Βρέθηκε καί πάλι χωμένη μέσα στά βιβλία καί τά τετράδιά της καί ἔνιωσε τό ἴδιο ὄμορφο αἴσθημα πού ἔνιωθε μπροστά στά 25 παιδικά κεφαλάκια τῆς τάξης της. Τοῦτα ἐδῶ τά τετράδια ἦταν ἕνα μέ τά παιδιά της, γιατί μέσα εἶχαν τόν κόσμο τους ἔτσι ὅπως τόν ζοῦσαν, ἔτσι ὅπως τόν ἤθελαν καί τόν ὀνειρευόντουσαν. Μέσα στίς ἄτσαλα γραμμένες σελίδες τους ἄγγιζε τίς ψυχές τους. Κι ἦταν φορές πού ἡ ὡριμότητά τους τήν παραξένευε κι ἄλλες πάλι πού ἡ παιδιάτικη ἁπλότητά τους τῆς ἄνοιγε καί τή δική της καρδιά καί ἤθελε ἐκεῖνες τίς ὧρες νά τά εἶχε μπροστά της, ν’ ἀνοίξει διάπλατα τήν ἀγκαλιά της, νά τά χωρέσει ὅλα.
Εἶχε νά διορθώσει τό τελευταῖο «Σκέφτομαι καί γράφω» καί πρίν ἀνοίξει τό πρῶτο τετράδιο, προσπάθησε νά θυμηθεῖ τό θέμα. Χαμογέλασε στή θύμησή του: «Τί θά ντυθῶ τίς Ἀπόκριες». Πόσο θά χαίρονταν τά παιδιά της σάν αὔριο θά τούς φανέρωνε τήν ἔκπληξη πού τούς ἑτοίμαζε! Ἕνας ἀποκριάτικος χορός στήν τάξη τους μέ ὅλα τά καλούδια πού θά ἑτοίμαζαν οἱ μανοῦλες τους. Τά φαντάστηκε νά χοροπηδοῦν ξετρελλαμένα μέ τήν εἴδηση καί ἄνοιξε τό τετράδιο.
Ἡ Χαρούλα ἤθελε, λέει, νά ντυθεῖ μπαλαρίνα κι ὁ Μιχάλης πιερότος, ἡ Σταυρούλα νεράιδα καί ἡ Ἀνθία μαρκησία. Κι ὁ Κωστάκης; Σταμάτησε μέ κάποια μελαγχολία στό ἀνοιχτό τετράδιο τοῦ Κωστάκη. «Ἐγώ», ἔγραφε, «θά ἤθελα πολύ νά ντυθῶ σοῦπερ-μαν, ὅμως ἡ μαμά λέει πώς δέν ἔχουμε λεφτά γιά στολή κι ἔτσι, γιά νά μή στενοχωριέται, τῆς εἶπα πώς δέν θέλω νά ντυθῶ τίποτα».
Προχώρησε στό ἑπόμενο τετράδιο, ὅμως εἶχε χάσει πιά τόν ἐνθουσιασμό της. Οὔτε ἡ βασίλισσα τῆς νύχτας τῆς ἔλεγε πιά τίποτα, οὔτε ὁ ἱππότης. Ἄκουε μόνο συνέχεια μέσα στ’ αὐτιά της τή φωνή τῆς Φωτεινῆς, τῆς δασκάλας τῆς πρώτης, νά τῆς ἐπαναλαμβάνει: «Ἐγώ, Δέσποινα, θά ἑτοιμάσω μερικά παιχνίδια νά παίξουν τά παιδιά χωρίς μασκαρέματα. Φαντάστηκες ἔστω κι ἕνα παιδί νά μήν ἔχει δυνατότητα ν’ ἀγοράσει στολή;». Κι ὕστερα ἔφερνε μπροστά της τόν Κωστάκη μέ τή λαχτάρα του μά καί τή μεγαλοψυχία του.
Κόντευε νά τελειώσει τή διόρθωση τῶν τετραδίων καί ὅσο προχωροῦσε τόσο ὁ προβληματισμός της μεγάλωνε. Μήπως ἔπρεπε νά ματαιώσει τόν ἀποκριάτικο χορό τῆς Β’ τάξης; Μήπως εἶχε δίκιο ἡ Φωτεινή; Κι ὅμως τό ἤξερε πολύ καλά πώς ὁ κυριότερος λόγος πού ἡ Φωτεινή δέν ἤθελε νά ντυθοῦν τά παιδιά της ἦταν γιατί ἦταν, λέει, ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἦταν εἰδωλολατρικό ἔθιμο. Τί καταλάβαιναν τάχα τά παιδιά τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας τάξης ἀπό αὐτά;
Ἄνοιξε ἄκεφα τό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη. «Αὐτός», σκέφτηκε, «εἶναι τόσο γλυκό παιδάκι πού πολύ θά τοῦ ταίριαζε νά ντυνόταν μικρός πρίγκηπας». Ξύπνησε καί πάλι μέσα της τό ἐνδιαφέρον πού ἔφτανε μέχρι καί τήν περιέργεια, γιά νά δεῖ τί εἶχε ἀποφασίσει αὐτό τό τόσο χαριτωμένο παιδί, μέ τά ὄμορφα στρογγυλά γράμματα, νά ντυθεῖ. «Ἐγώ τίς Ἀποκριές θά πάω τό πρωί στήν Ἐκκλησία καί θά κοινωνήσω κι ἔτσι ὅλη τή μέρα θά εἶμαι ντυμένος τόν Χριστό». Ἔμεινε ὥρα πολλή σκυμμένη πάνω στό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη ἡ Δέσποινα καί διάβαζε καί ξαναδιάβαζε τίς νοικοκυρεμένες γραμμές μέ τά σταράτα λόγια. Εἶχε σκεφτεῖ νά ξεπεράσει τό πρόβλημα τοῦ Κωστάκη, ράβοντάς του ἡ ἴδια τή στολή τοῦ σοῦπερ-μαν. Αὐτό ὅμως τοῦ Γρηγόρη δέν τό σκέφτηκε ποτέ. Αὐτό τοῦ Γρηγόρη τῆς θύμιζε… Ἄ, μά βέβαια, πῶς δέν τό εἶχε σκεφτεῖ νωρίτερα!
Σηκώθηκε καί ξεκρέμασε τή μικρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού εἶχε πάνω ἀπ’ τό κρεβάτι της. Τῆς τήν εἶχε χαρίσει ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ της, ὁ παπα-Ἀντρέας, μόλις πρωτοδιορίστηκε. Τήν γύρισε ἀπό τήν πίσω μεριά καί διάβασε ἐκεῖνα τά ἀκαταλαβίστικα μέχρι τώρα λόγια τοῦ παπᾶ τους. «Προσπάθησε, παιδί μου, νά ζωγραφίσεις τόν Χριστό μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν. Κι ἄν αὐτό δέν μπορεῖς νά τό κάνεις, ὅσες φορές Τόν βλέπεις ζωγραφισμένο μήν Τόν μουτζουρώνεις».
Προσκύνησε τήν εἰκόνα ντροπιασμένη. «Ὄχι, πάτερ Ἀντρέα, δέν θά τήν μουτζουρώσω», μουρμούρισε καί ξανακρέμασε τήν εἰκόνα στή θέση της. Ὕστερα ξαναγύρισε στά τετράδιά της κι ἔτσι ὅπως τά εἶδε στοιβαγμένα τό ἕνα πάνω στ’ ἄλλο φαντάστηκε μιά παρέλαση ἀπό πιερότους καί μπαλαρίνες, κλόουν καί μάγισσες, σοῦπερ-μαν καί ἱππότες, νά ὑποχωρεῖ ἄδοξα καί νά δίνει τή θέση της στήν εἰκόνα πού πρίν λίγο κρατοῦσε στά χέρια της.
Ἔκλεισε ἀποφασισμένη τό τετράδιο τοῦ Γρηγόρη ξεχωρίζοντάς το ἀπό τά ἄλλα. «Ἐσύ, μικρέ μου, μπορεῖς νά ντυθεῖς αὐτό πού διάλεξες», εἶπε σάν νά τόν εἶχε μπροστά της καί βγῆκε γιά νά πάει στό σπίτι τῆς Φωτεινῆς, γιά νά ἑτοιμάσουν μαζί τά παιχνίδια γιά τήν πρώτη καί τή δευτέρα τάξη.
Ἑλένη Βασιλείου