Μέ τιμιότητα

me timiotita- Ἕνας ἁι-Βασίλης, δύο, τρεῖς...
 Ἡ καρδιά τοῦ Μπασάμ κόντεψε νά σπάσει, ὅταν εἶδε τό μικρό ἀγόρι νά στέκεται μπροστά του καί νά τόν κοιτᾶ στά μάτια.
 - Μαμά, εἶναι κι αὐτός ἁι-Βασίλης;
 Τά λόγια τοῦ παιδιοῦ ἔφτασαν σάν καμουτσίκι στά παγωμένα αὐτιά τοῦ Μπασάμ. Ἡ καλοντυμένη νέα γυναίκα γύρισε καί τόν κοίταξε μέ μιά ματιά ὅλο περιφρόνηση, κι ὕστερα ἅρπαξε βιαστικά τό χέρι τοῦ ἀγοριοῦ.
 - Ἐμεῖς θά βροῦμε ἄλλον, πιό καλό. Πᾶμε γρήγορα! ἀπάντησε στό παιδί καί, κουνώντας ἀκατάδεκτα τό κεφάλι της, ἀπομακρύνθηκε.
 Τί τοῦ ᾿ρθε νά γίνει ἁι-Βασίλης; Ποιός θά γυρνοῦσε νά κοιτάξει μέ συμπάθεια ἕναν ξερακιανό, ἀλλοδαπό, σχεδόν μαῦρο ἁι-Βασίλη; Ὅταν βρῆκε τή στολή πεταμένη στή γωνιά τοῦ δρόμου, νόμισε πώς βρῆκε τήν τύχη του. Μά ἐδῶ καί δυό ὧρες πού τή φόρεσε δέν τόν πλησίασε οὔτε ἕνα παιδάκι. Πίστεψε πώς κάτι θά κέρδιζε, καί τώρα ἔβλεπε τίς ἐλπίδες του μιά-μιά νά ἐξανεμίζονται.
 Ὅπου νά ᾿ναι θά κλείσει καί ἡ ἀγορά. Πῶς νά γυρίσει στό φτωχό διαμερισματάκι του μέ ἄδειες τσέπες, μέ ἄδεια χέρια; Πῶς θ᾿ ἀντικρύσει τά ἐρευνητικά μάτια τῶν δυό παιδιῶν του; Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, ἡ ἀγορά ξέχειλη ἀπό τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθά καί νά τόν περιμένουν μέ χίλιες ἐλπίδες! Ὄχι, δέν θά πήγαινε στό σπίτι του ἀπόψε. Θά ἔμενε ἐκεῖ, ἔξω ἀπό τό πολυκατάστημα. Δέν εἶχε μάτια νά τούς δεῖ, δέν εἶχε καρδιά νά τό ἀντέξει.
 - Μαμά, κοίτα! Ὁ ἁι-Βασίλης κλαίει...
 Τό κοριτσάκι, πού στεκόταν τώρα μπροστά του, τραβοῦσε ἐπίμονα τή μητέρα του πρός τό μέρος του. Σκούπισε ὁ Μπασάμ βιαστικά τά δάκρυά του καί προσπάθησε νά χαμογελάσει στό παιδί. Ἡ μητέρα τόν κοίταξε γιά μιά στιγμή μέ συμπάθεια κι ὕστερα, σάν ν᾿ ἀπολογοῦνταν, τοῦ εἶπε ψιθυριστά:
 - Πληρώσαμε ἄλλον πρίν λίγη ὥρα, νά μᾶς φέρει τό δῶρο. Λυπᾶμαι...
 Κάτι πῆγε νά τοῦ πεῖ ἀκόμα, μά θαρρεῖς πώς μετάνιωσε καί γιά τά ὅσα εἶπε μέχρι τώρα. Τράβηξε ἀπό τό χέρι τό κοριτσάκι της καί ἀπομακρύνθηκε.
 Ὁ Μπασάμ ἄφησε πιά ἐλεύθερα τά δάκρυά του νά τρέχουν καί, δίχως νά τό καλοσκεφτεῖ, κάθισε στά σκαλοπάτια τοῦ καταστήματος. Ἔτσι ὅπως καθόταν, μέ τό κεφάλι ἀνάμεσα στά δυό του χέρια, δέν ἀντιλήφθηκε ὅτι τέσσερα παιδιά τόν περικύκλωσαν καί ὅτι ἕνας πατέρας ἦταν ἕτοιμος νά τραβήξει μιά φωτογραφία. Μόνο σάν ἔνιωσε τό μικρότερο ἀπ᾿ αὐτά νά σκαρφαλώνει στά γόνατά του, ὁ Μπασάμ τά ᾿χασε καί κοίταξε ξαφνιασμένος αὐτό πού γινόταν γύρω του. Ἀγκάλιασε μέ λαχτάρα τό μικρό καί γύρισε πρός τόν πατέρα. Τό φλάς ἄναψε καί τά παιδιά χειροκρότησαν. Ὕστερα ὁ πατέρας πλησίασε τόν Μπασάμ καί, πολύ διακριτικά, τοῦ ἔχωσε στό χέρι ἕνα χαρτονόμισμα.
 - Φίλε, ἐδῶ κάνω δουλειά ἐγώ. Μήν ξανατολμήσεις...
 Ὁ ἁι-Βασίλης πού βγῆκε ἀπό τό κατάστημα τόν κοίταξε ἕτοιμος νά ὁρμήξει:
 - Φύγε ἀπό δῶ, γιατί σέ βλέπουν τά παιδιά καί σέ φοβοῦνται.
 Δέν εἶπε λέξη ὁ Μπασάμ. Σηκώθηκε ἀπό τά σκαλοπάτια κι ἔκανε μερικά βήματα. Παντοῦ ἀνεπιθύμητος. Παντοῦ βάρος. Ἔβγαλε καί κοίταξε τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν. Εἴκοσι εὐρώ γιά μιά φωτογραφία! Σκίρτησε ἡ καρδιά του. Τί θά μποροῦσε νά πάει στά παιδιά του μ᾿ αὐτά τά εκοσι εὐρώ; Ἄν ἔβρισκε ἄλλα τόσα, κάτι θά γινόταν· μά ποῦ, πῶς νά τά βρεῖ;
 «Ἄς τό βάλω αὐτό στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακκακιοῦ. Ἐκεῖ θά εἶναι πιό ἀσφαλισμένο», σκέφτηκε καί μέ μιά κίνηση ἄνοιξε τήν ἐσωτερική τσέπη τῆς στολῆς. Τοῦ ᾿ρθε νά ξεφωνίσει ἀπό τήν ἔκπληξη, ἀπό τή χαρά του. Ἐκεῖ μέσα ὑπῆρχαν διπλωμένα μερικές δεκάδες χαρτονομίσματα. Ἦταν ἕτοιμος νά τρέξει νά φτάσει τό νωρίτερο στό σπίτι του, νά πάρει τή γυναίκα του καί νά πᾶνε νά ψωνίσουν ὅ,τι χρειάζονταν, μά μιά δεύτερη σκέψη τόν καθήλωσε στή θέση του.
 Τά χρήματα δέν ἦταν δικά του. Ἦταν αὐτοῦ πού πέταξε τή στολή. Κι ἄν ἦταν καί κεῖνος κάποιος φτωχός, κάποιος πρόσφυγας πού τώρα ἀπελπισμένος τά ἔψαχνε; Δίχως ἄλλη σκέψη ἔτρεξε στή γωνιά πού βρῆκε πεταμένη τή στολή. Στό σημεῖο πού τή βρῆκε δέν ἦταν κανένας, μά λίγο πιό πέρα ἕνας νεαρός εἶχε ἀναποδογυρίσει τό μεγάλο βαρέλι τοῦ Δήμου καί ἔψαχνε ἀπεγνωσμένα.
 - Ψάχνεις γιά κάτι; ρώτησε ὁ Μπασάμ.
 Ἐκεῖνος γύρισε καί τόν κοίταξε.
 - Μιά στολή σάν τή δική σου, τοῦ ἀπάντησε ἐκνευρισμένος ὁ νεαρός.
 - Μήπως τήν εἶχες πετάξει στή γωνιά;
 Τό βλέμμα τοῦ νεαροῦ ἄστραψε.
 - Τήν εἶδες, τή βρῆκες;
 - Καί εἶχε μέσα ἀρκετά χρήματα, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ. Καί βγάζοντας τό κόκκινο σακκάκι τοῦ τό ἔδωσε. Εἶναι ὅπως τό βρῆκα...
 Ὁ νεαρός τόν κοίταξε σάν χαμένος.
 - Ἔβγαλες καί σύ κάτι τουλάχιστον; τόν ρώτησε κι ἄρχισε νά μετρᾶ τά χρήματά του.
 - Εἴκοσι εὐρώ, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ μέ πίκρα. Ἐγώ δέν ἤμουν τόσο τυχερός ὅσο ἐσύ.
 - Ξέρεις, τά μάζεψα γιά νά ἀγοράσω μηχανάκι. Ἐσύ γιατί ντύθηκες;
 - Μέ περιμένουν στό σπίτι ἡ γυναίκα μου καί τά παιδιά μου δίχως φωτιά, δίχως φαΐ. Τί νά κάνουν εκοσι εὐρώ;
 Ὁ νεαρός κοίταξε τά χαρτονομίσματα πού εἶχε στό χέρι του.
 - Ἄν δέν ἤσουν τόσο τίμιος θά τά κρατοῦσες ὅλα. Νομίζω πώς δικαιοῦσαι τά μισά.
 Δέν πρόλαβε κἄν ν᾿ ἀντιδράσει ὁ Μπασάμ. Στά χέρια του ὁ νεαρός ἄφησε ἕνα μάτσο χαρτονομίσματα, καί δίχως ἄλλη κουβέντα καβάλησε ἕνα ποδήλατο καί χάθηκε ἀπό μπροστά του.
 Ὁ Μπασάμ ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα ἔβγαινε φορτωμένος ψώνια ἀπό τό πολυκατάστημα. Ὁ «ἄγριος» ἁι-Βασίλης τόν ξεπροβοδοῦσε μέ χαμόγελα καί «καλή χρονιά». Ἔφτασε στό φτωχό διαμέρισμά του κατάκοπος καί καταϊδρωμένος. Μά σάν ἀντίκρυσε τά μελαψά μουτράκια τῶν παιδιῶν του, σάν τ᾿ ἄκουσε νά ξεφωνίζουν σάν τρελά, τοῦ ἔφυγε ὅλη ἡ κούραση.
 - Ποῦ τά βρῆκες ὅλα αὐτά, μπαμπά; Ποῦ βρῆκες τόσα χρήματα;
 Κοίταξε στά μάτια τή γυναίκα του κι ὕστερα ἀγκάλιασε τά παιδιά του.
 - Ὅσο καί νά σᾶς φανεῖ παράξενο, ὅλα αὐτά μᾶς τά στέλνει ὁ ἁι-Βασίλης, γιατί εμαστε, λέει, τίμιοι.
 -  Σοῦ τό εἶπε ἐσένα, μπαμπά; Τόν εἶδες;
  - Τόν εἶδα καί μοῦ τό εἶπε, ἀπάντησε ὁ Μπασάμ. Καί ἦταν σίγουρος πώς καί τούτη ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀληθινή καί τίμια. Καί ἦταν ἀποφασισμένος, κι ἦταν ἡ πρώτη ἀπό-φασή του στήν πρώτη μέρα τοῦ χρόνου, νά μείνει γιά πάντα τίμιος.
 Ἑ.Β.