Ἁπολύεται!

 Πάντα τό ἔλεγε ὁ Χάρης πώς ὁ Ἰούνιος δέν εἶναι μήνας γιά ἐξετάσεις. Δηλαδή, κανένας μήνας δέν εἶναι γιά ἐξετάσεις, μά ὁ Ἰούνιος ἕνα παραπάνω. Καί εἶχε καί ἐπιχειρήματα γι᾿ αὐτό. «Ὁ Ἰούνιος», ἔλεγε, «εἶναι ὁ πρῶτος μήνας τοῦ καλοκαιριοῦ, τ᾿ ἀκοῦτε; Τοῦ καλοκαιριοῦ. Καί οἱ ἐξετάσεις... τόν κακό τους τόν καιρό!» Ἔ, πῶς μποροῦν νά συνυπάρχουν ἐξετάσεις καί καλοκαίρι, δέν τό κατάλαβε ποτέ ὁ Χάρης. Καί ἐπειδή δέν τό κατάλαβε, κουβαλοῦσε πάντα δυό- τρία μαθήματα γιά τό Σεπτέμβριο.
 Ὁ Χάρης ἦταν ὁ καημός τῆς μάνας του. Πανέξυπνο παιδί, τῆς τό ἔλεγαν ὅλοι οἱ καθηγητές, ὅμως δέν εἶχε τό μυαλό του στά γράμματα. Καί ποῦ τό εἶχε; Ὁ Χάρης εἶχε τό νοῦ του μόνο στό παιχνίδι καί στή σκανδαλιά.
 Καί οὔτε καί τώρα, πού ἔγινε ὁλόκληρο παλληκάρι, ἔλεγε νά σοβαρευτεῖ καί νά ὡριμάσει. Ἔφτασε στήν Γ΄Γυμνασίου μέ χίλιους μύριους κόπους, καί δέν ἔλεγε καί στίς φετινές ἐξετάσεις νά ἀνοίξει βιβλίο. Ἄσε πού κόντεψε νά μείνει ἀπό ἀπουσίες. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν ἀναστάτωσε λίγο. Ἀφοῦ, μέχρι νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν ἔμεινε, δέν εἶχε ὄρεξη οὔτε γιά παιχνίδι οὔτε γιά σκανδαλιά!
 Ἡ ἀλήθεια, βέβαια, εἶναι ὅτι ὁ Χάρης μέ ὅλη τή ζωηράδα του ἦταν ἕνα χρυσό παιδί. Κι αὐτό τό ἤξερε καί ἡ μάνα του, τό ἤξεραν καί οἱ καθηγητές του. Γι᾿ αὐτό καί παρ᾿ ὅλο πού κάποιες φορές δέν τόν ἄντεχαν, ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν.
 Οἱ ἐξετάσεις κυλοῦσαν ὁμαλά, «χωρίς ἐκπλήξεις», ὅπως θά ἔλεγε μέ τό χιοῦμορ του ὁ Χάρης.
«Φαντάσου νά γράψω στήν ἱστορία 20! Θά τραβάει τά μαλλιά της ἡ γυναίκα. Ἄσε, μάνα, νά μήν ἔχω καί τό κρίμα της», ἔλεγε στή μάνα του, πού προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά διαβάσει.
 Ἔγραψε ὅ,τι ἤξερε στήν ἱστορία ὁ Χάρης καί, μόλις βγῆκε ἀπό τήν αἴθουσα, θυμήθηκε πώς ἔπρεπε νά δώσει μιά φωτογραφία του στόν διευθυντή γιά τό ἀπολυτήριο.
 «Ποῦ ξέρεις; Μπορεῖ καί νά μοῦ τό δώσουν!», εἶπε χαμογελαστά στόν ἑαυτό του καί τράβηξε γιά τό γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ.
 - Ἔχω ἀγωνία, μέ καταλαβαίνετε; ἄκουσε μιά γυναίκα νά λέει στόν διευθυντή. Τό παιδί μου εἶναι ἄβγαλτο κι ἔμαθα ὅτι τώρα τελευταῖα κάνει παρέα μέ τόν Χάρη τόν Τσακίρη. Ἔχω ἀκούσει γι᾿ αὐτόν πώς εἶναι ἀλητόπαιδο.
Τά πόδια τοῦ Χάρη κόπηκαν καί ἦταν ἕτοιμος νά σωριαστεῖ κάτω. Γι᾿ αὐτόν μιλοῦσε ἔτσι αὐτή ἡ κυρία;
- Σᾶς παρακαλῶ, κυρία μου, ἡσυχάστε! Μπορῶ νά σᾶς βεβαιώσω πώς ὁ γιός σας δέν κινδυνεύει ἀπό τόν Τσακίρη. Ὁ Χάρης δέν εἶναι ἀλήτης οὔτε κακό παιδί. Εἶναι ἁπλά πολύ ζωηρός, πολύ ζωντανός. Ἔχει ὅμως καί ἦθος καί ἀρχές καί προπαντός ἔχει χρυσή καρδιά.
Δάκρυα ἀνέβηκαν στά μάτια τοῦ Χάρη μέ ὅλα τοῦτα πού ἄκουγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί τήν ἄνοιξε, πρίν ἀκούσει τό «ἐμπρός». Πλησίασε τόν διευθυντή του καί, πρίν προλάβει ἐκεῖνος νά συνέλθει ἀπό τήν ἔκπληξή του, ἅρπαξε στά χέρια του τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
- Σᾶς εὐχαριστῶ, κύριε! εἶπε καί ἄφησε τή φωτογραφία του πάνω στό γραφεῖο. Ὕστερα στύλωσε τά δακρυσμένα του μάτια πάνω στή μάνα τοῦ Γιώτη.
 - Ὁ Γιώτης, κυρία, εἶναι φίλος μου καί τόν ἀγαπῶ. Δέν θά ἤθελα οὔτε κι ἐγώ νά πάθει κακό, εἶπε σάν νά μετροῦσε τά λόγια του ὁ Χάρης καί, ἀφοῦ χαιρέτησε, βγῆκε ἀπό τό γραφεῖο.
Εἶχε μιά χαρά μέσα του, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν ἀκόμα δακρυσμένος. Τά λόγια τοῦ διευθυντῆ ἦταν γι᾿ αὐτόν τό καλύτερο ἀντίδοτο στά λόγια τῆς μητέρας τοῦ Γιώτη.
 - Χάρη! Ἔ, Χάρη, περίμενέ με!
 Ἡ φωνή τοῦ Γιώτη, πού μόλις εἶχε βγεῖ ἀπό τήν αἴθουσα, τόν πανικόβαλε. Πῶς θά τόν ἀντίκρυζε ἔτσι, μέ κόκκινα τά μάτια;
 - Μιά στιγμή, νά πάω τή φωτογραφία στόν διευθυντή καί ἔρχομαι.
 Πρίν προλάβει νά ἀπαντήσει ὁ Χάρης, ὁ Γιώτης βρέθηκε κιόλας στό γραφεῖο. Δέν κάθισε νά τόν περιμένει· ἤξερε ὅτι λιγάκι θ᾿ ἀργοῦσε. Ξεκίνησε γιά τό σπίτι του προβληματισμένος. Γιά νά μιλᾶ ἔτσι ἡ μητέρα τοῦ Γιώτη, ἄρα αὐτήν τήν εἰκόνα δείχνει πρός τούς ἔξω, σ᾿ ἐκείνους, ἔστω, πού δέν τόν ξέρουν.
 Παραξενεύτηκε ἡ μάνα του, πού τόν εἶδε σοβαρό. Παραξενεύτηκε ἀκόμα, πού τόν εἶδε ν᾿ ἀνοίγει τό βιβλίο τῆς Βιολογίας καί νά διαβάζει. Παραξενεύτηκαν καί ὁ πατέρας του μέ τά ἀδέλφια του, πού στό μεσημεριανό τραπέζι δέν πείραξε κανέναν.
 Κόντευαν νά ἀποφάγουν, ὅταν χτύπησε ἡ πόρτα τους. Τινάχτηκαν ὅλοι ἀπό τίς θέσεις τους, ὅταν εἶδαν τόν διευθυντή τοῦ σχολείου νά στέκεται στήν εἴσοδο. «Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σοβαρότητα τοῦ λεβέντη μας», σκέφτηκαν ὅλοι. «Ποιός ξέρει τί θά σκάρωσε καί σέ τί μπελάδες μᾶς ἔβαλε!»
 - Μέ συγχωρεῖτε, ἀπολογήθηκε ὁ διευθυντής, μά δέν ἄντεχα νά μήν ἔρθω νά σᾶς συγχαρῶ γιά τόν Χάρη.
Κοιτάχτηκαν ἀπορημένοι ὅλοι μεταξύ τους κι ὁ Χάρης τόν κοίταξε, δίχως νά καταλαβαίνει.
 Κάθισε πολλή ὥρα μαζί τους ὁ διευθυντής καί εἶπαν πολλά. Κι ὁ Χάρης τά ἄκουγε μέ τό κεφάλι σκυμμένο, μέ τό πρόσωπο νά βγάζει φωτιά.
- Ὁ Γιώτης, παιδί μου, ἄκουσε τόν διευθυντή νά ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτόν, ὅταν ἔμαθε ἀπό τή μητέρα του τό λόγο τῆς παρουσίας της στό γραφεῖο μου, ἔγινε ἔξω φρενῶν. Καί τότε ἀνάμεσα σέ δάκρυα καί ὀργισμένες φωνές μᾶς ὁμολόγησε τόν τρόπο πού γίνατε φίλοι.
- Ὁ γιός σας, κ. Τσακίρη, συνέχισε ἀπευθυνόμενος τώρα στόν πατέρα, τόν ἔσωσε ἀπό βέβαιο μπλέξιμο.   Ὁ Γιώτης στά μέσα τῆς χρονιᾶς ἦταν ἀπελπισμένος ἀπό τό χωρισμό τῶν γονιῶν του καί θέλησε νά βρεῖ διέξοδο στά ναρκωτικά. Δέν ξέρω πῶς, ἀλλά ὁ Χάρης ἀντιλήφθηκε τή συναλλαγή πού εἶχε μέ κάποιον ἐξωσχολικό καί, ἀφοῦ τόν πλησίασε, τόν ἔπεισε πώς δέν ἔπρεπε νά τό κάνει. Ἀπό τότε ὁ Χάρης ἔγινε ὁ σύντροφος τοῦ Γιώτη, καί ὁ Γιώτης δίπλα στόν ζωντανό καί καλόκαρδο φίλο του ξεπέρασε τό πρόβλημά του.
 Ὅταν ὁ διευθυντής σηκώθηκε νά φύγει, ἅπλωσε τό χέρι του καί τράβηξε στήν ἀγκαλιά του τόν Χάρη.
- Τόσο καλό παιδί πού εἶσαι, δέ γίνεται νά γίνεις καί λίγο διαβαστερός;
Δέν μίλησε ὁ Χάρης, μόνο πῆρε ἐκεῖνο τό στιβαρό χέρι τοῦ διευθυντῆ του, πού ἦταν ἁπλωμένο πάνω του, καί τό ξαναφίλησε. Δέν εἶπε τίποτα κι οὔτε ἔδωσε ὑποσχέσεις, ὅμως οἱ ἑπόμενες μέρες τῶν ἐξετάσεων εἶχαν καί τίς ἐκπλήξεις τους. Καί ἦταν πολλοί οἱ καθηγητές πού διορθώνοντας τό γραπτό τοῦ Χάρη τοῦ Τσακίρη ἔξυναν τό κεφάλι τους καί ἔλεγαν: «Τό ἔλεγα ἐγώ, πώς αὐτό τό παιδί εἶναι ἀετός. Μπράβο, Χάρη, μπράβο! Τούς ἔβαλες ὅλους γυαλιά».

Ἑ. Β.