Τή γιαγιά τή Δέσποινα τήν ἀγαποῦσα ἀπό παιδί καί τή θαύμαζα. Δέν ἦταν πραγματική γιαγιά μου, μάνα τοῦ πατέρα μου ἤ τῆς μάνας μου, μά τήν ἔνιωθα τέτοια. Ἔμενε στή γειτονιά μου, λίγο πιό πάνω ἀπό τό σπίτι μου. Καί τό σπίτι της μοσχοβολοῦσε λιβάνι, βασιλικό καί γκιούλι. Θαρρεῖς καί ὅλες αὐτές οἱ εὐωδιές πότισαν καί τό δικό της σῶμα καί τή δική της ψυχή.
Κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔτρεχα νά πιάσω θέση δίπλα της, νά βλέπω ἀπό τή φθαρμένη της Σύνοψη καί νά τήν παρατηρῶ μέ δέος, καθώς τά χείλη της ψέλλιζαν λόγια τρυφερά καί πονετικά στόν Νυμφίο. Πόσο τίς νοσταλγῶ ἐκεῖνες τίς Μεγάλες Ἑβδομάδες πλάι σέ κείνη τήν εὐωδιαστή ὕπαρξη!
Μιά τέτοια Μεγάλη Ἑβδομάδα, μεγάλη πιά ἐγώ, συνόδεψα τή γιαγιά Δέσποινα ἀπό τήν ἐκκλησιά στό σπίτι της μετά τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιαγιά μοῦ φάνηκε ἄκεφη, λυπημένη. Αὐτό μέ παραξένεψε πολύ, ὄχι ὅμως πιό πολύ ἀπό τόν λόγο τῆς λύπης της.
- Ὁ Θεός, παιδάκι μου, μοῦ εἶπε, μέ ξέχασε...
- Τί λές, γιαγιά! διαμαρτυρήθηκα. Εἶναι δυνατόν νά τό λές ἐσύ αὐτό;
- Κι ὅμως, ἐπέμενε ἡ γιαγιά. Ἐσύ εἶσαι ἀκόμα πολύ νέα, γιά νά τό καταλάβεις. Ἐγώ εἶμαι 84 ἐτῶν καί δέν μοῦ ἔστειλε ὁ Εὐλογημένος οὔτε ἕναν πονοκέφαλο. Δέν ξέρω τί θά πεῖ πόνος, οὔτε τά πόδια μου πονᾶνε οὔτε τά χέρια μου. Πῶς νά λαφρύνω λίγο τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μου ἐγώ, πού δέν πόνεσα ποτέ;
Τήν κοίταξα ὅπως κοιτᾶ κανείς τό ἐξωγήινο, δίχως νά μπορῶ νά πῶ λέξη.
- Προσευχήσου, παιδί μου, κι ἐσύ! Παρακάλεσέ τον νά μέ θυμηθεῖ, νά μοῦ στείλει μιά ἀρρώστια, ἕναν πόνο. Πῶς θά φύγω ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή δίχως νά ξέρω πώς ὁ Θεός μέ ἐπισκέφθηκε;
Ἦταν τότε ἡ πρώτη φορά στή ζωή μου πού μάθαινα πώς ὁ πόνος καί ἡ ἀρρώστια εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιά σιγουριά, ὅτι ὁ Θεός μέ θυμᾶται.
Γιά νά πῶ τήν ἀλήθεια, ποτέ δέν μοῦ ἦρθε νά προσευχηθῶ νά στείλει ὁ Θεός πόνο καί ἀρρώστια στήν ἀγαπημένη μου γιαγιά. Ὅμως καί μένα μοῦ φαινόταν παράξενο πῶς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά φτάσει στά 84 του χρόνια δίχως νά νιώσει πόνο, δίχως ν᾿ ἀρρωστήσει ἔστω μέ ἕναν πυρετό.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια δίχως νά δῶ τή γιαγιά Δέσποινα. Δέν πέρασε ὅμως μέρα πού νά μήν τή θυμηθῶ. Ὅταν ξανανταμώσαμε, τό πρόσωπό της, παρ᾿ ὅλο πού πέρασαν ἀπό πάνω του ἄλλα τέσσερα χρόνια, μοῦ φάνηκε σχεδόν νεανικό. Ἔλαμπε ὁλόκληρη κι εἶχε στά χέρια της ἕνα μπαστούνι. Τό σήκωνε ψηλά καί μοῦ τό ἔδειχνε, ὅπως δείχνει κανείς τό δῶρο πού πῆρε καί πού τόσο τό περίμενε.
- Μέ θυμήθηκε ὁ Θεός! μοῦ εἶπε καί τά μάτια της ἔλαμψαν ἀκόμα περισσότερο.
Ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα ἦταν χαρούμενη, γιατί πηγαίνοντας ν᾿ ἀνάψει τά καντήλια στό ξωκλήσι τ᾿ Ἁι-Γιώργη, πράγμα πού τό ἔκανε κάθε μέρα ὅλα τά χρόνια, ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι της. Ἔτσι στά 88 της χρόνια σιγουρεύτηκε πώς ὁ Θεός δέν τήν ξέχασε.
Πέρασε καιρός καί τά ἔφερε καί πάλι ἔτσι ὁ Θεός νά ξαναβρεθῶ Μεγάλη Ἑβδομάδα στό χωριό μου. Τή Μ. Δευτέρα πέρασα νά πάρω τή γιαγιά Δέσποινα, γιά νά πᾶμε μαζί στήν ἀκολουθία. Τή βρῆκα ξαπλωμένη καί ἄρρωστη.
- Δέν πονάω πουθενά, μοῦ εἶπε, μά δέν ἔχω δυνάμεις νά σηκωθῶ.
Πῆγα στήν ἐκκλησία καί κάθισα στή θέση της. Ὅλα τά λόγια τά τρυφερά, τά πονετικά πού ἔλεγαν τά χείλη της στόν Νυμφίο, δίχως νά τό καταλάβω, ἀνέβηκαν μέσα ἀπ᾿ τήν καρδιά μου καί στά δικά μου χείλη. Κι ὕστερα τοῦ εἶπα λόγια τρυφερά καί γιά κείνην, πού τόσο τόν ἀγάπησε. Ὄχι, δέν ἦταν ἀλήθεια τό ὅτι ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα δέν πόνεσε ποτέ στή ζωή της· δέν ἦταν ἀλήθεια πώς δέν ἔνιωσε κάτι ἀπό τόν πόνο τοῦ Χριστοῦ πάνω στό σταυρό του. Γιατί ἡ εὐωδιαστή αὐτή ὕπαρξη ἔζησε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης ἀπό τά πρῶτα νεανικά της χρόνια. Ὁ ἄνδρας της, πού τόσο ἀγαποῦσε, ἔφυγε στήν Ἀγγλία καί τήν ξέχασε κι αὐτή καί τό παιδί τους. Κακιά κουβέντα δέν τήν ἄκουσα νά πεῖ γι᾿ αὐτόν ποτέ μου κι οὔτε κακία φάνηκε ποτέ νά τοῦ κρατᾶ.
- Λές, παιδί μου, νά μέ καλέσει κοντά του; μέ ρώτησε τήν ἄλλη μέρα πού πῆγα νά τή δῶ, καί τό βλέμμα της ἔγινε γιά μιά στιγμή ἀπόκοσμο. Λές, κόρη μου, νά μ᾿ ἀξιώσει νά πεθάνω τή μέρα πού καί Κεῖνος πέθανε; Μά τί εἶναι αὐτά πού σοῦ λέω, παιδάκι μου! Ποιά εἶμαι ἐγώ, γιά νά μοῦ κάνει αὐτή τήν τιμή;
Σώπασε ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα καί ἀπό τότε δέν ξανάνοιξε τό στόμα της νά πεῖ κουβέντα. Μόνο μέ τίς λιγοστές της δυνάμεις κάτι ψιθύριζε μέσα ἀπ᾿ τά χείλη της καί κανένας δέν καταλάβαινε παρά μονάχα ἐγώ, πού εἶχα μάθει νά τά διαβάζω κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα πού καθόμουν δίπλα της.
Ἡ γιαγιά ἡ Δέσποινα ἔσβησε ἥσυχα κι ἁπλά τή Μ. Παρασκευή τό ἀπόγευμα καί τήν ξενυχτήσαμε μαζί μέ τόν μεγάλο Νεκρό. Τή θάψαμε τό Μ. Σάββατο τό μεσημέρι μετά τό «Ἀνάστα ὁ Θεός», κι ὅλα γύρω μύριζαν λιβάνι, βασιλικό καί γκιούλι. Ὅλα μέσα μου κι ἔξω μου μύριζαν Ἀνάσταση.
Ἑ.Β.