Ἡ Κυριακή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας πού ἀφιερώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τήν ἀρχή, στήν λατρεία τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί φέρει αὐτό τό ὄνομα: Κυριακή· ἡμέρα Κυρίου. Βέβαια, ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι ἀφιερωμένος στόν Κύριο. Ὄχι μόνον ἐπειδή εἶναι ἀποκλειστικά δῶρο δικό του, ἀλλά καί ἐπειδή, ἐφόσον τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς κύριό μας καί ὑποτασσόμαστε σ’ Αὐτόν ὡς δοῦλοι, δέν μᾶς ἀνήκει τίποτε. Ὅλα, καί ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός ἀκόμη, εἶναι περιουσία Ἐκείνου πού μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου μέ τίμημα τό αἷμα του∙ τό αἷμα τοῦ Θεοῦ. «Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α΄ Κο 6, 20), τονίζει μέ δέος ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἄφατη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ! Ἔκφραση τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης του. Ὡστόσο, ἐπειδή στόν κόσμο αὐτό δεσμευόμαστε ἀναπόδραστα ἀπό τήν ροή τῶν καιρῶν καί τῆς ἱστορίας, προσεγγίζουμε τά χαρίσματά Του «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α΄ Κο 13,12), δηλαδή ὄχι ὅπως εἶναι, ἀλλ’ ὅπως μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ περιορισμένες δυνατότητές μας. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό σύμβολα. Ὁ ὅρος «σύμβολο» στήν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἰδίως τῆς λατρείας της, δέν σημαίνει τήν σχηματοποίηση, τήν εἰκόνα μιᾶς ἰδέας, ἀλλά τήν αἰσθητή ἀποκάλυψη μιᾶς μεταφυσικῆς πραγματικότητας. Ἡ εἰκόνα φερ’ εἰπεῖν τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας τύπος πού μᾶς θυμίζει τόν Χριστό, πού σχηματοποιεῖ ἁπλῶς τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά ἕνα παράθυρο γιά νά διακρίνουμε τήν παρουσία του∙ ὅτι εἶναι ἐδῶ, παρών. Γι’ αὐτό καί ὅταν τήν προσκυνοῦμε, «ἡ τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Ἐπίσης ἡ ἑορτή, ἐπί παραδείγματι, τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἕνα σύμβολο πού μᾶς ἀποκαλύπτει τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καί μᾶς καλεῖ μέσῳ τῆς λατρείας νά μετάσχουμε σ’ αὐτό «ἐδῶ καί τώρα». Γι’ αὐτό καί ψάλλουμε: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου...». Τόν βλέπουμε, δηλαδή, νά γεννιέται ὡς ἄνθρωπος σήμερα, ὄχι κάποτε∙ τό θαῦμα πού λέγεται «ὀρθόδοξη λατρεία», σπάει τά δεσμά τοῦ χωροχρόνου καί ταυτίζει τό «τότε» μέ τό «τώρα».
Ἀπό τά πρῶτα, λοιπόν, καί κορυφαῖα σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἡ Κυριακή. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε τότε, τό πρωί «τῆς μιᾶς σαββάτων» (βλ. Μθ 28,1), ἡ ἡμέρα αὐτή κατέστη ἀπό τήν ἀποστολική ἤδη ἐποχή τό πάσχα τῶν χριστιανῶν. Ἕνα πάσχα πού δέν γιορτάζεται μόνον ἐτησίως ἀλλά καί ἑβδομαδιαίως, ἐπειδή ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση καί ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν δωρεῶν καί τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἄξονας τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ Κυριακή δέν μᾶς θυμίζει ἁπλῶς τήν Ἀνάσταση∙ μᾶς τήν ἀποκαλύπτει νά τήν δοῦμε καί νά τήν ἀπολαύσουμε ὄχι σάν μία ὑπόθεση τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ὡς ζωντανό καί ἀπόλυτα ἀληθινό παρόν. Διότι ὅποιος μετέχει στήν Κυριακή, ὅποιος ἀναπνέει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας της «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» ζῆ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος θριαμβεύει ἀναστημένος στήν ὕπαρξή του.
Γι’ αὐτό καί ἡ Κυριακή λογίζεται ἀνέκαθεν ἀπό τούς χριστιανούς ὡς ἡμέρα ἀργίας. Στόν μωσαϊκό νόμο ὁ Θεός εἶχε ὁρίσει ὡς ἡμέρα ἀργίας καί λατρείας τό Σάββατο: «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ 20,9-10). Ἀλλά, βέβαια, ἐκείνη ἡ ἀργία ἦταν μόνο σκιά καί τύπος (βλ. Ἑβ 10,1). Ἔδειχνε μυστικά στό μέλλον, στόν «δεκτὸν ἐνιαυτόν» τοῦ Χριστοῦ (βλ. Λκ 4,19), στήν Κυριακή. Ἄλλωστε καί ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Κυριακή δείχνει, στήν Ἀνάσταση, στήν νίκη «τοῦ σπέρματος τῆς γυναικός» ἐπί τοῦ ἀρχαίου ὄφεως (βλ. Γέ 3,15). «Δέν σαββατίζουμε πλέον», γράφει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, «ἀλλά εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Κυριακῆς, τῆς ἡμέρας κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος ἀνέτειλε γιά μᾶς τήν ζωή... καί τόν ὁποῖο Κύριο προσδοκοῦσαν ὡς διδάσκαλο καί οἱ προφῆτες» (Μαγνησ. 9).
Τήν μοναδική θέση πού κατέχει ἡ Κυριακή στήν ὀρθόδοξη συνείδηση ἐκφράζει εὐστοχότερα ὁ μέγας ἀπόστολος τοῦ γένους μας στά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ αὐθεντικός λόγος του εἶναι ὁδηγητικός καί γιά τήν γενιά μας: «Πρέπει καί ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νά χαιρώμεθα πάντοτε, μά περισσότερον τήν Κυριακήν, ὁπού εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας... Πρέπει καί ἡμεῖς νά ἐργαζώμεθα τάς ἕξ ἡμέρας διά ταῦτα τά μάταια, γήινα καί ψεύτικα πράγματα, καί τήν Κυριακήν νά πηγαίνωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμεθα τάς ἁμαρτίας μας, τόν θάνατον, τήν κόλασιν, τόν παράδεισον, τήν ψυχήν μας ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν, νά πολυπίνωμεν καί νά κάμνωμεν ἁμαρτίας∙ οὔτε νά ἐργαζώμεθα καί νά πραγματευώμεθα τήν Κυριακήν... Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τήν φυλάγετε τήν Κυριακήν; Ἄν εἶσθε χριστιανοί, νά τήν φυλάγετε... Καί ἄν τύχῃ ἀνάγκη καί θέλῃς νά πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τήν Κυριακήν, ἐκεῖνο τό κέρδος μή τό σμίγεις εἰς τήν σακκούλα σου, διότι τήν μαγαρίζει· ἀλλά δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διά νά σᾶς φυλάγῃ ὁ Θεός» (Διδαχή Δ΄).
Δέν θά ἐπιμείνω στά ἄλλα παρά μόνο στό ἐρώτημα: «Τήν φυλάγετε τήν Κυριακήν;». Καί θά παραλείψω κάθε ἄλλο σχόλιο γιά νά ὑπογραμμίσω τά ἑξῆς: Πρόσφατα τό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο, τό ὁποῖο ὁρκίζεται «εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», ἀποφάσισε οὐσιαστικά τήν κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ὡς κρατικός θεσμός ἕλκει τήν καταγωγή της ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Θεσπίσθηκε ἀπό σεβασμό πρός τήν χριστιανική πίστη, πάνω στήν ὁποία σάν σέ θεμέλιο οἰκοδομήθηκε ἡ νέα αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων. Ἔκτοτε παρῆλθαν δεκαεπτά περίπου αἰῶνες, ὡστόσο ἡ ἀργία αὐτή παραμένει μέχρι τώρα ὡς ἕνα ἀπό τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας. Κι ὅμως· ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἐν ἔτει 2013 δέν δίστασε νά ἀνατρέψει τόν σχετικό νόμο. Τό κύριο ἐπιχείρημα πού προβλήθηκε γι’ αὐτή τήν αἰφνιδιαστική κίνηση εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Ἀλλ’ ὦ ἀγαθοί! Τόση ὑποκρισία; Τό πρόβλημα δέν ἔγκειται ἀσφαλῶς στό ὅτι ἡ ἀγορά εἶναι κλειστή τήν Κυριακή, ἀλλά στό ὅτι δέν ὑπάρχει ρευστότητα. Ἄν κάποιος δέν μπορεῖ νά καταναλώσει τήν Δευτέρα ἐπειδή δέν διαθέτει χρήματα, ἐπί τῇ βάσει ποιᾶς λογικῆς θά μπορεῖ νά καταναλώσει τήν Κυριακή;
Τά πράγματα εἶναι ξεκάθαρα: Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς εἶναι ἀποκύημα σαφοῦς ἀντιχριστιανικῆς βούλησης. Ὅσοι ἐκ τῶν πολιτικῶν μας τήν ὑποστήριξαν εἴτε μέ τήν ψῆφο τους εἴτε μέ τήν ἐκκωφαντική σιωπή τους καί ὅσοι καλοῦνται νά τήν ὑλοποιήσουν, πρέπει νά ἔχουν ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό ποτήρι τῶν ἀντιχριστιανικῶν θεσπισμάτων τῶν τελευταίων χρόνων (ἐκδίωξη τῶν ἐξομολόγων ἀπό τά σχολεῖα, σύμφωνο ἐλεύθερης συμβίωσης κτλ.) ξεχείλισε. Εἶναι καιρός, λοιπόν, νά ἀναλάβει ὁ καθένας τίς εὐθύνες του.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Θεολόγος - Φιλόλογος