Τά ὡραιότερα κάλαντα

kalanta Τούς περίμενε ὅλους ἡ γιαγιά Εὐγενία, παιδιά, νύφες, γαμπρούς κι ἐγγόνια.
 Τούς περίμενε ὅπως κάθε χρόνο γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί μέσα στό ἁπλόχωρο σπίτι της τά Χριστούγεννα. Ὁ σύζυγός της ὁ κύρ Γιάννης ἔκανε ὅπως πάντα τό κουμάντο του. Τό ψυγεῖο ξέχειλο ἀπό κρέατα, ποτά καί σαλάτες. Ξέχειλες κι οἱ καρδιές τους πού τούς περίμεναν.
 - Μόνο μήν πιάσει κανένα χιόνι καί δέν μπορέσουν ν᾿ ἀνεβοῦν, εἶπε μέ ἀγωνία ἡ κυρία Εὐγενία.
 - Ἄ, γυναίκα, ξέχνα τίς παλιές ἐποχές. Σήμερα ὅλοι ἔχουν χειμωνιάτικα λάστιχα, ἔχουν κι ἁλυσίδες, μήν ἀνησυχεῖς θά γιομίσει καί πάλι τό παλατάκι μας, τήν καθησύχασε ὁ κύρ Γιάννης.
 Συνήθιζαν ὅλοι νά ἔρχονται τήν παραμονή πού γιόρταζε καί ἡ κυρα-Εὐγενία, γιά νά γιορτάσουν γιαγιά κι ἐγγονές, μαζί.
 Τό βράδυ γινόταν ὁλόκληρο πανηγύρι.
 Ποιός θά κοιμηθεῖ μέ ποιόν, ποιός στρωματσάδα πάνω στή μεγάλη κόκκινη φλοκάτη καί ποιός ἀγκαλιά μέ τή γιαγιά. Χαμογέλασε ἡ κυρά Εὐγενία καί τά μάτια της γέμισαν νοσταλγία καί προσμονή.
 - Αὔριο θά ἔρθουν, σιγομουρμούρισε καί κατέβασε ἀπό τή φωτιά τό σιρόπι γιά τά μελομακάρονα.
 Παράτησε τήν κατσαρόλα γιά νά σηκώσει τό τηλέφωνο πού χτυποῦσε.
 - Ἐμπρός!
 Τό ρόδινο χρῶμα ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ ἀπό τά στρόγγυλα μάγουλά της. Ὅση ὥρα μιλοῦσε, ὁ κύρ Γιάννης τήν κοιτοῦσε γεμάτος ἀγωνία.
 - Τί ἔγινε, ποιός ἦταν; ρώτησε μόλις ἐκείνη κατέβασε τό ἀκουστικό.
 - Ὁ Κώστας, ἀπάντησε ἕτοιμη νά βάλει τά κλάματα ἐκείνη. Δέν θά μπορέσουν φέτος νά ἔρθουν. Νά μήν τούς ὑπολογίσουμε, λέει, αὐτούς.
 - Αὐτό ἦταν; Ἔλα, γυναίκα, μήν κάνεις ἔτσι καί μέ κοψοχόλιασες. Δέν πειράζει, κάτι σπουδαῖο θά τούς ἔτυχε.  Θά λείπει ὁ Κώστας, μά θά ᾿ναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
 Μά ὁ κύρ Γιάννης τό βράδυ δέν εἶχε οὔτε μιά λέξη γιά νά τήν παρηγορήσει, γιατί κι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπαρηγόρητος.  Ἀκοῦς ἐκεῖ, καί στούς πέντε κάτι συνέβη καί δέν θά ᾿ρθουν φέτος! Πέντε φορές κτύπησε σήμερα ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί οἱ πέντε φαρμακερές!
 - Εὐτυχῶς, κυρα-Βγενιώ, πού ἔχουμε κι ἕνα κορίτσι ἐδῶ. Τουλάχιστον θά ἔρθει ἡ Ἀγγελική μέ τόν Σταῦρο καί τά παιδιά καί δέν θά γιορτάσουμε σάν μαγκούφηδες.
 - Εὐτυχῶς! Τ’ ἀπάντησε ἡ κυρα-Εὐγενία, ὅμως ἡ καρδιά της, ἡ καρδιά τῆς μάνας ἦταν ἀνήσυχη. Τέτοια σύμπτωση! Σέ ὅλους πρώτη φορά φέτος κάτι νά συμβαίνει...
 Μαῦρο ὕπνο ἔκανε ἡ κυρα-Εὐγενία μά σάν χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τίς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων τίποτε δέν τήν κρατοῦσε πιά στό στρῶμα. Πῆρε τή ζυμωτή λειτουργιά της κι ἔτρεξε στήν ἐκκλησιά. Ἐκεῖ ἄφησε τή γεμάτη ἀγωνία καρδιά της στά χέρια τῆς Παρθένου. Τῆς μίλησε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἕξι της παιδιά καί σάν τελείωσε κι εἶπε ὁ παπάς τό «δι’ εὐχῶν», ἡ κυρα-Εὐγενία ἔφευγε μέ τήν καρδιά ἀνάλαφρη, δίχως κανένα παράπονο ἀπό κανένα της παιδί.
 Βρῆκε στό σπίτι της τήν κόρη της, τήν Ἀγγελική, νά τήν περιμένει.
 - Χρόνια πολλά, μάνα! τῆς εὐχήθηκε καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
 Ὄχι, δέν λάθευε τό μάτι τῆς μάνας, ἡ κόρη της δέν τήν κοιτοῦσε στά μάτια, οὔτε κἄν τή φίλησε.
 - Τί συμβαίνει, κόρη μου; τή ρώτησε στοργικά, καί κείνη ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
 - Μάνα, νομίζω πώς τή ζημιά τήν ἔκανα ἐγώ. Ἐγώ εἶπα στόν Κώστα πώς σκέφτεσαι νά μοῦ γράψεις τό σπίτι στό χωριό.
 - Μά ποτέ δέ σοῦ εἶπα, παιδί μου, κάτι τέτοιο, εἶπε αὐστηρά ἡ κυρα-Εὐγενία. Ἄλλωστε ὁ πατέρας σου δέ σοῦ ἔκτισε κοτζάμ σπίτι;
 - Εἶπες ὅμως πώς τό σπίτι σου ἐπιθυμεῖς νά τό δώσεις σέ κάποιον πού μένει στό χωριό, εἶπε διστακτικά ἡ Ἀγγελική.
 - Ἔχεις δίκιο, κόρη μου, τό εἶπα· μά... Κοίτα, παιδί μου, πάρε τους ὅλους καί πές τους ὅτι κατάλαβες λάθος, ὅτι δέν ἔχω σκοπό νά γράψω σέ σένα τό σπίτι, πές τους ὅ,τι θέλεις, μόνο πεῖσε τους νά ᾿ρθουν σήμερα ἐδῶ.
 Ὁ κύρ Γιάννης, πού γυρνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν ἐκκλησία, παραξενεύτηκε πού εἶδε τήν κόρη τους νά κλαίει μά πιό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν ἅπλωσε τό χέρι του νά εὐχηθεῖ στή γυναίκα του.
 - Πᾶμε τοῦ εἶπε, καί βγῆκαν μαζί ἔξω. Ἦρθε ἡ ὥρα, Γιάννη, τοῦ εἶπε, πᾶμε νά τό ποῦμε στόν παπα-Λεωνίδα.
Ὅταν γύρισαν στό σπίτι, ἦταν περασμένο μεσημέρι. Ἡ παπαδιά ἐπέμενε καί τούς κράτησε στό τραπέζι. Ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους ἦταν ἤδη παρκαρισμένα τ᾿ αὐτοκίνητα ἀπό τά δύο παιδιά τους. Ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα φτάσαν κι οἱ ὑπόλοιποι. Στήν ἀρχή ὅλοι τους ἦταν μουδιασμένοι, λιγάκι, θαρρεῖς, ντροπιασμένοι, μά ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν τους ὅλα τά κάλυψε.
 Τό βράδυ στό λιτό τραπέζι ἡ γιαγιά ἔκανε νόημα στόν παππού τόν Γιάννη καί κεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος.
 - Ὁ παππούς θά βγάλει λόγο, φώναξε ὁ μεγάλος Γιάννης κι ὅλοι χειροκρότησαν.
 - Θέλουμε ἀπόψε πού θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας νά σᾶς ποῦμε ἐγώ καί ἡ κυρά μου κάτι. Κοίταξε τήν κυρά του γιά νά πάρει θάρρος καί συνέχισε. Ὅταν ἤσασταν μικρά, καλά μου παιδιά, πάντα λυπόσασταν πού ὁ μικρός Χριστός δέν εἶχε ποῦ νά γεννηθεῖ καί γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο. Κι εἴχατε δίκιο νά λυπᾶστε. Εἴπαμε, λοιπόν, μέ τή μάνα σας φέτος νά τοῦ χαρίσουμε τό σπίτι μας.
 Ἀπόμειναν ὅλοι νά τόν κοιτάζουν δίχως νά μποροῦν νά καταλάβουν.
 - Ὁ παπα-Νικόλας, πού πέθανε πέρσι, ἄφησε χήρα τήν παπαδιά του μέ ἑφτά παιδιά, συνέχισε ἡ κυρα-Εὐγενία, βγάζοντας ἀπό τή δύσκολη θέση τόν κύρ Γιάννη. Μέχρι τώρα μένουν στό ἐνοριακό σπίτι μά ὁ καινούργιος παπάς ἔχει κι αὐτός οἰκογένεια, πρέπει νά ἀδειάσει τό σπίτι ἡ χήρα. Ὅμως οὔτε ὁ παπα-Λεωνίδας διανοεῖται νά διώξει τήν οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικόλα μά οὔτε κι ἡ χήρα ἔχει κάπου νά πάει.
 - Λοιπόν, πιστεύω πώς ὅλοι συμφωνεῖτε, πῆρε καί πάλι τό λόγο ὁ κύρ Γιάννης, πώς τό μεγάλο αὐτό σπίτι χωρᾶ καί τή μάνα σας καί τόν πατέρα σας, χωρᾶ καί τή χήρα παπαδιά μέ τά ἑφτά ὀρφανά. Μετά τά Χριστούγεννα θά γράψουμε τό σπίτι στή φαμίλια τοῦ παπα-Νικόλα.
 Κανένας δέν γύρισε νά κοιτάξει τόν ἄλλο. Ὅλοι κοιτοῦσαν στά μάτια τόν κύρ Γιάννη πού ἦταν ἀπόψε φωτεινός σάν ἄγγελος. Κοιτοῦσαν δίπλα του τήν κυρα-Εὐγενία πού ᾿μοιαζε ἀπόψε μέ στοργική Παναγιά.
 - Πατέρα, ἔσπασε τή σιωπή συγκινημένος ὁ πρωτογιός τους ὁ Κώστας, ὡραιότερα κάλαντα ἀπ᾿ αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό σένα καί τή μάνα μας οὔτε ἀκούσαμε ποτέ οὔτε εἴπαμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε!
 Τό χειροκρότημα πού ξέσπασε ἔφτασε στόν οὐρανό σάν ὕμνος ἀγγέλων· καί ἄν κάποιος ἔρριχνε ἀπόψε μιά ματιά πρός τό μεγάλο σπίτι τοῦ κύρ Γιάννη καί τῆς κυρα- Εὐγενίας, σίγουρα θά πραξενευότανε πολύ πού θά ἔβλεπε ἕνα μεγάλο ἀστέρι ἐπάνω του σταματημένο. Κι ἄν εἶχε καθαρή καρδιά, θά ἔβλεπε μέσα στό σπίτι τους τόν νεογέννητο Χριστό ἐπάνω στήν κόκκινη φλοκάτη χαρούμενο καί εὐχαριστημένο.

Ε.Β.