Ἡ Μυρτιδιώτισσα

Τά Κύθηρα στήν πιό ἤρεμη, γλυκειά τους ὥρα. Μόλις εἴχαμε γυρίσει, μαζί μέ τή γυναίκα μου, ἀπό ἕναν ῾Εσπερινό στά Μυρτίδια. Προσπεράσαμε τήν Παλιόπολη καί τραβήξαμε γιά τόν Αὐλέμονα. Εἴχαμε κανονίσει νά βρεθοῦμε στοῦ καπετάν Μανώλη ὅλοι μαζί    -ὁ Γιάννης, ἡ Χριστίνα, ὁ Δημητράκης τους  κι ἐμεῖς-, γιά νά μᾶς μιλήσει γιά μιά συγκλονιστική περιπέτειά του ὁ καπετάνιος. Μᾶς ὑποδέχθηκαν ἡ καπετάνισσα, ὁ Χριστόφορος καί ἡ Διαμαντούλα. Σέ λίγο ἔφτασαν καί οἱ «Φρατσιῶτες» τῆς Πάτρας, μέ μπροστάρη τόν Δημητράκη.
    - ῞Οπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει καί ὁ καπετάν Μανώλης. Καθίστε! μᾶς πρότεινε πολύ εὐγενικά ὁ Χριστόφορος.
    Ὥσπου ν᾿ ἀνταλλάξουν λίγες κουβέντες ἡ καπετάνισσα μέ τή Βάσω καί τή Χριστίνα, φάνηκε κι ὁ καπετάνιος, μέ τό καΐκι του, νά μπαίνει στό λιμανάκι τοῦ Αὐλέμονα. Μόλις κάθισε κοντά μας, ρώτησε τή Διαμαντούλα, τήν κόρη του·
    -Κεράσατε τίποτε τόν καθηγητή καί τούς γιατρούς μας;
    -Τούς πρότεινε ὁ Χριστόφορος, ἀπάντησ᾿ ἐκείνη, μά εἶπαν νά ᾿ρθεῖς ἐσύ πρῶτα καί μετά θά μᾶς ποῦν τί θά πάρουν.
    -Καλά. Προσφέρετέ μας κανένα λαφρό πιοτό γιά τήν ὄρεξη, ἀλλά βάλτε νά γίνονται καί τά φρέσκα ψάρια, πού τώρα μόλις ἔφερα.
    Ὁ καπετάνιος, ξυπόλητος καί ἀξούριστος, μοσκοβολοῦσε ἁρμύρα καί θάλασσα. ῾Ο Κόντογλου θά τόν ἔλεγε «μισός ψάρι, μισός ἄνθρωπος»! Μᾶς ζήτησε συγγνώμη πού ἄργησε λίγο, μά συμπλήρωσε·
    -῾Η θάλασσα, βλέπεις δάσκαλε, δέν σ᾿ ἀφήνει νά τήν ἀφήσεις. Εἶναι ἄλλου εἴδους ἀλκοολίκι, πού μόνο οἱ κυνηγοί καταλαβαίνουν αὐτό πού λέω.
    Τσουγκρίσαμε τά ποτήρια, πού μᾶς φέρανε μέ τά πιοτά, καί ἀρχίσαμε νά ρωτᾶμε τόν καπετάν Μανώλη διάφορα πράγματα γιά τή ζωή τῆς θάλασσας, ἰδίως ὁ Δημητράκης, γιά τά δίχτυα, τήν ἄγκυρα, τά χταπόδια κι ἕνα σωρό ἄλλα.

* * *

    Στράφηκε πρός ἐμένα καί ἄρχισε τήν κουβέντα του ὁ καπετάν Μανώλης·
    -Τό χωριό μας, πού λές Πασχάλη, καί τό λιμανάκι μας -«ὅρμος ἁγίου Νικολάου», τό γράφουν οἱ χάρτες- εἶναι πολύ ἤρεμο. Λένε οἱ γραμματισμένοι πώς «Αὐλέμονας» βγῆκε ἀπό τό «εὐλίμενος». ῎Εχει στήν ἄκρη του, πρίν ἀπό τήν εἴσοδο, ἕνα πράσινο φανάρι πού ἀναβοσβήνει, γιά νά τό βλέπουν ὅσοι ταξιδεύουν νύχτα καί νά μήν κινδυνεύουν. Οἱ ναυτικοί καταλαβαίνουν ὅτι τό πράσινο φανάρι δείχνει «ἀσφαλές λιμάνι».
    Παλιά, ὅμως, ὅπως στήν κατοχή, ἐπειδή ἦταν συχνά καταφύγιο τῶν πλοίων, ἀποτελοῦσε στόχο καί γιά ἐχθρούς καί γιά συμμάχους. Πότε τό βομβάρδιζαν τά ἐγγλέζικα καί πότε τά στούκας τά γερμανικά. ᾿Ερχόταν κάπου-κάπου καί ὑποβρύχια. Στέλνανε οἱ Γερμανοί καΐκια μέ τρόφιμα στήν Κρήτη καί τά χτυπάγανε οἱ ᾿Εγγλέζοι. Κι αὐτό δέν εἶχε τελειωμό. Αὐτό, βέβαια, εἶχε καί τό καλό του. Ξέρεις τί κονσέρβες βγάλαμε καί φάγαμε ἀπό τά βυθισμένα καΐκια; Φάγαμε ὅλοι οἱ χωριανοί καί δώσαμε κι ἀλλοῦ ἀπό κεῖνα τά βουλιαγμένα καΐκια! Κι᾿ εὐτυχῶς πού βρέθηκαν κι αὐτά, γιατί ἀλλιῶς τήν εἴχαμε δύσκολα...
    Ἄ, ξέχασα νά σᾶς πῶ τό πιό σημαντικό, μέ τά βουλιαγμένα καΐκια τῶν Γερμανῶν πού χτύπησαν οἱ ῎Αγγλοι. ῞Ενα μεγάλο ἀπό αὐτά τά καΐκια ἦταν φορτωμένο μέ τσουβάλια γεμάτα στάρι. Τό θυμοῦμαι σάν τώρα! Βουτούσαμε καί βγάζαμε τά τσουβάλια μέ τό στάρι· τό στεγνώναμε καί τό ξαρμυρίζαμε, κι ἔτσι καταφέραμε νά περάσουμε τίς δύσκολες ἐκεῖνες μέρες τῆς πείνας...
    Θέλαμε νά ρωτήσουμε τόν καπετάν Μανώλη γιά κάποιες λεπτομέρειες, μά δέν τολμούσαμε νά τόν διακόψουμε. ῾Η διήγησή του εἶχε κάτι τό ἑλκυστικό, τό μαγευτικό· ἐγώ κρατοῦσα στό χέρι μου ἕνα κλωνάρι μυρτιᾶς, πού εἶχα πάρει ἀπό τά Μυρτίδια, ὡς εὐλογία. ᾿Εκεῖνος τό εἶδε καί μοῦ εἶπε συγκινημένος·
    - Στήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα, Πασχάλη μου, ὀφείλει πολλά τό νησί μας ὁλόκληρο. ᾿Εγώ, ὅμως, τῆς ὀφείλω τή ζωή μου!
    Ἄναψε ξανά τό ἐνδιαφέρον ὅλης τῆς συντροφιᾶς καί ἡ Βάσω ρώτησε·
    - Πῶς αὐτό, καπετάνιε;
    - ῎Εχω ἰδεῖ πολλά θαύματά της στή ζωή μου, ἀλλά θά σᾶς διηγηθῶ μόνο ἕνα· κι αὐτό μέ συντομία, ὥσπου νά ᾿ρθοῦν τά ψάρια.
    Ὁ καπετάν Μανώλης ἤπιε μιά γουλιά καί ἄρχισε ν᾿ ἀφηγεῖται τό κομμάτι τῆς ζωῆς του, ὅταν ἔζησε τό θαῦμα, ἐνῶ ἐμεῖς πλησιάσαμε πιό πολύ κοντά του καί στήσαμε αὐτί γιά ν᾿ ἀκοῦμε καλύτερα.
    «῏Ηταν, πού λέτε, τέλος φθινοπώρου, ἴσως καί Νοέμβριος. Βροχερό ἀπόγευμα. Πρίν νά νυχτώσει, βγῆκα γιά μιά μικρή βόλτα στό λιμανάκι μας. ῏Ηταν ἡ τελευταία μέρα πού θά ἤμουν μέ τούς δικούς μου, γιατί λάβαμε διαταγή, οἱ νέοι τῆς ἡλικίας μου, νά πᾶμε καί νά καταταγοῦμε στό στρατό. Τήν ἄλλη μέρα ἔπρεπε νά βρισκόμαστε στόν Πειραιά καί ἀπό κεῖ...
    Τό ἀντάρτικο εἶχε φουντώσει καί εἶχε ἀνάψει παντοῦ φωτιές στήν ῾Ελλάδα. Πρέπει νά ἦταν στά 1947 -μπορεῖ νά κάνω καί λάθος, γιατί ἔχουν περάσει ἀπό τότε πάνω ἀπό πενήντα χρόνια! Δέν εἴχαμε καλά-καλά συνέλθει ἀπό τόν πόλεμο καί τίς καταστροφές μέ τούς Γερμανούς, καί ἀναγκαζόμαστε νά μποῦμε σ᾿ ἕναν ἀδερφοκτόνο πόλεμο. Ἐμένα, πού μέ βλέπετε, ὑπηρέτησα τότε στρατιώτης σχεδόν τέσσερα χρόνια, λές καί τό εἶχα ἐπάγγελμα, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι· ἀλλά σκέφτομαι τώρα πώς καί πάλι θά πήγαινα πρόθυμα γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα στόν πόλεμο, ἄν χρειαζόταν!».
     Ὁ καπετάνιος ἔκανε μιά κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, σά νά ᾿θελε νά σκουπίσει ἕνα δάκρυ, καί συνέχισε·
«Καθώς περιδιάβαζα, λοιπόν, τίς ἀγαπημένες γωνιές τοῦ λιμανιοῦ κι ἀγνάντευα τό πέλαγο, ἔνιωθα νά περνοῦν ἀπό τό μυαλό μου ἕνα σωρό θλιβερές καί μαῦρες σκέψεις· Ποῦ θ᾿ ἄφηνα τούς δικούς μου, τά μικρότερα ἀδέρφια μου, τό καΐκι μου; ...῎Εκανε κρύο καί φοροῦσα ἕνα χοντρό μαῦρο παλτό. Κι ἐκεῖ πού περπατοῦσα, εἶδα μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου κάτι νά σέρνεται καταγῆς καί ὁ ἀέρας νά τό φέρνει πρός τό μέρος μου. Φαινόταν ἕνα χαρτί καί δίχως, βέβαια, καμιά ἀξία, ἔτσι πεσμένο στό χῶμα. Μά καθώς ἐκεῖνο τόν καιρό ἦταν σπάνια τά χαρτιά, ἔσκυψα νά ἰδῶ τί εἶναι, ἀπό περιέργεια. Ξαφνιάστηκα, ὅταν ἀναγνώρισα στό χαρτί ἐκεῖνο τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. ῏Ηταν μαυρισμένη καί σέ μικρό σχῆμα, σάν φύλλο ἀπό μικρό τετράδιο. “Μεγαλόχαρή μου, φώναξα, Μυρτιδιώτισσά μου!”. Τή μάζεψα καί πολύ συγκινημένος, σταυροκοπήθηκα. ῏Ηταν λίγο λερωμένη ἀπό χώματα καί λάσπες, ἀλλά ἦταν καθαρό πώς ἦταν ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα. Τή σκούπισα προσεχτικά μέ τό μανίκι μου, τήν ἀσπάστηκα καί τήν ἔβαλα διπλωμένη στή μέσα καί ἀριστερή τσέπη τοῦ παλτοῦ μου. Κι αἰσθάνθηκα ὁλόκληρος μιά γαλήνη μέσα μου, ὅπως εἰρηνεύει ἡ θάλασσα ὕστερ᾿ ἀπό δυνατή φουρτούνα. Τό πῆρα γιά θεϊκό σημάδι αὐτό κι ἀναθάρρησα. «᾿Από δῶ κι ἐμπρός -εἶπα μέσα μου- δέν θά εἶμαι μόνος· ὅπου καί νά πάω θά ἔχω τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα μαζί μου!». Τόν κόρφο μου ζέσταινε ὄχι ἕνα ἁπλό ἐνθύμιο, μά ἕνα φυλαχτό γιά τίς δύσκολες μέρες πού εἶχα νά περάσω στό στρατό.  
Πῆρε μιά μικρή γουλιά, καί μᾶς ρώτησε·
    -Μήπως κουραστήκατε, νά σταματήσω;
    - ῎Οχι, ἀπαντήσαμε ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
    - Συνεχίζω, λοιπόν, συντομεύοντας κάπως τήν ἱστορία. Φύγαμε τήν ἄλλη μέρα μ᾿ ἕνα σαπιοκάραβο γιά τόν Πειραιᾶ. ᾿Από κεῖ, ὕστερ᾿ ἀπό μιά ὀλιγοήμερη ἐκπαίδευση, μᾶς ἔστειλαν τόν καθένα στή μονάδα του. ῞Ολοι σχεδόν φύγαμε γιά τή ζώνη ἐπιχειρήσεων. Ἡ δική μου μονάδα βρισκόταν κάπου στήν περιοχή τῆς Κοζάνης, στά βουνά πού βρίσκονται ἀνάμεσα Πτολεμαΐδα καί Βέροια. ῾Ο λόχος μου ἦταν σ᾿ ἕνα προχωρημένο φυλάκιο, σ᾿ ἕνα χωριό πού δέν θυμοῦμαι τώρα πῶς τό λέγαν. Οἱ διμοιρίες εἶχαν διασκορπιστεῖ σέ διάφορα στρατηγικά σημεῖα καί πολεμοῦσαν. Στήν ἀρχή τά πράγματα ἦταν ὑποφερτά, μά ὅταν οἱ ἀντάρτες στρυμωχτήκανε καί χάνανε πολύ ἀπό τό ἔδαφός τους, ἔγιναν πολύ σκληροί. Σωστά ἄγρια θηρία! ῎Οχι ἁπλῶς χτυπάγανε στό ψαχνό, μά ρίχνανε καί ἁλάτι στήν πληγή, πού λέει ὁ λαός. ᾿Ενῶ πρῶτα ρήμαζαν τά χωριά, παίρνοντας κάθε εἴδους τρόφιμα, τώρα ἦταν φανατισμένοι· ἔδερναν, στρατολογοῦσαν, σκότωναν...
    Μιά βραδιά, καθώς εἴχαμε προχωρήσει σ᾿ ἕνα μπουγάζι πέρ᾿ ἀπό τό χωριό, χωρίς νά πάρω εἴδηση, βρέθηκα μέ ἀρκετούς ἄντρες τῆς διμοιρίας μου κυκλωμένος ἀπό τούς λυσσασμένους ἀντάρτες, πού μᾶς χτυποῦσαν ἀπό παντοῦ. Οἱ πιό πίσω μέ τό διμοιρίτη ὀπισθοχώρησαν, ἀλλά ἐμεῖς μπροστά δέν τούς ἀκούγαμε. ᾿Εγώ εἶχα τήν εὐθύνη τοῦ ὁπλοπολυβόλου καί ἔρριχνα ὅπου ἔβλεπα στόχο ἤ φλόγα πυροβολισμοῦ ἀπ᾿ τούς ἀντάρτες.
    Εἴχαμε μείνει πέντε ἄντρες καί πιάσαμε στή δυτική ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἕνα πέρασμα. Δίπλα μας ἦταν μιά ρηχή χαράδρα. Καθώς ἤμασταν κυκλωμένοι ἀπό παντοῦ, δέν βλέπαμε διέξοδο σωτηρίας. Χτυπούσαμε στά γεμάτα κ᾿ ἐμεῖς κ᾿ ἐκεῖνοι.
    - Σᾶς ἀποκόψαμε ἀπ᾿ τούς συντρόφους σας -μᾶς φώναζαν- θά πεθάνετε!
    Μᾶς πετοῦσαν βρισιές, πού ντρέπομαι νά τίς πῶ. Στό τέλος μᾶς φώναξαν·
    - ῎Αν θέλετε νά σωθεῖτε, πετάξτε τά ὅπλα καί παραδοθεῖτε!
    Ὅταν εἴδαμε τά πολεμοφόδια νά λιγοστεύουν καί τούς ἀντάρτες νά πλησιάζουν ὅλο καί πιό ἀπειλητικοί, τά χρειαστήκαμε. Χάιδεψα τόν κόρφο, ὅπου εἶχα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιά νά πάρω θάρρος. ῾Ο διπλανός μου τά ᾿χε χαμένα. Εἶχε καθίσει κάτω μή μπορώντας νά σκεφτεῖ τίποτε, σά νά ᾿κλαιγε τή μοίρα του. Σκέφτηκα· «Πρέπει νά ὑποχωρήσουμε, ὅπου μποροῦμε, ἀλλά μέ τά ὅπλα μας, γιά νά γλυτώσουμε». Τό λέω στόν διπλανό μου, μά δέν ἤθελε ἤ δέν μποροῦσε νά μ᾿ ἀκούσει καί νά μέ καταλάβει. Εἶχε ἤδη παρατήσει τό ὅπλο του. Πῆρα, λοιπόν, μόνος μου τήν ἀπόφαση, ἀφοῦ δέν ἤξερα τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι, καί ὁ διπλανός μου δέν ἤθελε νά μ᾿ ἀκολουθήσει. ῎Αρχισα νά τρέχω καί νά ὑποχωρῶ, ἐνῶ πυροβολοῦσα. ᾿Απ᾿ τήν ἀντίθετη μεριά μοῦ φωνάζανε·
    - Ρίξε κάτω τό πολυβόλο!
    Τρέχοντας καί πυροβολώντας, ἔφτασα δίπλα σ᾿ ἕν’ ἀνάχωμα. ῎Επεσα κάτω καί κύλησα μέσα στό χαντάκι, ὅπου ἔτρεχε νερό καί ἦταν γεμάτο βοῦρλα, ὅπως καί ἡ γύρω περιοχή. Δέν κατάλαβα πῶς, μά βρέθηκα ὁ μισός μέσα στό νερό. Τό κρύο καί ἡ ὑγρασία μέ περόνιαζαν. Ξεπάγιαζα, μά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτ᾿ ἄλλο. Οἱ ἀντάρτες πέρασαν δυό-τρεῖς φορές ἀπό δίπλα μου, φωνάζοντας καί βρίζοντας, μά στό τέλος ἔφυγαν, ἀφοῦ δέν μέ βρῆκαν. ῞Ενας τους γρύλισε·
    - Μά ἡ γῆς ἄνοιξε καί τόν κατάπιε; ᾿Ενῶ ἕνας ἄλλος συμπλήρωσε·
    - Δέν κλαίω πού γλύτωσε τό κάθαρμα, μά κλαίω γιατί χάσαμε τό πολυβόλο του!


* * *

    Ἔδωσε κάποτε ὁ Θεός καί πέρασε ἡ μαρτυρική αὐτή νύχτα. ῎Εφεξε, βγῆκα ἀπό τήν ὑδάτινη κρυψώνα μου καί ἄρχισα νά ψάχνω, πασπατεύοντας τά μέλη τοῦ κορμιοῦ μου, ἄν λείπει τίποτε, ἄν τρέχαν αἵματα, ὕστερ᾿ ἀπό τόσους πυροβολισμούς πού ἔφαγα... Εἶδα πώς ἤμουν γερός, κι ἄς τουρτούριζα ἀπό τό κρύο. ῎Εκαμα τό σταυρό μου· «Δόξα τῷ Θεῷ, γλύτωσα. Χίλιες δόξες νά ᾿χεις κ᾿ ἐσύ, Μυρτιδιώτισσά μου, πού μέ προστάτεψες!».
    Πῆρα τό πολυβόλο μου καί ξαναγύρισα προσεχτικά στή μονάδα μου. Κανείς τους δέν πίστευε στά μάτια του· ὅλοι μέ εἶχαν γιά σκοτωμένο. ῞Οταν, μάλιστα, εἶδαν τή χλαίνη μου νά εἶναι κόσκινο ἀπό τίς ἀντάρτικες σφαῖρες, τότε ἡ ἀπορία τους μεγάλωσε ἀκόμη πιό πολύ καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν πῶς γλύτωσα. ᾿Εγώ, ὅμως, ἤξερα κ᾿ ἤμουν σίγουρος γιά τό ποιός ἔβαλε τό χέρι του καί οἱ σφαῖρες δέν περνοῦσαν πέρ᾿ ἀπό τή χλαίνη μου, καί σέ ποιόν χρωστοῦσα τή σωτηρία μου...
    Ἀπό τούς ἄλλους συναδέλφους μου ἄλλοι γλύτωσαν ὑποχωρώντας νωρίς, ἐνῶ δυό εἶχαν πιαστεῖ αἰχμάλωτοι. ᾿Αργότερα καταφέραμε νά τούς ἐλευθερώσουμε κι αὐτούς.
    Θυμοῦμαι πού οἱ παλιότεροι συνάδελφοι μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ ἀντάρτες στήν ἀρχή ἄφηναν ἐλεύθερους τούς στρατιῶτες πού ἔπεφταν αἰχμάλωτοι στά χέρια τους, ἀφοῦ τούς ἔπαιρναν τά ὅπλα καί τίς στολές τους. ῞Ομως, περνοῦσαν ἀπό στρατοδικεῖο μετά, γιατί ἄφησαν τόν ἐχθρό καί τούς πῆρε τά ὅπλα. Καί τό πιό σκληρό δέν ἦταν ἡ τιμωρία πού τούς ἔδινε τό δικαστήριο, μά τό ρεζιλίκι πού παθαίνανε, ὅταν οἱ ἄλλοι στρατιῶτες μέ τρόπο παράξενα σκληρό τούς βρίζανε καί τούς φτύνανε! ῏Ηταν βασανιστήριο ἀβάσταχτο κυριολεκτικά! Σοῦ ᾿ρχόταν νά πεῖς· «Δέν μέ σκότωναν καλύτερα, ἐκεῖ στή μάχη!».


* * *

    Αὐτά, ἐν συντομίᾳ, ἀγαπητέ Πασχάλη, τραβήξαμε τότε. Καί ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν ξανάρθει τέτοιος ἄγριος καί βρόμικος πόλεμος, νά χτυπάει καί νά σκοτώνει ὁ ῞Ελληνας τόν ῞Ελληνα! Δηλαδή ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό!...
    Ὕστερ᾿ ἀπό τέσσερα σχεδόν χρόνια        -πού δέν σᾶς περιέγραψα, φυσικά, ὅλα ὅσα πέρασα- γύρισα στό νησί καί στόν ὡραῖο μας Αὐλέμονα. Καί ἡ πρώτη μου δουλειά ἦταν νά πάω μαζί μέ τούς δικούς μου νά λειτουργηθοῦμε στά Μυρτίδια καί νά εὐχαριστήσουμε τήν Παναγία, πού θαυματουργικά μέ προστάτεψε καί μέ γλύτωσε. Ἐκεῖ, παρακάλεσα τόν παπά νά κάνουμε κ᾿ ἕνα μνημόσυνο γιά ὅλες τίς ψυχές τῶν συντρόφων μου, πού χάθηκαν στά βουνά τῆς Μακεδονίας, πολεμώντας γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα.

 

Π. Β. Πάσχος