Μέ τό καριοφύλλι καί τό κοντύλι

- Τί σ᾿ ἔπιασε σήμερα, ὠρέ Νώντα, κι ὅλο βαριαναστενάζεις; Τί σέ χολόσκασε καί σκοτείνιασες, ὠρέ;
 Ὁ καπετάν Νώντας κοίταξε συλλογισμένος τόν καρδιακό του φίλο.
 - Ἔλα, πές το καί σέ μένα, ἐπέμενε ὁ καπετάν Νάσος, πόνος μοιρασμένος μισός πόνος.
 Ἅρπαξε στό χέρι τό καριοφύλλι του ὁ καπετάν Νώντας καί σίμωσε τό φίλο του.
 - Ἄσχημα μαντάτα ἀπό τό σπίτι, Νάσο. Ὁ Νικήτας μοῦ φαρμάκωσε σήμερα τήν ψυχή.
 - Ἀρρώστησε κανένας; ῾ Η ἐρώτηση τοῦ καπετάν Νάσου ἔκανε τόν Νώντα νά χαμογελάσει πικρά.
  - Μακάρι νά ἦταν ἀρρώστια, ὠρέ Νάσο.
 Ἡ ἀρρώστια δέν εἶνε ντροπή. Τοῦτο ὅμως πού μοῦ κάνει ὁ Λάμπης, μοῦ φέρνει μεγάλη ντροπή.
 - Μά τί ἔκανε τό παιδί, πού σέ ντροπιάζει; Ὁ Λάμπης δέν εἶναι πάνω ἀπό δώδεκα χρονῶν. Τί μπορεῖ ἕνα τόσο μικρό παιδί νά κάνει;
  - Ἀκριβῶς, ὠρέ Νάσο, δώδεκα χρονῶν παλληκάρι κι ἐγώ τόν περιμένω χρόνο μέ τό χρόνο νά ξεπεταχτεῖ, ν᾿ ἀνεβεῖ ἐδῶ κοντά μου νά τοῦ μάθω τόν πόλεμο. Μά τοῦτος ἀντί τουφέκι κρατᾶ μέρα-νύχτα στά χέρια του τήν πλάκα καί τό κοντύλι. Θέλει, λέει, νά μάθει γράμματα, νά γίνει δάσκαλος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ὁ γιός τοῦ καπετάν Νώντα σκολιαρόπαιδο. Κι ἐγώ πού τόν περιμένω τόσα χρόνια νά τόν καμαρώσω πλάι μου, στά χαμένα περιμένω.
 - Καί κακό εἶναι, ὠρέ Νώντα, νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; τόν ἔκοψε ξαφνιασμένος ὁ φίλος του.
 - Καί ποιός θά λευτερώσει τό γένος, ὠρέ Νάσο, ἄν ὅλα τά παλληκάρια μας γίνουν σκολιαρούδια; Νά τοῦ δώσω μέ παρακαλεῖ τήν εὐχή μου νά πάει στήν πόλη νά μάθει πιό πολλά γράμματα. Νά τά κάνει τί, ὠρέ; Τί χρειάζονται τά γράμματα, σά δέν ἔχεις λεύτερη πατρίδα;
 - Νώντα, φίλε μου, δέ μιλᾶς γνωστικά. Ἀκοῦς ἐκεῖ ντροπή νά θέλει τό παιδί νά μάθει γράμματα; Ὁ καπετάν Νάσος κοίταξε αὐστηρά στά μάτια τό φίλο του.
 - Ἄσε τόν Λάμπη νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ἡ ψυχή του. Ὥσπου νά γίνει ἄντρας γιά πόλεμο, ἄν μαθαίνει καί γράμματα, σέ τί θά τόν βλάψει;
Δίχως νά μιλήσει ἄλλο ὁ καπετάν Νώντας, πῆρε ξανά τό καριοφίλι του κι ἀπομακρύνθηκε. Πάει καλά, ἄς πάει ὁ γιός του νά μάθει γράμματα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐκείνου τό καμάρι ἔσβησε. Ἔδωσε τήν εὐχή του κι ἀπό τότε δέν ξαναμίλησε γιά τό γιό του, οὔτε στόν καπετάν Νάσο οὔτε σέ κανέναν ἄλλο. Κι ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια, τόσο κλεινόταν στόν ἑαυτό του ὁ καπετάν Νώντας. Στό χωριό του σπάνια κατέβαινε, μά καί τότε δέν ρωτοῦσε ποτέ γιά τόν Λάμπη, κι οὔτε τολμοῦσε κανένας νά τοῦ ἀναφέρει κάτι γι᾿ αὐτόν. Ὅσες φορές ὁ καπετάν Νάσος ἐπιχείρησε κάτι νά τοῦ πεῖ, ἐκεῖνος ἀγρίευε καί μούγκριζε σά θηρίο.
 Καί περνοῦσαν τά χρόνια κι ὅλο καί περισσότερα παλληκάρια ἀνέβαιναν στό βουνό! Κι ὁ πόνος στήν καρδιά τοῦ πατέρα ὁλοένα καί μεγάλωνε, γιατί δέν ἀξιώθηκε κι αὐτός νά χαρίσει στήν πατρίδα του ἕνα γιό.
 - Δέ σοῦ φαίνεται, ὠρέ Νάσο, πώς τόν τελευταῖο καιρό μαζεμένα μᾶς ἔρχονται τά παλληκάρια;
 - Φουντώνει ὁ πόθος γιά τή λευτεριά, Νώντα. Ξύπνησαν οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά μας. Κι ὄχι μονάχα αὐτούς πού μᾶς ἦρθαν, μά κάθε μέρα καί περισσότερους θά βλέπουμε.
 - Καπετάν Νάσο, τόν ἔκοψε γεμάτος πόνο ὁ καπετάν Νώντας, ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά ἀνέβει στό βουνό, ἀφοῦ δέν ἀνέβηκε ὁ Λάμπης...
 - Ντροπή σου, ὠρέ Νώντα, τόν ἀποπῆρε θυμωμένος ὁ καπετάν Νάσος. Ὅλα τοῦτα τά παλληκάρια ἦρθαν στό δικό μας τό λημέρι κι ἐσύ ἀντί νά πετᾶς ἀπό τή χαρά σου, μοιρολογᾶς;
 - Ὥρα σας καλή, καπεταναῖοι! Δυό παλληκάρια 15-16 χρονῶν στέκονταν ἀμήχανα μπροστά στούς δυό καπετάνιους.
 - Καλῶς τά παλληκάρια, ἀποκρίθηκε ὁ καπετάν Νάσος. Τί γυρεύετε λεβέντες;
 - Τή λευτεριά, καπετάνιο, ἀπάντησε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς.
 - Κι ἀπό ποῦ ἔρχεστε; ξαναρώτησε ὁ καπετάν Νάσος.
 - Ἀπό τήν πόλι, ἀπάντησαν τά παλληκάρια κι ἔνιωσε πάλι ὁ καπετάν Νώντας τό ἀγκάθι νά τοῦ τρυπάει τήν καρδιά.
 - Καί τί σᾶς ἔπιασε ὅλους ξαφνικά ἐκεῖ κάτω στήν πολιτεία καί ἀνεβαίνετε στό βουνό μπουλούκια-μπουλούκια, τούς ρώτησε μέ μιά ἀνεξήγητη αὐστηρότητα ὁ καπετάν Νώντας.
 - Δέν σᾶς εἶπαν οἱ ἄλλοι; Κανένας δέ σᾶς μίλησε γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔβαλε φωτιά στίς καρδιές μας; ρώτησε μέ ἀπορία τό ἕνα παλληκάρι.
 - Γιά λέγε μας, λοιπόν, ἐσύ, τόν προκάλεσε ὁ καπετάν Νώντας.
  - Ὅλη ἡ πόλη μιλᾶ γιά ἕναν παπαδάσκαλο. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ὁρκίζονται στ᾿ ὄνομά του. Ἔκανε τήν ἐκκλησία σχολεῖο καί μαζεύει τά παιδιά καί τά μαθαίνει γράμματα καί τούς μιλᾶ γιά τήν πατρίδα καί γιά τή λευτεριά. Αὐτός σάν τόν ρωτήσαμε, μᾶς ἔστειλε σ᾿ αὐτό τό λημέρι καί μᾶς εἶπε νά βροῦμε τόν καπετάν Νώντα, νά τοῦ φιλήσουμε τό χέρι ἀπό τό Λάμπη, ἔτσι μᾶς εἶπε ὅτι τόν φώναζαν μικρό.
 - Τινάχτηκε ἀπό τήν κοτρόνα πού καθόταν ὁ καπετάν Νώντας.
 - Τί εἶπες ὠρέ, ἀπό ποιόν, ποιός εἶπες; Μιά γυρνοῦσε καί κοιτοῦσε σάν τρελλός τόν καπετάν Νάσο καί μιά τά δυό παλληκάρια, πού κι αὐτά τόν κοιτοῦσαν ξαφνιασμένα.
 - Ὁ παπα-Χαράλαμπος μᾶς εἶπε πώς εἶναι ἀπό τά μέρη σας, ἀπάντησε ψύχραιμα τό ἕνα παλληκάρι κι ὅτι μικρό τόν φώναζαν Λάμπη καί φαίνεται πώς πολύ ἀγαποῦσε καί σεβόταν τόν καπετάν Νώντα. Μπορεῖ κάποιος νά μᾶς ὁδηγήσει στόν καπετάν Νώντα; Ἀνυπομονοῦμε νά τόν γνωρίσουμε.
 - Μπροστά του βρίσκεστε, παιδιά μου, μπῆκε στή μέση συγκινημένος ὁ καπετάν Νάσος καί ἔδειξε μέ τό χέρι τόν καπετάνιο.
Ξαφνιάστηκαν τά παιδιά, ὅμως γρήγορα συνῆλθαν κι ἔσκυψαν κι οἱ δυό μέ σεβασμό καί τοῦ φίλησαν τό χέρι.
 - Ὁ Λάμπης εἶναι ὁ γιός μου, εἶπε περήφανα ὁ καπετάν Νώντας καί δίχως νά ντραπεῖ, ἄφησε τά δάκρυα νά τοῦ αὐλακώσουν τό μπαρουτοκαπνισμένο του πρόσωπο.
 - Ἡ πατρίδα, ὠρέ Νάσο, μοῦ φαίνεται πώς δέ θέλει μόνο τουφέκια γιά νά λευτερωθεῖ, μά θέλει καί πλάκες καί κοντύλια.
Χαμογέλασε ὁ καπετάν Νάσος καί ἀγκάλιασε τό φίλο του.
 - Ἡ πατρίδα, καπετάνιο μου, τοῦ εἶπε μέ ἀγάπη, ἔχει ἀνάγκη τόσο ἀπό τήν μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλλα τοῦ κλέφτη, ὅσο κι ἀπό τό σεμνό ράσο τοῦ παπαδάσκαλου. Ἐσύ τῆς τά χάρισες καί τά δύο. Χαρά σου καί καμάρι σου! Πῆρε στά χέρια του ξανά τό καριοφύλλι ὁ καπετάν Νώντας καί τό κοίταξε μέ ἀγάπη.
 - Ἐγώ θά πολεμῶ ἀπό ᾿δῶ, μονολόγησε, κι ὁ γιός μου ἀπό ᾿κεῖ. Χαρά μου καί καμάρι μου!

 

Ε. Β.