πού παρακολουθοῦσε ἀπ᾿ τόν κῆπο του ἐκεῖ κοντά τό δράμα, λέει πώς ἄνοιξε τήν τελευταία στιγμή τά στήθια του καί φώναξε δυνατά:
 - Χτυπᾶτε! Εἶμαι Ἕλληνας παπάς. Πεθαίνω γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Πατρίδα. Ὁ ἴδιος λέει ἐπίσης πώς μετά τήν ἐκτέλεση οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος παίζαν φούτμπώλ μέ τό καλυμμαύχι του.
 Τόν κλαίω καί τόν μακαρίζω συγχρόνως. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχασε ἕναν καλό στρατιώτη καί τό Ἔθνος ἕναν πατριώτη μέ ἀλύγιστο ἐθνικό φρόνημα.
 Μοῦ ᾿λεγε προχθές, πού γινόταν λόγος γι᾿ αὐτόν, κάποιος πού τούς πῆγαν μαζί στό 501:
 "Ὅταν φθάσαμε ἐκεῖ, μᾶς πῆραν στήν ἀνάκριση χωριστά. Μετά δυόμισυ ὧρες περίπου μᾶς κατέβασαν. Ἀντίκρυσα τότε ἕναν πατέρα Ἰωακείμ ὁλότελα παραμορφωμένο ἀπ᾿ τό ξύλο. Χωρίς ράσο κι ἀντερί. Τά κρατοῦσε τσαλακωμένα στ᾿ ἀριστερό του χέρι. Μᾶς τράβηξαν καί μᾶς πέταξαν, ἐμένα στό 9 κι ἐκεῖνον στό 6. Το παραθυράκι τοῦ κελλιοῦ μου ἔβλεπε στήν αὐλή. Ἔτσι, κάθε πρωί παρακολουθοῦσα ὅλους ὅσους βγάζαν γιά ἔργα. Ἦταν ἀρκετοί. Ἐκεῖνος πού περισσότερο τραβοῦσε τήν προσοχή μου ἦταν ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Περπατοῦσε καμαρωτός, πάντα μέ ψηλά τό κεφάλι. Στήν ὄψη του ἦταν ἁπλωμένη ἡ χριστιανική ἠρεμία καί γαλήνη. Κι ὅλο σιγόψαλλε ὄμορφα καί κατανυκτικά".
 Κάποιος ἄλλος πάλι, πού κι αὐτός ἔμενε μαζί του, μοῦ εἶπε σήμερα:
 "Ἄ, ὁ πατήρ Ἰωακείμ ἦταν κληρικός ἀπ᾿ τούς σπάνιους. Ὅλες τίς μέρες, πού ἔμενε ἐκεῖ, ἔψαλλε καί προσευχόταν μέ εὐλάβεια. Εἶχε βαθειά πίστη κι αὐτό τόν ἔκανε νά μή χάσει τό θάρρος του ὥς τήν τελευταία στιγμή. Ὅλοι μας τόν θαυμάζαμε. Ὅταν μιά μέρα ὁ γερμανός φρουρός πειράζοντάς τον τοῦ εἶπε κάτι περιφρονητικό γιά τόν κλῆρο, αὐτός μ᾿ ἕνα ἀξιοθαύμαστο θάρρος ἀπάντησε:
 - Εἶμαι Ἕλληνας κληρικός"».
  Πόση εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στό τιμημένο ράσο! Μόνον ἐχθροί τοῦ Γένους μποροῦν νά τό περιφρονοῦν.

Ἀπ. Παπαδημητρίου