Πατέρα μου, ἀλήθεια πῶς τό μπόρεσες νά μέ πληγώσεις ἔτσι; «Βάρος σοῦ γίνομαι, κορίτσι μου», ψιθύρισες σβησμένα, σάν σέ φρόντιζα. Ἦταν ἡ μόνη σου φορά πού μ᾿ ἔθλιψες. Οἱ λέξεις σου γίναν βουβό παράπονο στά χείλη μου... Τόσο φτωχή ζυγίζεις τήν ἀγάπη μου;...
Σέ κοίταξα γιά μιά στιγμή ἀμίλητη. Εἶχες ζαρώσει στή γωνίτσα σου σάν ἀπροστάτευτο παιδάκι πού ζητᾶ νά τό χαϊδέψουνε. Χαμήλωσα τά μάτια μέ ντροπή: κατάλαβα!
Πατέρα μου, ἐμεῖς εἴμαστε τά παιδιά τοῦ σήμερα, ἄλλη γενιά ἀπ᾿ τή δική σας, πού, σάν ἀγάπαγε, ἤξερε ν᾿ ἀγκαλιάζει τρυφερά καί νά ξεχύνει τή στοργή στίς λέξεις της. Στόν κόσμο μας ἡ τρυφερότητα λογιάζεται συχνά στά περιττά κι ἡ ἀγάπη μας ἔμαθε νά μετρᾶ τά δευτερόλεπτα, πού κυνηγοῦνε βιαστικά τή ζήση μας.
Κατάλαβα... Ποτέ δέν μπλέχτηκαν τά δάχτυλά μου στά λευκά μαλλιά, γιά νά σοῦ δείξουν πόσο σ᾿ ἀγαποῦν -ἔτσι, ὅπως ἔκανες ἐσύ, σάν ἤμουνα παιδί· κι ἔμεινε πεινασμένη ἡ γέρικη καρδιά σου γιά στοργή· σάν ἔκανε νά ἀναμετρήσει τήν ἀγάπη μου, ἀθέλητά της λάθεψε.
Χαμήλωσα τά μάτια μέ ντροπή, μέ λύπη... Ἤθελα νά ψελλίσω τή «συγγνώμη» μου, μά εἶναι καί τοῦτο δύσκολο γιά τά παιδιά τοῦ σήμερα.
Σύρθηκα μόνο ὥς τή γωνίτσα σου· χάιδεψα τρυφερά τούς ὤμους πού κυρτώσανε... τόσες φορές, γιά νά χαϊδέψουνε ἐμένα· τά χέρια πού ἱδρώσανε, γιά νά ᾿χω ἐγώ τό καθημερινό ψωμί καί μιά ἀγκαλιά ἐλπίδα στ᾿ αὔριό μου.
Τρεμούλιασαν ἀπ᾿ τή συγκίνηση τά γέρικά σου δάχτυλα, πού μπλέχτηκαν τόσες φορές μπρός στό σταυρό γιά μένα, τή μικρούλα σου.
...Ἔμεινα πάντα ἡ μικρούλα σου -θυμᾶσαι;- τό κοριτσάκι πού ἔτρεχε σκιαγμένο μές στίς χοῦφτες σου, σάν τό φοβίζαν θυμωμένοι οὐρανοί... «Πατέρα, μή μ᾿ ἀφήσεις!», ἔκλαιγα.
Ἀνυπεράσπιστη κάτω ἀπό θυμωμένους οὐρανούς ζητιάνευα τά χέρια σου· κι ἐκεῖνα παραμόνευαν μιά ὁλάκερη ζωή τό δάκρυ μου· σά στάξει ἀπό τά μάτια μου, νά τό σκουπίσουνε ἀθόρυβα οἱ πατρικές παλάμες σου.
Πατέρα μου,
φυλάγει ἀκόμα ἡ μνήμη μου εἰκόνες τῆς στοργῆς, πού θησαυρίσανε στά σπλάχνα τους πύρινα δειλινά καλοκαιριοῦ· τότε πού μέ σεργιάνιζες στούς ὤμους σου καί σύ ξεδιάλεγες νά περπατᾶς σκυφτός...
Φυλάγει ἀκόμα ἡ μνήμη μου εἰκόνες τῆς στοργῆς, πού περιμένανε μ᾿ ἕνα φωτάκι ἀναφτό σέ νύχτες ἄφεγγες νά ὑποδεχτοῦνε σιωπηλά τήν ξέστρατη ἐφηβεία μου.
Καί γράφανε κεῖνες οἱ νύχτες στήν ψυχή τή θεία εἰκόνα τοῦ Πατέρα πού περίμενε μέ ἀγκαλιά πάντα ἀνοιχτή νά κλείσει μέσα της τ᾿ ἀπείθαρχο παιδί.
Πατέρα μου,
ἡ ἀγάπη σου μεταλαβιά ἀπ᾿ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· καί τ᾿ ὄνομά σου προσευχή· τό διάλεξε Αὐτός σάν τήν πιό τίμια ἀπ᾿ τίς λέξεις μας, νά ζωγραφίζει τήν ὑπέρτατη στοργή: κείνην πού συγχωρητικά ἀγκάλιασε τή φύση μας καί ταπεινά τή σήκωσε στούς ὤμους της.
Πατέρα μου,
ἡ ἀγάπη σου σταλαματιά ἀπό τό νάμα τοῦ σταυροῦ· κι ἡ γέρικη στοργή σου καταφύγιο· σάν καντηλάκι ἀναφτό πού καίει θαλπωρή στό σπίτι μου.
...«Βάρος σοῦ γίνομαι, κορίτσι μου»...
Πατέρα μου, πῶς μπόρεσες νά μέ πληγώσεις ἔτσι; Εἶναι πού δέν ἀντίκρυσες τό δάκρυ μου, ὅταν κοιτάζω τά λευκά μαλλιά, τούς ὤμους τούς κυρτούς πού γέρνουν στή γωνίτσα σου.
Γεῖρε ν᾿ ἀναπαυτεῖς παιδάκι μές στά χέρια μου· νά σοῦ χαϊδεύω τά λευκά μαλλιά καί νά σέ περπατῶ τά δειλινά ἀντικριστά στό φῶς· ἀκούμπησε στούς ὤμους μου, μή δοῦνε τά σβησμένα μάτια σου τό δάκρυ μου· κι ἄκουσε μόνο τήν καρδιά μου πού ἱκετεύει ψιθυρίζοντας, σάν τότε πού ᾿μουνα παιδί: «Πατέρα, μή μ᾿ ἀφήσεις!»...
Σέ κοίταξα γιά μιά στιγμή ἀμίλητη. Εἶχες ζαρώσει στή γωνίτσα σου σάν ἀπροστάτευτο παιδάκι πού ζητᾶ νά τό χαϊδέψουνε. Χαμήλωσα τά μάτια μέ ντροπή: κατάλαβα!
Πατέρα μου, ἐμεῖς εἴμαστε τά παιδιά τοῦ σήμερα, ἄλλη γενιά ἀπ᾿ τή δική σας, πού, σάν ἀγάπαγε, ἤξερε ν᾿ ἀγκαλιάζει τρυφερά καί νά ξεχύνει τή στοργή στίς λέξεις της. Στόν κόσμο μας ἡ τρυφερότητα λογιάζεται συχνά στά περιττά κι ἡ ἀγάπη μας ἔμαθε νά μετρᾶ τά δευτερόλεπτα, πού κυνηγοῦνε βιαστικά τή ζήση μας.
Κατάλαβα... Ποτέ δέν μπλέχτηκαν τά δάχτυλά μου στά λευκά μαλλιά, γιά νά σοῦ δείξουν πόσο σ᾿ ἀγαποῦν -ἔτσι, ὅπως ἔκανες ἐσύ, σάν ἤμουνα παιδί· κι ἔμεινε πεινασμένη ἡ γέρικη καρδιά σου γιά στοργή· σάν ἔκανε νά ἀναμετρήσει τήν ἀγάπη μου, ἀθέλητά της λάθεψε.
Χαμήλωσα τά μάτια μέ ντροπή, μέ λύπη... Ἤθελα νά ψελλίσω τή «συγγνώμη» μου, μά εἶναι καί τοῦτο δύσκολο γιά τά παιδιά τοῦ σήμερα.
Σύρθηκα μόνο ὥς τή γωνίτσα σου· χάιδεψα τρυφερά τούς ὤμους πού κυρτώσανε... τόσες φορές, γιά νά χαϊδέψουνε ἐμένα· τά χέρια πού ἱδρώσανε, γιά νά ᾿χω ἐγώ τό καθημερινό ψωμί καί μιά ἀγκαλιά ἐλπίδα στ᾿ αὔριό μου.
Τρεμούλιασαν ἀπ᾿ τή συγκίνηση τά γέρικά σου δάχτυλα, πού μπλέχτηκαν τόσες φορές μπρός στό σταυρό γιά μένα, τή μικρούλα σου.
...Ἔμεινα πάντα ἡ μικρούλα σου -θυμᾶσαι;- τό κοριτσάκι πού ἔτρεχε σκιαγμένο μές στίς χοῦφτες σου, σάν τό φοβίζαν θυμωμένοι οὐρανοί... «Πατέρα, μή μ᾿ ἀφήσεις!», ἔκλαιγα.
Ἀνυπεράσπιστη κάτω ἀπό θυμωμένους οὐρανούς ζητιάνευα τά χέρια σου· κι ἐκεῖνα παραμόνευαν μιά ὁλάκερη ζωή τό δάκρυ μου· σά στάξει ἀπό τά μάτια μου, νά τό σκουπίσουνε ἀθόρυβα οἱ πατρικές παλάμες σου.
Πατέρα μου,
φυλάγει ἀκόμα ἡ μνήμη μου εἰκόνες τῆς στοργῆς, πού θησαυρίσανε στά σπλάχνα τους πύρινα δειλινά καλοκαιριοῦ· τότε πού μέ σεργιάνιζες στούς ὤμους σου καί σύ ξεδιάλεγες νά περπατᾶς σκυφτός...
Φυλάγει ἀκόμα ἡ μνήμη μου εἰκόνες τῆς στοργῆς, πού περιμένανε μ᾿ ἕνα φωτάκι ἀναφτό σέ νύχτες ἄφεγγες νά ὑποδεχτοῦνε σιωπηλά τήν ξέστρατη ἐφηβεία μου.
Καί γράφανε κεῖνες οἱ νύχτες στήν ψυχή τή θεία εἰκόνα τοῦ Πατέρα πού περίμενε μέ ἀγκαλιά πάντα ἀνοιχτή νά κλείσει μέσα της τ᾿ ἀπείθαρχο παιδί.
Πατέρα μου,
ἡ ἀγάπη σου μεταλαβιά ἀπ᾿ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· καί τ᾿ ὄνομά σου προσευχή· τό διάλεξε Αὐτός σάν τήν πιό τίμια ἀπ᾿ τίς λέξεις μας, νά ζωγραφίζει τήν ὑπέρτατη στοργή: κείνην πού συγχωρητικά ἀγκάλιασε τή φύση μας καί ταπεινά τή σήκωσε στούς ὤμους της.
Πατέρα μου,
ἡ ἀγάπη σου σταλαματιά ἀπό τό νάμα τοῦ σταυροῦ· κι ἡ γέρικη στοργή σου καταφύγιο· σάν καντηλάκι ἀναφτό πού καίει θαλπωρή στό σπίτι μου.
...«Βάρος σοῦ γίνομαι, κορίτσι μου»...
Πατέρα μου, πῶς μπόρεσες νά μέ πληγώσεις ἔτσι; Εἶναι πού δέν ἀντίκρυσες τό δάκρυ μου, ὅταν κοιτάζω τά λευκά μαλλιά, τούς ὤμους τούς κυρτούς πού γέρνουν στή γωνίτσα σου.
Γεῖρε ν᾿ ἀναπαυτεῖς παιδάκι μές στά χέρια μου· νά σοῦ χαϊδεύω τά λευκά μαλλιά καί νά σέ περπατῶ τά δειλινά ἀντικριστά στό φῶς· ἀκούμπησε στούς ὤμους μου, μή δοῦνε τά σβησμένα μάτια σου τό δάκρυ μου· κι ἄκουσε μόνο τήν καρδιά μου πού ἱκετεύει ψιθυρίζοντας, σάν τότε πού ᾿μουνα παιδί: «Πατέρα, μή μ᾿ ἀφήσεις!»...
Μ. Παστουρματζῆ