Ἦταν ξημέρωμα. Μόλις πού εἶχε ἀρχίσει ν᾿ ἀχνοφέγγει. Κάποια μακρινά γαυγίσματα σκύλων καί κάποια κραξίματα πετεινῶν ἔκαναν τήν καρδιά τῆς Κατερινιῶς νά κτυπήσει ἀκόμα πιό δυνατά. Ναί, τοῦτο τό μονοπάτι πού βάδιζε τώρα τό ᾿ξερε καλά καί τούτη ἡ μυρωδιά, πού ἔφτανε ὥς τή μύτη της μέ τόν πρωινό ἀέρα, τῆς ἦταν γνώριμη. Ἦταν ἡ μυρωδιά τοῦ χωριοῦ της. Ἔφτανε, ἐπιτέλους ἔφτανε! Ἡ μάνα της εἶναι ἐκεῖ, τ᾿ ἀδέλφια της εἶναι ἐκεῖ! Κι ἄν δέν εἶναι; Κι ἄν τούς πῆραν κι αὐτούς οἱ ἄπιστοι; Κι ἄν σκότωσαν τή μάνα της ὅπως σκότωσαν τόν πατέρα της τότε πού δέν τούς ἄφηνε νά τήν πάρουν ἀπό τήν ἀγκαλιά του; Ὄχι, ὄχι δέν μπορεῖ!
Ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, ἀπό τότε πού δέκα χρονῶν κοριτσάκι τήν ἅρπαξαν ἀπό τό σπίτι της, ἄλλο δέν σκεφτόταν τό Κατερινιώ, ἄλλο δέν μελετοῦσε ἀπό τό πῶς μιά μέρα θά τό σκάσει, γιά νά βρεθεῖ καί πάλι κοντά σ᾿ αὐτούς πού ἀγαποῦσε.
Ἔφτασε κοντά στά πλατάνια μέ τήν πηγή κι ἦταν ἕτοιμη νά σωριαστεῖ μέ λαχτάρα πλάι στό νερό, ὅταν ἄκουσε ποδοβολητά ἀλόγων. Μέ τά γόνατα παραλυμένα ἀπό τό φόβο κρύφτηκε πίσω ἀπό ἕνα χοντρό κορμό πλατανιοῦ.
Οἱ καβαλάρηδες ξεπέζεψαν καί πῆραν νά γιομίσουν τά παγούρια τους. Δέν μποροῦσε νά τούς δεῖ ἀπό κεῖ πού ἦταν, μά ὅμως τούς ἄκουγε καθαρά. Μιλοῦσαν τούρκικα:
- Δίκιο ἔχει ὁ ἀφέντης. Πῶς δέν τό σκεφτήκαμε τόσο καιρό; Θά πάει ὅμως σήμερα ὁ Νικολός στήν ἐκκλησία;
- Δέν ἀφήνει ὁ γκιαούρ Κυριακή πού νά μείνει ἀλειτούργητος, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἄλλου. Σίγουρα θά κατεβεῖ καί σήμερα στό χωριό καί τότε οἱ δικοί μας θά πετσοκόψουν τούς γκιαούρηδες πάνω στό βουνό.
Τό Κατερινιώ πίσω ἀπό τό δένδρο παρακολουθοῦσε μ᾿ ὀρθάνοιχτα αὐτιά καί μέ κομμένη τήν ἀνάσα. Ὥστε σήμερα εἶναι Κυριακή, ὥστε σήμερα, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, θά πήγαινε στήν ἐκκλησιά!
- Ἄν μυριστεῖ ὁ Νικολός τ᾿ ἀσκέρι μας; ρώτησε μ᾿ ἀνησυχία ὁ ἕνας.
- Δέν θά τό μυριστεῖ, ἀπάντησε μέ σιγουριά ὁ ἄλλος. Ἔχει νά πέσει τουφεκίδι στήν περιοχή ἐδῶ καί τρεῖς μῆνες. Ξεθάρρεψαν οἱ γκιαούρηδες καί δέν φοβοῦνται πιά. Χωρίς τόν καπετάνιο τους θά τά χάσουν καί θά τούς ξεκάνουμε ὅλους. Ἔπειτα κατεβαίνουμε στό χωριό καί καθαρίζουμε καί μέ κεῖνον.
Ξέσπασαν κι οἱ δυό σ᾿ ἕνα χαχανητό κι ἀφοῦ ἀνέβηκαν στ᾿ ἄλογά τους ἐξαφανίστηκαν μέ καλπασμό. Πέτρωσε ἐκεῖ πού καθόταν τό Κατερινιώ. Πέτρωσε γιά μιά στιγμή μονάχα. Ἔπειτα τινάχτηκε ἀπό τή θέση της κι ἄρχισε σάν ζαρκάδι ν᾿ ἀνεβαίνει τό βουνό.
Ἔτρεχε, ἀνέβαινε καί δέν ἔβλεπε τίποτα μπροστά της. Δέν ἤξερε κἄν κατά ποῦ βρίσκεται τό λημέρι τῶν κλεφτῶν. Ἄφησε τήν καρδιά της νά ὁδηγήσει τά πόδια της καί κείνη δέν λάθεψε.
Κάμποσοι κλέφτες παρακολουθοῦσαν μέ ἀπορία μιά Τουρκάλα ν᾿ ἀνεβαίνει στό λημέρι. Τό Κατερινιώ οὔτε κἄν θυμόταν πώς ἡ φορεσιά της ἦταν τουρκική. Μά σάν ἔφτασε κι εἶδε τήν ἀπορία στά μάτια τῶν ἀντρῶν, φώναξε δυνατά στά ἑλληνικά:
- Τόν καπετάν Νικολό θέλω· γρήγορα νά δῶ τόν καπετάνιο.
- Ποιά εἶσαι τοῦ λόγου σου καί θέλεις νά δεῖς τόν καπετάνιο; τή ρώτησε κάποιος, πού φαινόταν νά εἶναι πρωτοπαλλήκαρο.
Γύρισε καί κοίταξε αὐτόν πού τῆς μίλησε καί τότε πιότερο μέ τήν καρδιά παρά μέ τό στόμα φώναξε: «Κωσταντῆ!» καί λιποθύμησε. Ὅταν συνῆλθε, δέν ἦταν κοντά της παρά μόνον ὁ ἀδελφός της ὁ Κωσταντῆς κι ὁ καπετάνιος.
- Κωσταντῆ, γρήγορα τόν καπετάνιο· ποῦ εἶναι ὁ καπετάνιος; ρώτησε κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, μά ὁ καπετάνιος μέ μιά στοργική κίνηση τήν κράτησε ξαπλωμένη.
- Ἐγώ εἶμαι ὁ καπετάνιος, τῆς εἶπε γλυκά. Ἐσύ ποιά εἶσαι;
- Ἐγώ, ἐγώ εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Εἶμαι ἡ ἀδελφή σου, Κωσταντῆ, ἡ μικρή σου ἀδελφή πού τήν ἅρπαξαν οἱ ἄπιστοι, μά πού τώρα εἶναι ἐλεύθερη.
Ἔμειναν γιά λίγη ὥρα ἀγκαλιασμένα τά δύο ἀδέλφια κι ὕστερα σάν νά θυμήθηκε τό χρέος της ἔβγαλε μιά φωνή:
- Οἱ Τοῦρκοι, καπετάνιο, οἱ Τοῦρκοι ὅπου νά ᾿ναι φτάνουν. Θά ριχτοῦν στό λημέρι, ὅταν ἐσύ θά εἶσαι στήν ἐκκλησιά.
Εἶπε ὅλα ὅσα ἄκουσε τό Κατερινιώ κι ὁ καπετάνιος τήν ἄκουγε μέ προσοχή. Ἔπειτα, ἀφοῦ τελείωσε τό κορίτσι, ἐκεῖνος φώναξε τόν Κίτσο, ἕνα παλληκαράκι 14-15 χρονῶν, καί τοῦ εἶπε:
- Θά τρέξεις βολίδα στό χωριό καί θά πεῖς στόν παπα-Βαγγέλη νά μήν μπεῖ στή Λειτουργία, ὥσπου νά ἔρθω ἐγώ. Κατάλαβες;
- Ναί, ἀπάντησε τό παιδί καί μέχρι νά τόν κοιτάξει τό Κατερινιώ, ἐκεῖνος ἤδη εἶχε χαθεῖ στό μονοπάτι.
Σέ λίγο ὅλοι οἱ ἄντρες σέ θέση μάχης περίμεναν. Κι ὁ ἐχθρός δέν ἄργησε νά φανεῖ. Χαμογέλασαν τά παλληκάρια, μίλησαν τρυφερά στό ντουφέκι τους καί κεῖνο δέν ξαστόχησε. Πρίν κἄν προλάβουν οἱ ἐχθροί νά πάρουν θέσεις μάχης, εἶχαν ἤδη διαλυθεῖ.
- Βάι - βάι - βάι! φώναζαν οἱ Τοῦρκοι κι οὔτε γυρνοῦσαν τό κεφάλι πρός τό λημέρι.
Οὔτε μισή ὥρα δέν κράτησε ἡ ἀναστάτωση καί στό λημέρι ἦταν ὅλα ὅπως πρῶτα. Ὁ καπετάν Νικολός πῆρε τόν Κωσταντῆ καί τό Κατερινιώ καί κατέβηκαν στό χωριό. Μπῆκαν μέσα στήν κατάμεστη ἐκκλησιά καί τά βλέμματα ὅλων στράφηκαν ἐπάνω τους. Ἡ χαρά τους μετατράπηκε σέ ἔκπληξη, ὅταν ἀνάμεσά τους εἶδαν νά στέκεται μιά Τουρκάλα. Ἐκείνη φαινόταν νά τρώει τό πλῆθος μέ τά μάτια. Ἔψαχνε, ἔψαχνε καί ὕστερα ἡ φωνή της ράγισε τίς καρδιές ὅλων:
- Εἶμαι τό Κατερινιώ τοῦ Μήτρου. Μάνα μου, ποῦ εἶσαι;
Πίσω ἀπό τή μεγάλη κολώνα τοῦ ναοῦ ἐμφανίστηκε μιά μαυροφορεμένη, τρέμοντας ἀπό λαχτάρα κι ἀγωνία.
- Ἄν εἶσαι τό παιδί μου καί δέν τούρκεψες, κάνε πρῶτα τό σταυρό σου νά σέ δῶ.
Ἔκανε τό σταυρό της μέ λυγμούς τό Κατερινιώ καί τότε ἡ μητρική ἀγκαλιά ἄνοιξε καί τήν ἔκλεισε μέσα.
- Ὀμπρός, παπα-Βαγγέλη, φώναξε μέ ραγισμένη τή φωνή ὁ καπετάν Νικολός, ἄρχισε τή δοξολογία κι ἐγώ πάω νά κτυπήσω τίς καμπάνες. Κι ἄμποτε γλήγορα νά δώσει ὁ Θεός νά σημάνουν καί γιά τή λευτεριά μας!
Τά παλληκάρια πάνω στό βουνό ἄκουσαν τίς καμπάνες καί σταυροκοπήθηκαν. Κι οἱ Τοῦρκοι ἀπό ἀντίκρυ τίς ἄκουσαν κι αὐτοί καί φώναξαν: «Βάι - βάι, μάνα μου, βάι-βάι!».
Ἑ. Β.