Τραγικά διασπασμένος καί μόνιμα διαιρεμένος ὁ κόσμος μας μοιάζει νά θεωρεῖ ἀνέφικτη καί ἀπροσπέλαστη τήν ἔννοια τῆς ἀδελφοσύνης. Ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός, ἡ ἀνταγωνιστικότητα καί ἡ βίαιη τάση προβολῆς καί ἐπιβολῆς φθείρει καί διασπᾶ, μ᾿ ἕνα χάσμα βαθύ καί ἀγεφύρωτο, ἀκόμη καί τίς πιό στενές καί οἰκεῖες σχέσεις. Δέν βλέπουμε γύρω μας ἀδελφούς, ἀλλά τούς «ἄλλους», τούς ὁποίους δέν ἀγαποῦμε, διότι εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κι ἐκεῖνοι μᾶς μισοῦν ἤ τουλάχιστον μᾶς ἀπορρίπτουν. Γι᾿ αὐτό προσπαθοῦμε μέ κάθε τρόπο νά τούς ὑποσκελίσουμε ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- νά τούς προσπεράσουμε, νά προπορευθοῦμε ἀφήνοντάς τους πίσω. Ἀνασφαλεῖς καί ἀνερμάτιστοι ἐσωτερικά προβάλλουμε στόν ἄλλο τό ἐσωτερικό μας χάος, γιά νά καταλήξουμε στό ἀξίωμα πού διατύπωσε διανοητής τοῦ περασμένου αἰώνα, ὅτι «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
Κι ὅμως, κανείς δέν τή θέλει τήν κόλαση, κανείς δέν ἱκανοποιεῖται σέ μία ἀνάδελφη ζωή. Ἡ ἀδελφοσύνη δέν εἶναι μόνο πόθος καί λαχτάρα τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Εἶναι ἐπίσης ἐπιταγή ἀλλά καί προσφορά τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τό δρόμο γιά τή θέωση, τή ζωή τῆς ἐν ἀληθείᾳ ἀγάπης. Ἁπλώνοντας στό σταυρό τά χέρια του συμφιλίωσε τήν ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, καί τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους. Ἔτσι ἅπλωσε στή γῆ τή θεϊκή ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης, ὅπου ὅλοι γίνονται ἀδελφοί μέ πρωτότοκο ἀδελφό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό (Ρω 8,29). Ἡ «ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφότης» (Α΄ Πε 5,9) θεμελιώνεται στή μία πίστη· ἀρχίζει μέ τό βάπτισμα καί τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στή μία Ἐκκλησία· τρέφεται ἀπό τό κοινό ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· πραγματώνεται μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία του, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γινόμαστε μέλη ὄχι ἁπλῶς μιᾶς οἰκογένειας ἀλλά τοῦ αὐτοῦ σώματος, πού κεφαλή του ἔχει τόν Θεάνθρωπο!
Ὡστόσο, καί μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κυριαρχεῖ, καί μάλιστα μόνιμα, μιά τέτοια ἑνότητα καί ἀδελφοσύνη. Γιατί; Διότι αὐτή ἡ ἀδελφοσύνη δέν ἐπιβάλλεται οὔτε ἀπό τόν Θεό. Ἀποτελεῖ ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου κι εἶναι καρπός μετάνοιας καί ὁλόψυχης ὑπακοῆς «διά Πνεύματος» (Α΄ Πε 1,22) στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐπακόλουθο καί γνώρισμα τῆς ἁγιότητας.
Νά ἀναφερθοῦμε στίς θετικές προεκτάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης; Νά θυμηθοῦμε πῶς βλέπουν τόν ἄλλο, τόν ἀδελφό, οἱ ἅγιοι; Μέ τά μάτια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά δεδομένα πού ἡ θυσία Ἐκείνου ἐξασφάλισε· ὡς τό ἀσφαλές κριτήριο πού ἐγγυᾶται καί ζυγίζει τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη. Διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό πού τόν βλέπει, πῶς μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, πού δέν βλέπει;» (Α΄ Ἰω 4,20). Δέν μπορεῖς, λοιπόν, νά εἶσαι ἀδελφός, ὅταν δέν ἀγαπᾶς, ὅταν φθονεῖς τόν ἀδελφό σου, ὅταν δέν χαίρεσαι μέ τήν ἐπιτυχία του, ἀλλά θέλεις τό κακό του.
Κι ὅταν ὁ ἀδελφός γίνεται σκάνδαλο καί ἐμπόδιο στή δική μου πορεία καί διαρρηγνύει τό πέπλο τῆς ἀδελφοσύνης; Ἐφόσον δέν διαρρηγνύει τή σχέση του μέ τόν Χριστό καί δέν νοθεύει τήν πίστη, ὀφείλω νά μακροθυμήσω. Ἡ ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία εἶναι οἱ δύο πτέρυγες πού ἀσφαλίζουν καί κρατοῦν σέ ὑψηλά ἐπίπεδα τήν ἀδελφοσύνη, πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής συμβουλεύει: «Μή τόν χθές πνευματικόν ἀδελφόν καί ἐνάρετον, διά τό ἐν σοί σήμερον ἐξ ἐπηρείας τοῦ πονηροῦ ἐγγινόμενον μῖσος, κρῖνε φαῦλον καί πονηρόν· ἀλλά διά τῆς μακροθυμούσης ἀγάπης, τά χθεσινά καλά λογιζόμενος, τό σήμερον μῖσος τῆς ψυχῆς ἀπόβαλε» (Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντάς τετάρτη, κστ΄). Δηλαδή: «Μήν κρίνεις ὡς φαῦλο καί πονηρό αὐτόν πού μέχρι χθές θεωροῦσες πνευματικό σου ἀδελφό καί ἐνάρετο. Μέ ὁδηγό τήν ἀγάπη πού μακροθυμεῖ νά σκέπτεσαι τά χθεσινά καλά καί νά ἀποβάλλεις τό μίσος πού σήμερα κατέκλυσε τήν ψυχή σου».
Παρόλο πού εἶναι θέμα προσωπικό ἡ σωτηρία, δέν μπορεῖς νά σωθεῖς χωρίς τόν ἀδελφό. «Ὁ δρόμος γιά τή σωτηρία μου περνᾶ ἀπό τή σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μου», λένε οἱ ἅγιοι. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ὡς χαρά τόν ἀδελφό κι ἔτσι τόν προσφωνοῦν «χαρά μου!», κι ἔχουν γιορτή καί πανηγύρι, ὅταν συναντοῦν τόν ἀδελφό, τόν ὅποιο ἀδελφό· καί τόν ἄσημο καί τόν ἄσχημο καί τόν ἀλλοιωμένο ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τόν χαλασμένο ἀπό τήν κακία καί τό πάθος. Διότι γιά ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος διαβεβαιώνει· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Μθ 25,40).
Μ᾿ αὐτό τό κριτήριο ὄχι μόνο ὅσοι ζοῦν σέ μοναχικά κοινόβια ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί μέσα στόν κόσμο χρωστοῦν νά ἔχουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τόν ἀδελφό. Ἡ συναλλαγή μέ τόν ἀδελφό δέν ρυθμίζεται ἀπό τό κέρδος, τό στυγνό προσωπικό συμφέρον, ἀλλά ἀπό τό συμφέρον τῆς ψυχῆς, τῆς δικῆς του καί τῆς δικῆς μου ἀδιάκριτα. Διότι ταυτίζονται αὐτά τά δύο συμφέροντα.
Ὁ λόγος καί τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑποδεικνύει ὡς τόν μοναδικό τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τή διακονία τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20,28). Κι ὁ χριστιανός, σ᾿ ὅποια θέση κι ἄν βρίσκεται, σ᾿ ὅποιες συνθῆκες κι ἄν κινεῖται, βάζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα κι ἀπ᾿ ὅλους τόν ἀδελφό. Διότι ἡ κάθε προσφορά πρός τόν ἀδελφό ἀπευθύνεται πρός τόν ἴδιο τόν Χριστό καί γίνεται ἐπένδυση καί συνάλλαγμα γιά τήν ἐξαγορά τοῦ αἰώνιου μέλλοντος.