Ἕν φοβερόν

en foveronΠρώτη του φορά μπάρκαρε ὡς ἁπλός ναύτης ὁ Μανώλης. Τό ᾿χε πάντα ὄνειρο νά γίνει θαλασσινός. Ἔδωσε ἐξετάσεις στή σχολή ἐμποροπλοιάρχων μά δέν τά κατάφερε νά μπεῖ. Ὡς στρατιώτης ὑπηρέτησε στό ναυτικό καί ἐκεῖ ὁ πόθος του γιά τά θαλασσινά ταξίδια, ἀντί νά λιγοστέψει, τράνεψε ἀκόμα πιό πολύ. Ἔτσι σάν πῆρε τό χαρτί του ἀπό τό στρατό, τό ξεκαθάρισε στούς δικούς του πού τόν ἤθελαν σώνει καί καλά στεριανό:
 - Θά μπαρκάρω μέ τό ἐμπορικό τοῦ καπετάν Ἀντώναρου, τούς εἶπε.
 Κι ἐκεῖνοι ἤξεραν πώς ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγαν ἦταν μάταιο.
 Βρῆκε ἕναν κοντοχωριανό του πού κι ἐκεῖνος ἤθελε νά μπαρκάρει καί βρέθηκε ναύτης γεμάτος ὄρεξη καί ἐνθουσιασμό.
 Μοιράστηκε τήν καμπίνα του μέ τόν Ἄρη πού, ἄν κι ἀπό διπλανά χωριά, δέν τόν γνώριζε σχεδόν καθόλου καί σάν ἀποφάσισε νά μοιραστοῦν καί τά ὄνειρά τους κατάλαβε ὁ Μανώλης πόσο δέν ταιριάζαν οἱ δυό τους.
 Τόν Μανώλη τόν ἔκραζε ἡ θάλασσα μέ τά ταξίδια της. Τόν Ἄρη τόν ἔκραζε ἡ μεγάλη ζωή. Μπάρκαρε μόνο καί μόνο γιά νά βρεθεῖ σέ κάποια χώρα μαγική. Δέν εἶχε σκοπό νά παραμείνει ναύτης. Ἔφυγε ἁπλῶς ἀπό τό νησί γιά νά ζήσει τή ζωή του.
 Προσπάθησε ὁ Μανώλης νά τόν λογικέψει, νά τοῦ μιλήσει γιά τούς κινδύνους πού τόν περίμεναν. Ὁ Ἄρης ὅμως τίποτε δέν ἔνιωθε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ ἔλεγε ἐκεῖνος, κι ὁ Μανώλης παραιτήθηκε. Ἀπέφευγε πιά ν᾿ ἀνοίγει συζήτηση μαζί του καί κάθε φορά πού ὁ Ἄρης ἄνοιγε τό χάρτη γιά νά δεῖ ποῦ βρισκόντουσαν καί ποιό θά ἦταν τό ἑπόμενο λιμάνι, ὁ Μανώλης ἀνέβαινε στό κατάστρωμα καί τόν ἄφηνε μόνο.
 Ἕνα βράδυ, ὅταν μπῆκε στήν καμπίνα, τόν βρῆκε νά μαζεύει τά πράγματά του.
 - Δέν θά πεῖς σέ κανέναν τίποτε, εἶπε κοφτά ὁ Ἄρης. Αὔριο πιάνουμε λιμάνι γιά λίγες ὧρες. Θά βγῶ καί δέν θά ξαναγυρίσω. Μήν ἀνησυχεῖς, θά γράψω στή μάνα μου, μόλις βρῶ νά μείνω κάπου.
 Σταμάτησε καί κοίταξε σκεφτικός τόν Μανώλη.
 - Κοίτα, ἔχω καί κάτι πού μοῦ τό ἔδωσε ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ μου, ὅταν μέ ξεπροβόδησε. Ἐμένα δέ μοῦ χρειάζεται, τοῦ εἶπε. Ἄν τό θέλεις, κράτησέ το ἐσύ.
 Ἔβγαλε ἀπό τή θήκη τῆς βαλίτσας του ἕνα βιβλίο καί τοῦ τό ἔδωσε.
 - Εἶναι... εἶναι μία ἁγία Γραφή, εἶπε κομπιάζοντας, ἀλλά ἐγώ δέν πρόκειται νά τήν ἀνοίξω... Τή θές;
 Πῆρε στά χέρια του τό βιβλίο ὁ Μανώλης καί τοῦ ᾿ρθε νά τό ἀσπαστεῖ. Στή μέση τοῦ πελάγους ἡ θέα τῆς ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἔφερε δάκρυα στά μάτια.
- Τή θέλω, τοῦ ἀποκρίθηκε καί τήν ἀκούμπησε στό κομοδίνο του.
 Τήν ἄλλη μέρα ὁ Ἄρης τό ᾿πε καί τό ᾿κανε. Μάταια τό καράβι καθυστέρησε μιά ὥρα τήν ἀναχώρησή του, ὁ Ἄρης εἶχε ἐξαφανιστεῖ.
 Δέν περίμενε ὁ Μανώλης νά τοῦ στοιχίσει τόσο ἡ πράξη τοῦ φίλου του. Μπῆκε στήν καμπίνα του κι ἄφησε τά δάκρυά του νά κυλήσουν ἀβίαστα. Πῆρε ὕστερα τήν ἁγία Γραφή τοῦ Ἄρη καί τήν ἄνοιξε.
«Μή φοβᾶσαι τίποτε, παιδί μου, σάν ἔχεις τόν Θεό μαζί σου. Μή φοβᾶσαι τίποτε!», ἔγραφε στό πρῶτο φύλλο καί ἀπό κάτω ἡ ὑπογραφή τοῦ παπᾶ.
Στή δεύτερη σελίδα βρῆκε μιά κάρτα μ᾿ ἕνα ὄμορφο ἡλιοβασίλεμα καί πάνω της τυπωμένη μιά φράση: «Ἕν μόνον ἡγώμεθα εἶναι φοβερόν· τήν ἁμαρτίαν καί τό προσκροῦσαι τῷ Θεῷ». Ἱερός Χρυσόστομος.
Χρυσόστομος! Τό ὄνομά του τό θυμόταν ἀπό τή γιορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐπανέλαβε πολλές φορές τή φράση, ὥσπου τήν ἔμαθε ἀπ᾿ ἔξω. Γύρισε ἔπειτα τό ἑπόμενο φύλλο κι ἄρχισε νά διαβάζει. Τί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἐκεῖνο πού τόν κράτησε ξάγρυπνο ὅλη νύχτα διαβάζοντας γιά πρώτη φορά τήν ἁγία Γραφή; Τί ἦταν ἐκεῖνο πού τόν ἔκανε κάθε φορά πού ἔβρισκε λίγο χρόνο νά τρέχει νά τήν ἀνοίγει καί νά χάνεται μέσα στίς σελίδες της; Οὔτε ὁ ἴδιος μποροῦσε νά τό ἐξηγήσει. Οὔτε πάλι μποροῦσε νά ἐξηγήσει γιατί ἐκείνη ἡ φράση τοῦ Χρυσοστόμου ἄσκησε τόση γοητεία μέσα στήν ψυχή του.
- Μανώλη, ἀπόψε θά βγοῦμε ὅλοι μαζί νά διασκεδάσουμε λιγάκι, τοῦ εἶπε ὁ δεύτερος πλοίαρχος. Σάν νά τό παρακάνεις νομίζω, συνέχισε νά τοῦ λέει. Ὅσες φορές πιάνουμε λιμάνι ἐσύ ζητᾶς νά κάνεις νυχτερινή βάρδια στό καράβι. Ἀπόψε, θές δέ θές, θά ᾿ρθεῖς μαζί μας. Νέος ἄνθρωπος εἶσαι, βρέ παιδάκι μου, ζῆσε καί λίγο τή ζωή σου.
Μπῆκε στήν καμπίνα του ἀναστατωμένος ὁ Μανώλης. Σέ τοῦτο τό λιμάνι στόν πηγαιμό τό ἔσκασε ὁ Ἄρης γιά νά «ζήσει» τή ζωή του. Ἄν κατέβαινε νά τόν ψάξει; Ἄν ἡ τύχη τό ἔφερνε νά τόν συναντήσει; Πρώτη φορά γονάτισε ὁ Μανώλης. Ἔψαχνε κάποιον ἅγιο γιά νά ἐπικαλεστεῖ.
- Ἅγιε Χρυσόστομε, φώναξε σχεδόν. Ἅγιε Χρυσόστομε, φέρ᾿ τον στό δρόμο μου.
Παραξενεύτηκαν ὅλοι σάν τόν εἶδαν νά κατεβαίνει μαζί τους ἀπό τό καράβι.
- Ἔτσι μπράβο, τοῦ ᾿πε κτυπώντας τον στήν πλάτη ὁ δεύτερος κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι γέλασαν μέ νόημα.
Γύρισε καί τούς κοίταξε μέ λύπη κι ὕστερα τό ἔβαλε στά πόδια. Ἦταν ἀποφασισμένος μέσα στή νύχτα νά γυρίσει ὅλα τά κέντρα καί τά καταγώγια τοῦ λιμανιοῦ. Μπῆκε καί βγῆκε σέ πολλά καί κάθε φορά ἡ ψυχή του πονοῦσε περισσότερο. «Πῶς καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος!», «ποῦ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος!», ἔλεγε καί ξανάλεγε κι ἔνιωθε πώς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὅσο ποτέ τόν ἄγγιζε. Ἔτρεξε, ἔτρεξε ὁ Μανώλης καί κατά τά ξημερώματα τόν βρῆκε. Βρῆκε ἕναν Ἄρη μέ σκυμμένο τό κεφάλι νά σκουπίζει σ’ ἕνα καταγώγιο. Ἐκεῖνος σάν τόν ἀντίκρυσε ἔκανε σάν τρελός.
 - Ἡ μεγάλη ζωή, Μανώλη, ἡ μεγάλη ζωή, ἔλεγε καί ξανάλεγε ἀνάμεσα στά δάκρυά του. Τόν πῆρε καί πῆγαν στό καράβι.
 - Ξημερώθηκες, Μανωλάκη, τόν πείραξε ὁ νυκτερινός. Μά ὁ Μανώλης οὔτε πού γύρισε νά τόν κοιτάξει.
 - Κάποιος ἅγιος ἔβαλε τό χέρι του, Μανώλη. Κάποιος ἅγιος σέ ὁδήγησε σέ μένα, ἔλεγε μέ δάκρυα ὁ Ἄρης.  Γιά νά δῶ ποιός γιορτάζει σήμερα. Ἔχω τό ἡμερολόγιο πού μοῦ ᾿δωσε ἡ μάνα μου, εἶπε καί ἔβγαλε ἀπό τή μέσα τσέπη τοῦ μπουφάν του τό βιβλιαράκι.
 - Πόσο ἔχουμε σήμερα; ρώτησε τόν Μανώλη.
 - 13 Νοεμβρίου, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
 - 13 Νοεμβρίου: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Δαμασκηνοῦ ἱερομάρτυρος, διάβασε ὁ Ἄρης.
 - Ἔ, λοιπόν, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος! Τόν ἄφησες, ἀλλά αὐτός σέ βρῆκε! Μᾶλλον μοῦ τόν ἄφησες καί σέ βρήκαμε μαζί, φίλε μου.
 Ἀπό κεῖνο τό βράδυ ὁ Μανώλης καί ὁ Ἄρης ἄρχισαν νά μοιράζονται καί πάλι τήν καμπίνα. Μόνο πού τώρα πιά μοιράζονταν καί τά ὄνειρά τους, μοιράζονταν τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, μοιράζονταν τά πάντα.
 - «Ἕν μόνον ἡγώμεθα εἶναι φοβερόν», ἔλεγε ὁ ἕνας.
 - «Τήν ἁμαρτίαν καί τό προσκροῦσαι τῷ Θεῷ», συμπλήρωνε ὁ ἄλλος.
 Καί κάθε φορά πού πιάναν λιμάνι, δήλωναν κι οἱ δυό νυχτερινοί. Ἦταν ἡ καλύτερη εὐκαιρία νά διαβάσουν μαζί τήν ἁγία Γραφή.
 - Θέλουμε νά ζήσουμε τή ζωή μας, βρέ ἀδελφέ, ἔλεγαν· καί στ᾿ ἀλήθεια τή ζοῦσαν!

 

Ε.Β.