Προσμένοντας τόν ἄρχοντα
Σήμερα ἔχουμε λαμπρό πανηγύρι κι εἶναι πιό χαρούμενη ἀπό τό συνηθισμένο ἡ σύναξή μας. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία; Τῆς νηστείας εἶναι αὐτό τό κατόρθωμα. Τό ξέρω κι ἐγώ· τῆς νηστείας, πού δέν εἶναι παροῦσα, ἀλλά τήν περιμένουμε. Ἐκείνη, λοιπόν, μᾶς συγκέντρωσε στό πατρικό σπίτι· ἐκείνη καί κείνους πού προηγουμένως ἦταν πιό ράθυμοι, σήμερα τούς ἔφερε καί πάλι στά χέρια τῆς μητέρας. Κι ἄν μόνο πού τήν περιμένουμε μᾶς ἔφερε τόση ἐγρήγορση, ὅταν θά φανεῖ καί θά φθάσει, πόση εὐλάβεια θά δημιουργήσει μέσα μας! Ἔτσι καί μιά πόλη, ὅταν πρόκειται νά μπεῖ σ’ αὐτήν κάποιος φοβερός ἄρχοντας, ἀφήνει κάθε ραθυμία καί γίνεται πολύ βιαστική. Ἀλλά μή φοβηθεῖτε πού ἀκούσατε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φοβερός ἄρχοντας. Γιατί δέν εἶναι γιά μᾶς φοβερή, ἀλλά γιά τή φύση τῶν δαιμόνων. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο του καί θά ‘ναι σάν δεμένος μέ κάποιο δεσμό, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγος τῆς νηστείας, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέει· τό γένος αὐτό δέν βγαίνει παρά μέ προσευχή καί νηστεία. Ὅταν, λοιπόν, ἔτσι διώχνει τούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας κι εἶναι τόσο φοβερή στούς ἐχθρούς τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε καί νά τή δεχόμαστε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε.
Φίλη καί εὐεργέτις
Ἄν χρειάζεται φόβος, τή μέθη καί τήν πολυφαγία πρέπει νά φοβόμαστε, ὄχι τή νηστεία. Γιατί ἐκείνη δένοντάς μας τά χέρια πίσω, μᾶς παραδίδει δούλους καί αἰχμάλωτους στήν τυραννία τῶν παθῶν, σάν σέ κάποια φοβερή κυρία. Ἀντίθετα ἡ νηστεία, ἐνῶ μᾶς βρίσκει δούλους καί δεμένους, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρώτη ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμεῖ καί ἀπό τή δουλεία μᾶς ἀπαλλάσσει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, ποιά ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς φιλίας της πρός τό γένος μας ζητᾶς; Ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη φιλίας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό νά ἀγαπᾶ καί νά μισεῖ κάποιος τούς ἴδιους μ’ ἐμᾶς. Θέλεις νά μάθεις πόσο στολίδι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ νηστεία, πόση πειριφρούρηση καί ἀσφάλεια παρέχει; Σκέψου τό μακάριο καί θαυμαστό γένος τῶν μοναχῶν. Αὐτοί πού διέφυγαν τούς σύγχρονους θορύβους κι ἔτρεξαν πάνω πρός τίς κορυφές τῶν βουνῶν κι ἔστησαν τίς καλύβες τους στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, σάν σέ κάποιο φιλόξενο λιμάνι, πῆραν αὐτήν σάν συνέμπορο καί συγκοινωνό ὅλης τῆς ζωῆς. Καί ἀγγέλους, λοιπόν, ἀπό ἀνθρώπους, τούς ἔκανε. Καί ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλά καί στίς πόλεις ὅσους βρεῖ νά τήν προτιμοῦν τούς ἀνεβάζει σ’ αὐτό τό ὕψος τῆς φιλοσοφίας.
Ὅπλο ἀπαραίτητο
Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, οἱ πύργοι τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ἄλλους λαμπροί καί μεγάλοι καί εἶχαν πολλή παρρησία, ὅταν ἤθελαν νά πλησιάσουν καί νά μιλήσουν στόν Θεό, ὅπως μποροῦσε ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν κατέφυγαν καί μέ τά δικά της χέρια ἔκαναν προσφορά σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τόν ἔφερε καί τόν ἐμπιστεύτηκε στά χέρια τῆς νηστείας, σάν σέ φιλόστοργη μητέρα καί ἄριστη δασκάλα, βάζοντας στά δικά της χέρια τή σωτηρία ἐκείνου. Γιατί τό «ἀπό παντός ξύλου τοῦ παραδείσου βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε» εἶναι ἕνα εἶδος νηστείας.
Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, εἶναι πολύ περισσότερο ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἄν πρίν πληγωθοῦμε ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο, εἶναι πολύ περισσότερο μετά τό πλήγωμα. Ἄν μᾶς ἦταν κατάλληλο ὅπλο ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε ξεσηκωθεῖ ὁ πόλεμος τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι πολύ περισσότερο ἀναγκαία ἡ συμμαχία τῆς νηστείας μετά ἀπό τήν τόσο μεγάλη μάχη, τήν ὁποία κινοῦν οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δαίμονες. Ἄν ἄκουγε αὐτή τή φωνή ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἄκουγε τή δεύτερη, πού ἔλεγε: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀλλά ἐπειδή παρήκουσε αὐτήν, γι’ αὐτό ὑπάρχει θάνατος καί φροντίδες καί κόποι καί ἀθυμίες καί ζωή μικρότερη κι ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἀγκάθια καί τριβόλια, γι’ αὐτό κόποι καί πόνοι καί ζωή γεμάτη μόχθους…
Νηστεία παθῶν
Γι’ αὐτό εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ τεσσαρακοστή καί οἱ συνάξεις καί οἱ ἀκροάσεις καί οἱ προσευχές καί οἱ διδασκαλίες τόσων πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε μέ κάθε τρόπο τά ἁμαρτήματα, πού ὅλο τό χρόνο κόλλησαν πάνω μας νά τά καθαρίσουμε μ’ αὐτή τή σπουδή τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν κι ἔτσι μέ παρρησία πνευματική καί μέ εὐλάβεια νά μετέχουμε στήν ἀναίμακτη ἐκείνη θυσία. Γιατί, ἄν δέν συμβεῖ αὐτό, ἄδικα, στά χαμένα καί ἐντελῶς ἀνώφελα ὑπομείναμε τόν τόσο μεγάλο κόπο. Καθένας, λοιπόν, ἄς ἀναλογισθεῖ μόνος του ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιό κατόρθωμα ἀπέκτησε ἐπιπλέον, ποιά ἁμαρτία ἀπέβαλε, ποιά κηλίδα ξέπλυνε, σέ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἄν μέν βρεῖ ὅτι μέ τή νηστεία ἀπέκτησε κάτι παραπάνω γι’ αὐτό τό ὡραῖο ἐμπόριο, καί δεῖ ὅτι πολύ φρόντισε γιά τά τραύματά του, ἄς προσέλθει. Ἄν ὅμως ἔμεινε ἀμελής κι ἔχει μόνο τή νηστεία νά ἐπιδείξει ἐνῶ δέν κατόρθωσε τίποτε ἀπό τἀ ἄλλα, ἄς μείνει ἔξω καί τότε νά εἰσέλθει, ὅταν θά καθαρίσει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
Κανείς νά μή στηρίζεται μόνο στή νηστεία, ἄν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στά κακά. Γιατί ἐκεῖνος μέν πού δέν νηστεύει εἶναι φυσικό καί νά βρεῖ συγχώρηση, ἄν προβάλλει τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν διόρθωσε τά σφάλματά του, εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ ἀπολογία. Δέν νήστευσες, γιά τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός. Μέ τούς ἐχθρούς σου γιατί δέν συμφιλιώθηκες; Πές μου. Μήπως κι ἐδῶ μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος; Ἄν πάλι ἐπιμένεις νά ἔχεις κακία καί φθόνο, ποιά ἀπολογία θά ἔχεις; Πές μου. Γιατί, γι’ αὐτά τά ἐλαττώματα δέν μπορεῖς καθόλου νά καταφύγεις σέ ἀσθένεια σώματος.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀπό τούς λόγους εἰς τούς ἀνδριάντας
PG 49,197-198.305-308