Μές στῆς ζωῆς μου τό χειμώνα
ὥς τά βαθιά χαράματα θά Σέ προσμένω,
πότε νά ᾿ρθεῖς καί πάλι,
ν᾿ ἀλλάξεις γύρω μου κι ἐντός μου τό τοπίο.
Τότε θά πάρουνε τά χιόνια μιά ἄλλη λάμψη,
θά γίνουν τά γυμνά κλαδιά ποιμενικές φλογέρες
κι ἀντί φοβέρες βουερές ὁ ἀγέρας ν᾿ ἀπειλεῖ,
τῆς παραδείσιας βιοτῆς μηνύματα θά φέρνει.
Στ᾿ ἀγγελικό τροπάρι τῆς εἰρήνης
σά φύλλα θά σκορποῦν κιτρινισμένα οἱ ἔγνοιες
κι ἡ κρύα καρδιά τή θαλπωρή θά νιώσει τῆς ἀγάπης
καί τή δική της γλώσσα θά μιλήσει.
Ὤ, μήν ἀργεῖς, Σέ καρτερῶ μ᾿ ἀδημονία,
μεγάλη Προσδοκία τῶν ἐθνῶν
μά καί δική μου!
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης