Ζη ὁ Θεός!

῾Η κ. ῎Αννα, ἡ δασκάλα τῆς Δ´ τάξης, κοίταξε μέ χαρά τίς στοιβαγμένες σχολικές τσάντες πού εἶχε μπροστά της. ῞Ολες ἔμοιαζαν σάν καινούργιες. ῏Ηταν σοφή ἡ ἰδέα τῆς μητέρας της. ῞Οσα παιδιά πῆραν καινούργια τσάντα νά ἔφερναν τίς παλιές τους στό σχολεῖο γιά νά δοθοῦν σέ ἄλλα φτωχότερα παιδιά.
    Κάλεσε, λοιπόν, πρῶτα τόν ᾿Αλέξη τῆς Ε´ τάξης, παλιό της μαθητή, πού ἤξερε πώς οἱ γονεῖς του δυσκολεύονταν οἰκονομικά, καί τοῦ εἶπε νά διαλέξει ὅποια τσάντα ἤθελε. ῾Ο ᾿Αλέξης τά ᾿χασε μπροστά στήν τόση ποικιλία.
    - ῞Οποια θέλω; ρώτησε συνεσταλμένα.
    - ῞Οποια θές, τόν ἐνθάρρυνε ἡ δασκάλα.
    Νά, ἐκεῖ μέσα στό σωρό ξεχώρισε ὁ ᾿Αλέξης τήν τσάντα πού ὅσο τίποτε ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει. ῏Ηταν μιά ὑπέροχη φιρμάτη μπλέ τσάντα σάν κι αὐτήν πού εἶχε πέρσι ὁ Νίκος ὁ Βασιλειάδης, ὁ συμμαθητής του. Μπορεῖ νά ἦταν καί ἡ ἴδια, μά τόν ᾿Αλέξη δέν τόν ἔνοιαζε. ᾿Εκεῖνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν νά γίνει δική του.
    - Αὐτήν θέλω, εἶπε καί τήν ἔδειξε μέ τρεμάμενο ἀπό τή λαχτάρα χέρι.
    ῾Η κ. ῎Αννα τήν κοίταξε χαμογελώντας καί ὕστερα ἔσκυψε καί τόν φίλησε.
    - Πάρ᾿ την, λοιπόν, δική σου εἶναι, τοῦ εἶπε καί τοῦ τή φόρεσε στούς ὤμους.
    ῎Εφυγε τρέχοντας ἤ καλύτερα πετώντας ὁ ᾿Αλέξης. ῾Η τσάντα στούς ὤμους του εἶχε γίνει φτερά.
    Φώναξε κι ἄλλα παιδιά ἡ κ. ῎Αννα καί τούς μοίρασε μία-μία ὅλες τίς τσάντες. ῎Ενιωθε χαρούμενη, ἐνθουσιασμένη καί εὐγνωμονοῦσε τή μητέρα της γιά τήν ὑπέροχη ἰδέα της.
    Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἔφτασε καί πάλι χαρούμενη στό σχολεῖο της. Εἶχε τόσο καλή διάθεση καί ὄρεξη γιά δουλειά, πού δέν ἔβλεπε τήν ὥρα νά χτυπήσει τό κουδούνι καί νά βρεθεῖ στήν τάξη μέ τά 24 παιδιά της.
    - Κυρία Νικολαΐδου, ἔρχεστε μιά στιγμή σᾶς παρακαλῶ;
    ῾Η φωνή τοῦ διευθυντῆ της, ἡ πάντα φιλική, τῆς φάνηκε λιγάκι ἐναγώνια.
    Μέσα στό γραφεῖο βρισκόταν ὁ Νίκος ὁ Βασιλειάδης μέ τή μητέρα του. Τούς κοίταξε ἀπορημένη.
    - Χθές, ἄν δέν κάνω λάθος, μοιράσατε κάτι τσάντες στά παιδιά. Δέν εἶναι ἔτσι;
    - Ναί, ἀπάντησε κοκκινίζοντας ἡ κ. ῎Αννα, γιατί δέν εἶχε σκεφθεῖ νά τόν ἐνημερώσει.
    - Τίς μοιράσατε ὅλες; Θέλω νά πῶ, μήπως περίσσεψαν κάποιες; Ρώτησε μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὁ διευθυντής.
    - ῞Ολες! Μά δέν καταλαβαίνω, συνέβη κάτι; ρώτησε, ἀπευθυνόμενη περισσότερο στή μητέρα τοῦ Νίκου παρά στόν διευθυντή της ἡ κ. ῎Αννα.
    - ῾Ο Νίκος ἔδωσε τήν τσάντα χωρίς νά μέ ρωτήσει. Αὐτό δέ θά πείραζε καθόλου, ἄν ἐγώ τόν τελευταῖο καιρό δέν τή χρησιμοποιοῦσα γιά νά ἀσφαλίσω ἐκεῖ διάφορα προσωπικά μου πράγματα. ῎Ετσι, ὁ Νίκος τήν παρέδωσε δίχως νά τήν ἀνοίξει. Μέσα στήν ἐσωτερική θήκη της εἶχα τοποθετήσει ἕνα φάκελο μέ 1.000 εὐρώ, πού τά προόριζα γιά νά τοῦ ἀγοράσω ἕναν φορητό ὑπολογιστή. ῞Οποιος καί νά τήν πῆρε ἀποκλείεται νά μᾶς τά γυρίσει πίσω.
    - Μήν κάνετε ἔτσι, κ. Βασιλειάδου. ᾿Εγώ ξέρω σέ ποιά παιδιά ἔδωσα τίς τσάντες καί θά βροῦμε τήν ἄκρη, τήν καθησύχασε ἡ κ. ῎Αννα.
    - Τήν ἄκρη μπορεῖ νά τή βροῦμε, κυρία μου, ἀπάντησε λιγάκι ἐπιθετικά ἡ μητέρα τοῦ Νίκου, τά χρήματα ὅμως πολύ ἀμφιβάλλω ἄν θά τά βροῦμε. ῞Ολα τά παιδιά πού πῆραν τίς τσάντες εἶναι φτωχά καί σπάνια βλέπουν μαζεμένα τόσα λεφτά. Φοβᾶμαι πώς αὐτός πού πῆρε τήν τσάντα δέ θά παραδεχτεῖ πώς βρῆκε μέσα τίποτε.
    nike-blue- Πῶς ἦταν ἡ τσάντα σου, Νίκο; ρώτησε δίχως νά δώσει σημασία στά λόγια τῆς μητέρας ἡ κ. ῎Αννα.
    - ῏Ηταν μιά μπλέ ΝΙΚΕ, ἀπάντησε σχεδόν κλαίγοντας ἐκεῖνος.
    Τά μάτια τῆς κ. ῎Αννας ἔλαμψαν. ῾Η ὄμορφη ΝΙΚΕ μπλέ τσάντα, ἡ χαρά τοῦ ᾿Αλέξη σάν τήν πῆρε στά χέρια του, τά φτερά πού τοῦ ἔδωσε σάν τοῦ τή φόρεσε στούς ὤμους. ῏Ηταν ἕτοιμη νά πεῖ πώς ναί, ἤξερε σέ ποιόν τήν ἔδωσε, ὅταν εἶδε νά στέκεται στήν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ διευθυντῆ ὁ ᾿Αλέξης μέ τήν τσάντα στόν ὦμο, πλάι στή μητέρα του.
    - Μποροῦμε νά περάσουμε; ρώτησε ὅσο ποτέ σοβαρός ὁ ᾿Αλέξης, καί δίχως νά περιμένει ἀπάντηση μπῆκε μέσα.
    - ῾Η κ. ῎Αννα μοῦ ἔδωσε χτές αὐτή τήν τσάντα εἶπε δείχνοντας τήν μπλέ ΝΙΚΕ. ῞Οταν πῆγα στό σπίτι καί τήν ἄνοιξα γιά νά βάλω τά βιβλία μου, μέσα βρῆκα ἕνα φάκελο μέ 1.000 εὐρώ.
    ᾿Εγώ χάρηκα πολύ γιατί ἤξερα πώς χρωστούσαμε δυό νοίκια, ὅμως ἡ μαμά ἐπιμένει πώς ἔγινε κάποιο λάθος. ᾿Εγώ τῆς εἶπα πώς ὁ Θεός μᾶς τά ἔστειλε, γιατί Τόν παρακάλεσα πολύ, μά ἐκείνη δέ μέ πολυπιστεύει κι ἦρθε νά ρωτήσει τί συμβαίνει.
    - ᾿Αλέξη, ἡ τσάντα ἦταν τοῦ Νίκου, ἄρχισε νά λέει ἡ δασκάλα του.
    - Τό κατάλαβα, φώναξε χαρούμενος ὁ ᾿Αλέξης, καί σκέφτηκα πώς εἶναι τόσο πονόψυχος ὁ Νίκος, πού θά ἔπεισε τούς γονεῖς του νά βάλουν στήν τσάντα καί τά χρήματα. ῎Ετσι δέν εἶναι Νίκο;
    ῾Ο Νίκος ἄκουγε τόν συμμαθητή του κατακόκκινος, μέ τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Γύρισε καί κοίταξε τή μητέρα του μέ βλέμμα γεμάτο ἱκεσία.
    ᾿Εκείνη ἔκανε ἕνα βῆμα κι ἀγκάλιασε τόν ᾿Αλέξη·
    - Πολύ καλά τό σκέφτηκες, παιδί μου, ἔτσι ἀκριβῶς γίναν τά πράγματα. Κυρία, τό παιδί ἔχει δίκιο, τά χρήματα σᾶς ἀνήκουν. Εἶναι γιά τά δυό νοίκια καί γιά ὅ,τι ἄλλο χρειαστεῖ.
    - Εἶστε, εἶστε ἡ μητέρα τοῦ Νίκου; ἔκανε τρελή ἀπό τή χαρά της ἡ μητέρα τοῦ ᾿Αλέξη.
    - Ναί, εἶμαι ἡ μητέρα τοῦ Νίκου καί σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε αὐτά τά χρήματα γιά χάρη τοῦ ᾿Αλέξη καί γιά χάρη τοῦ Νίκου.
    ῾Η κ. ῎Αννα ἀγκάλιασε τά δυό παιδιά δακρυσμένη καί ἔχοντάς τα στήν ἀγκαλιά της τά ὁδήγησε στήν τάξη τους. Οἱ δυό μάνες χώρισαν συγκλονισμένες καί ὁ διευθυντής θυμήθηκε αὐτό πού ξέχασε τόν τελευταῖο καιρό, πώς στ᾿ ἀλήθεια ζῆ ὁ Θεός. Καί ἡ κ. ῎Αννα; ῎Α! ἡ κ. ῎Αννα ἦταν πάντα σίγουρη γι᾿ αὐτό, μά σήμερα ὅλο τῆς ἐρχόταν νά τό ψιθυρίζει· «Ζῆ ὁ Θεός... Ζῆ ὁ Θεός!».

 

Ε.Β.