Τούς φίλους μου τούς παιδικούς δέν τούς ξέχασα ποτέ. Οἱ σύντροφοι τῶν παιχνιδιῶν μου στά ξένοιαστα χρόνια τῆς ζωῆς μου ἔρχονται συχνά-πυκνά στή σκέψη μου μέ νοσταλγία. Κι εἶχα τήν εὐτυχία νά ἔχω πολλούς παιδικούς φίλους. Τόσους ὅσα καί τά παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, τά ξηγημένα ἐκεῖνα χωριατάκια μέ τά ὁποῖα ἔπαιξα, μάλωσα, φίλιωσα, μεγάλωσα...
Ἔρχονται συχνά-πυκνά στό νοῦ μου καί γλυκαίνουν μέ τή θύμησή τους τήν ὕπαρξή μου. Μά εἶναι καί μιά μέρα πού νιώθω πώς περισσότερο ἀπό κάθε φορά τούς ἀνήκω, πώς ὅσο ποτέ μοῦ ἀνήκουν. Κάθε Πρωτοχρονιά ξαναγίνομαι μικρό παιδί καί τρέχω ἀνάμεσά τους σάν τότε, τότε πού ...
Εἶχε τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου καί μεῖς ἄλλο δέν κρατιόμασταν. Κρεμάσαμε στό λαιμό μας τά παρδαλά πουγγιά μας, φτιαγμένα ἀπό κάποιο παλιό πουκάμισο ἤ σεντόνι, καί ξεκινήσαμε. Ἐμεῖς δέν τόν ξέραμε τόν βραδινό Ἁι-Βασίλη, γιατί ὁλονῶν μας οἱ γονιοί ἦταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες. Εἴχαμε ὅμως ἄλλο τρόπο νά κάνουμε τή μέρα πού γιόρταζε δική μας.
Στό χωριό μου ὑπῆρχε τό ἔθιμο τήν Πρωτοχρονιά τά παιδιά νά περνᾶνε ἀπ᾿ ὅλα τά σπίτια καί νά εὔχονται σέ ὅλους «Καλόν νέον ἔτος!». Σέ κάθε σπίτι πού πηγαίναμε, ἀκόμα καί ὁ πιό «σφιχτός» κάτι ἔρριχνε στό πουγγί μας. Ἔτσι μπορεῖ νά μήν παίρναμε δῶρα ἀπό τόν Ἁι-Βασίλη, ὅμως ὅλα τά παιδιά εἶχαν στή γιορτή του ἐξασφαλισμένο ἕνα γεμάτο πουγγί. «Καλόν νέον ἔτος, παππού!», «Καλόν νέον ἔτος, γιαγιά!». Πρῶτα νιώθαμε τό χάδι τους στό κεφάλι κι ὕστερα τό βάρος τοῦ κέρματος στό λαιμό μας. Ἕνα πανηγύρι, ἕνα παιδικό ξεφάντωμα.
Πλησίαζε πιά μεσημέρι καί κοντεύαμε νά τελειώσουμε τή γύρα μας, ὅταν ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ λαιμός μου δέν σήκωνε κανένα βάρος. Ἔψαξα γιά τό πουγγί μου καί τότε μέ κομμένα τά γόνατα ἄρχισα νά φωνάζω μέ πανικό· «Τό πουγγί μου! Χάθηκε τό πουγγί μου»! Ὅλα τά παιδιά γύρισαν καί μέ κοίταξαν ξαφνιασμένα. Μερικά χαμογέλασαν νομίζοντας πώς τούς ἔκανα πλάκα. Μά, ὅταν εἶδαν τά δάκρυά μου νά τρέχουν, σοβάρεψαν ἀπότομα. Βαλθήκαμε τότε ὅλοι νά ψάχνουμε τά δρομάκια ἀπ᾿ ὅπου περάσαμε, ὅμως τό πουγγί -λές κι ἄνοιξε ἡ γῆ καί τό κατάπιε- δέν βρέθηκε πουθενά.
- Παιδιά, ἐγώ λέω πώς δέν πρέπει νά στενοχωριόμαστε ἄλλο, εἶπε ὁ Ἀνδρέας. Προτείνω νά πᾶμε στόν παπά νά τοῦ τό ποῦμε, νά μᾶς πεῖ ἐκεῖνος τί θά κάνουμε.
Βρήκαμε τόν πατέρα Ἀπόστολο στό σπίτι του καί τοῦ ἐξηγήσαμε τί συνέβη. Ἐκεῖνος μᾶς κοίταξε ἕναν-ἕναν μέ σοβαρότητα.
- Καί εἶστε ἕτοιμοι νά κάνετε ὅ,τι σᾶς πῶ; μᾶς ρώτησε ἀργά-ἀργά.
- Ναί, πάτερ, ἄκουσα ὅλα τά παιδιά μαζί ν᾿ ἀπαντοῦν.
- Εἶστε, λοιπόν, δεκαεπτά ὅλοι μαζί. Θά ἀνοίξετε τά πουγγιά σας ἐσεῖς οἱ δεκαέξι καί θά χύσετε τά χρήματα, δίχως ὁ καθένας νά μετρήσει τά δικά του, πάνω στό τραπέζι μου. Ὕστερα, ἀφοῦ τά μετρήσουμε ὅλα μαζί, θά τά μοιράσουμε στά δεκαεπτά. Ἔτσι θά πάρει κι ὁ Νίκος τό μερίδιό του καί θά εἶναι ὅλα μιά χαρά. Λοιπόν, τί λέτε;
Ὁλονῶν τά πουγγιά ξέραμε πώς εἶχαν πενταροδεκάρες, μά ξέραμε ἐπίσης πώς τό πουγγί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν ἰδιαίτερα ἐνισχυμένο ἀπό τόν θεῖο του πού ἦρθε ἀπό τήν Ἀγγλία. Θά τό δεχόταν, λοιπόν, αὐτό ὁ Ἀνδρέας; Καί τότε ἦταν πού ζήσαμε ὅλοι τό πιό ὄμορφο ξάφνιασμα. Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας ἄδειασε τό πουγγί του πάνω στό τραπέζι τοῦ παπᾶ, δίχως νά τό σκεφτεῖ καθόλου. Κι ἔτσι καθώς τό περιεχόμενο τοῦ παρδαλοῦ πουγγιοῦ γέμιζε τό τραπέζι, βλέπαμε θαρρεῖς τήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ὑπέροχου φίλου νά ξεχύνεται καί νά πλημμυρίζει ἀπό ἀγάπη καί τίς δικές μας.
Ὅταν ἄδειασαν ὅλα τά πουγγιά, ὁ πατήρ Ἀπόστολος μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μέ ἔφερε κοντά στό γεμάτο κέρματα τραπέζι.
- Αὐτό, Νίκο, δέν πρέπει νά τό ξεχάσεις ποτέ στή ζωή σου! μοῦ εἶπε δακρυσμένος. Καί σεῖς, παιδιά, νά τό βάλετε σάν βάση στή ζωή σας. Σήμερα πού κάνει ἀρχή ὁ χρόνος, ἐσεῖς ἀρχίσατε τή νέα χρονιά μέ μιά ὄμορφη πράξη. Ὁ Χριστός εἶναι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό σᾶς.
Ἦταν ἕτοιμος ὁ πατήρ Ἀπόστολος ν᾿ ἀρχίσει τό μέτρημα, ὅταν κάποιος ἀκούστηκε ἀπ᾿ ἔξω νά τόν φωνάζει. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καί στό ἄνοιγμά της φάνηκε ἡ γιαγιά Ἀνθοῦσα πού κατάκοπη, σέρνοντας τά 93 της χρόνια, γύρεψε ἀμέσως μιά καρέκλα νά καθίσει.
- Ποιός καλός ἄνεμος σ᾿ ἔφερε ὥς ἐδῶ, γιαγιά Ἀνθοῦσα; τή ρώτησε ὁ παπάς.
- Ὁ Θεός μέ βοήθησε κι ἦρθα, πάτερ μου. Κάποιο ἀπό τά παιδάκια πού πέρασαν ἔχασε τό πουγγί του μέσα στήν αὐλή μου. Δέν τό εἶχα καλό τέτοια μέρα ἅγια νά στενοχωριέται τό παιδί. Ἔκανα κουράγιο κι ἦρθα νά σοῦ τό φέρω. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τή δύναμη. Νά το τό πουγγί.
Ὁ πατήρ Ἀπόστολος πῆρε τό πουγγί ἀπό τό τρεμάμενο χέρι τῆς γιαγιᾶς Ἀνθούσας καί τό ἔβαλε στά χέρια μου. Ἔσκυψα, φίλησα τό χέρι του, φίλησα τό χέρι καί τῆς γιαγιᾶς Ἀνθούσας καί μέ μιά κίνηση ἄδειασα τό περιεχόμενό του στό σωρό μέ τά κέρματα.
Στό μέτρημα ἔγινε σωστό πανηγύρι, ὅταν τά δεκαεπτά πουγγιά ξαναγέμισαν πάλι. Πήραμε τήν εὐχή τοῦ πατέρα Ἀπόστολου καί φύγαμε γιά τά σπίτια μας. Τήν πρώτη μέρα ἐκείνου τοῦ χρόνου εχαμε ζήσει στήν πράξη μέ τή βοήθεια τοῦ καλοῦ παπᾶ μας τήν ἀδελφική ἀγάπη· εχαμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἐμεῖς, τά παιδιά τοῦ χωριοῦ μου, οἱ φίλοι καί οἱ σύντροφοι στά παιχνίδια, ἤμασταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀδέλφια.
Μέ τέτοια ἀγάπη, μέ τέτοια ζεστασιά καί μέ τέτοια νοσταλγία τούς θυμᾶμαι κάθε φορά. Ἔτσι ὅπως σκέφτομαι καί ἀγαπῶ τ᾿ ἀδέλφια μου, σκέφτομαι κι ἀγαπῶ καί κείνους. Προπαντός κάθε Πρωτοχρονιά, ὅταν νοερά τούς εὔχομαι «Καλόν νέον ἔτος!».
Ἑλένη Βασιλείου
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 20-21