Ξετρελαθῆκαν σήμαντρα, καμπάνες
νά διαλαλοῦν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης
Χριστός Ἀνέστη!
Ὦ Πάσχα τῶν προγόνων μου τερπνόν
ἑλληνικό ὥς τίς ρίζες πανηγύρι
καί πάντα ὀρθόδοξο
στίς λαμπροφόρες ἐκκλησιές μας τίς βυζαντινές.
Καί γύρω ἄλλος τρισμέγιστος ναός
μέ θόλο τόν βαθύ οὐρανό.
Στή ρεματιά ξεχάστηκε τ’ ἀηδόνι
τή νέα ζωή στίς τρίλιες του νά ψέλνει,
μαγευτικά ἠχοχρώματα δοξαστικά.
Ἡ γῆ στόν καταπληχτικό ἀργαλειό της,
μιά μυροφόρα ἀλλιώτικη κι αὐτή,
ἐργάζεται τό ἐργόχειρό της νύχτα-μέρα
θαμπωτικά κεντίδια, καί σαστίζουνε τά μάτια.
Στοῦ ἥλιου τήν ὥρα μές στό φῶς
κατρακυλᾶνε τά νερά ἀρωματισμένα
καθώς ν’ ἀντισταθοῦνε δέν μποροῦν
στή γοητεία τῆς θάλασσας, πολύβουης καί μεγάλης.
Ὦ Πάσχα, τῶν παιδιῶν χαρά καί τῶν γερόντων,
γλυκό σάν τῆς Ἀγάπης τό φιλί,
μιλᾶς μές στήν καρδιά μου καί τήν ἀνασταίνεις.
Ἰ. Ἀ. Νικαλαΐδης