Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος δέν ἦταν ἕνας ἁπλός διανοούμενος· ἦταν ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος, ἐρευνητής τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Στά τελευταῖα βιβλία τῶν «Ἐξομολογήσεών» του παλεύει κυριολεκτικά νά ἑρμηνεύσει τήν ἀρχή τῆς Γενέσεως, γιά νά κατανοήσει τή σοφία καί τήν ἀγάπη τοῦ θείου Δημιουργοῦ. Στήν ἔρευνά του προσκρούει σ’ ἕνα μεγάλο θέμα: Τί εἶναι ὁ χρόνος; Ποιά ἡ σχέση του πρός τόν Δημιουργό καί τήν δημιουργία; Πῶς ἐννοεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν χρόνο καί πῶς ἐννοεῖται αὐτός στήν πορεία τοῦ χρόνου; Στό 11ο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων» περιέχεται μία θαυμάσια ἀνάλυση τοῦ χρόνου, μοναδική στήν παγκόσμια φιλοσοφία. Βέβαια ἀνάλυση τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου μᾶς ἄφησε καί ὁ Ἀριστοτέλης στό τέταρτο βιβλίο τῶν «Φυσικῶν» του, ἀλλά καί ἡ κατεύθυνση τῆς σκέψεως καί οἱ συλλογισμοί εἶναι διαφορετικοί. Ἀπό ψυχολογικῆς πλευρᾶς συγκρινόμενος ὁ Ἀριστοτέλης μέ τόν Αὐγουστῖνο δέν μπορεῖ νά φτάσει τό ὕψος του καί νά προσεγγίσει τό βάθος του.
«Τί εἶναι, λοιπόν, χρόνος; ρωτᾶ ὁ Αὐγουστῖνος. – Ποιός θά ἦταν ἱκανός νά τόν ἑρμηνεύσει εὔκολα καί σύντομα;». Στήν ἐρώτηση αὐτή ἀπαντᾶ: «Τόν γνωρίζω, ἀλλ’ ἄν θελήσω νά τόν ἑρμηνεύσω σ' αὐτόν πού μέ ρωτᾶ, τόν ἀγνοῶ». Ἐάν δέν παρερχόταν τίποτε, δέν θά ὑπῆρχε παρελθόν, ὅπως δέν θά ὑπῆρχε μέλλον, ἐάν δέν ἐπερχόταν τίποτε. Ἄν πάλι ὑπῆρχε πάντοτε τό παρόν, δέν θά ὑπῆρχε χρόνος, ἀλλά αἰωνιότης. Ἀλλά καί ἡ καταμέτρηση τοῦ χρόνου εἶναι κάτι τό σχετικό καί ἐπιτυγχάνεται μέ τή σύγκριση. «Μπορεῖ κανείς νά μετρήσει κάτι πού δέν ὑφίσταται; Ἑπομένως μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά μετρήσουμε τόν χρόνον, ἐφ’ ὅσον παρέρχεται, ἀλλά ὅταν ἤδη παρῆλθε δέν εἶναι δυνατόν νά τό κάνουμε πλέον. Ἀλλά μήπως μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι; Τό μόνο πού πραγματικά ὑπάρχει εἶναι τό παρόν. Τό μέλλον, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρόν, ἐξέρχεται ἀπό κάποιο κρυμμένο τόπο, καί τό παρόν, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρελθόν, ἐξαφανίζεται ἐκ νέου σέ κάποιο σκοτεινό κρησφύγετο». Ὥστε τό παρελθόν καί τό μέλλον ὑφίστανται. Καί ὅμως ὑπάρχει καί τό παρελθόν καί τό μέλλον στή σκέψη μας καί συνδέονται μέ γεγονότα. Ὑπάρχει καί τό μέλλον; Ναί. «Σ' αὐτό τό σημεῖο ἐμφιλοχωρεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὑπερβαίνει τήν δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν μου. Ἀδυνατῶ νά τό πλησιάσω μέ τίς δυνάμεις τῆς διανοίας μου, ἀλλά θά μπορέσω νά τό κατορθώσω μέ τήν βοήθειάν Σου, ἐάν μοῦ δώσεις τήν δύναμη, Σύ, γλυκύ φῶς τῶν πνευματικῶν μου ὀφθαλμῶν. Ὅ,τι εἶναι τώρα φανερόν καί σαφές σέ μένα εἶναι τό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε τό μέλλον, οὔτε τό παρελθόν, οὔτε εἶναι ὀρθό νά λέμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι, τό παρόν τῶν παρελθόντων, τό παρόν τῶν παρόντων καί τό παρόν τῶν μελλόντων. Διότι τά τρία αὐτά βρίσκονται στό πνεῦμα καί δέν βλέπω ποῦ ἀλλοῦ θά ἦταν δυνατόν νά ὑπάρχουν. Τό παρόν τῶν παρελθόντων βρίσκεται στή μνήμη, τό παρόν τῶν παρόντων εἶναι ἡ ἐνόραση, τό δέ παρόν τῶν μελλόντων ἡ πρόβλεψη. Ἐάν μοῦ ἐπιτρέπεται νά μιλήσω μέ τόν τρόπον αὐτόν, θά πῶ ὅτι βλέπω τρεῖς χρόνους καί θά ὁμολογήσω ὅτι πράγματι εἶναι τρεῖς».
Ἀλλά καί πάλι ὁ ἱερός πατήρ αἰσθάνεται ἀδυναμία νά ἐμβαθύνει περισσότερο στό θέμα τοῦ χρόνου. Στό σημεῖο αὐτό, ὅπως συχνά συνηθίζει, στρέφεται μέ ἐναγώνια σκέψη καί ὁλόθερμη ἀπό ἀγάπη καρδιά στόν Θεό καί ζητᾶ ἀπό αὐτόν τή λύση τοῦ βαθυτάτου προβλήματος. Ἀξίζει νά παραθέσουμε τή συνομολία του αὐτή μέ τόν Θεό:
«Τό πνεῦμα μου διακαίεται ἀπό τόν πόθο νά διευκρινίσει τό τόσο πολύπλοκο αὐτό αἴνιγμα. Μή θελήσεις, Πάτερ ἀγαθέ, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ Σου, Σέ ἱκετεύω. Μή θελήσεις ν’ ἀποκρύψεις στόν πόθο μου τά μυστήρια αὐτά, τά συγχρόνως τόσο οἰκεῖα καί τόσο σκοτεινά, γιά νά μπορέσω νά διεισδύσω ἐντός αὐτῶν, ὥστε νά μοῦ ἀποκαλυφθοῦν μέσα στό φῶς τῆς εὐσπλαγχνίας Σου, Κύριε! Ποιόν μπορῶ νά συμβουλευθῶ γι’ αὐτά; Καί σέ ποιόν θά ἐξομολογηθῶ τήν ἄγνοιά μου, ἐάν ὄχι σέ Σένα, στόν ὁποῖον εἶναι φορτικός ὁ ζῆλος μου, πού μέ πυρπολεῖ γιά τίς Γραφές Σου; Δῶσε μου ὅ,τι ἀγαπῶ, διότι ἀγαπῶ, Σύ δέ μέ ἔκανες νά ἀγαπῶ. Δῶσε μου, Πατέρα, Σύ πού γνωρίζεις «δόματα ἀγαθά διδόναι τοῖς τέκνοις Σου». Δῶσε μου ὅ,τι ἄρχισα ἤδη νά γνωρίζω καί τό ὁποῖο θά ἦταν κόπος ἐναντίον μου, ἄν δέν τό ἀπεκάλυπτες σέ μένα. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, Σέ ἱκετεύω. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τῶν ἁγίων, εὐδόκησον, ὅπως οὐδείς με συσκοτίσει. «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα». Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίς μου, ζῶ μέ τήν ἐλπίδα «τοῦ θεωρεῖν με τήν τερπνότητα Κυρίου».
Σ’ αὐτή τήν ἔρευνα καί ἐμβάθυνση ὁ Αὐγουστῖνος κουράζεται πολύ. Ἔρχονται στιγμές πού παραλύουν οἱ δυνάμεις του. Γονατιστός ἀπευθύνεται πότε πρός τόν Θεό καί ζητεῖ τή βοήθειά του, πότε πρός τήν ψυχή του, γιά νά τῆς δώσει κουράγιο: «Πρέπει νά ἐπιμείνεις, ὦ ψυχή μου, νά προσέξεις περισσότερο. "Ὁ Θεός βοηθός ἡμῶν", "αὐτός ἐποίησεν ἡμᾶς καί οὐχ ἡμεῖς". Στρέψε, ὅπου γλυκοχαράζει τῆς ἀληθείας τό φῶς!». Καί πιό κάτω μᾶς δίνει θαυμάσια συμπεράσματα πού κανένας ἀπό τούς φιλοσόφους δέν μπόρεσε νά πλησιάσει. «Τόν χρόνο μετρῶ ἐντός σου, ὦ ψυχή μου. Μή θελήσεις νά παρασυρθεῖς ἀπό τόν ψίθυρο τῶν θορυβωδῶν ἐπινοήσεών σου. Ἐντός σου, εἶπα, μετρῶ τήν ἐντύπωση, τήν ὁποία τά πράγματα, ὅταν παρέρχονται, ἀφήνουν σέ σένα, ἡ ὁποία καί ἀπομένει, ὅταν αὐτά παρέλθουν. Μετρῶ τήν ἐντύπωση αὐτή, πού μένει παροῦσα, καί ὄχι τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν παρήγαγαν καί ἐξηφανίστηκαν. Αὐτήν τήν ἐντύπωση μετρῶ, ὅταν μετρῶ τόν χρόνο. Ἄρα αὐτή εἶναι ὁ χρόνος, τόν ὁποῖον μετρῶ· ἄλλως δέν μετρῶ κανένα χρόνο. Ὅταν δέ μετροῦμε τήν σιωπή καί λέμε «ἡ σιωπή αὐτή διήρκεσε τόσο χρόνο, ὅσο καί ὁ ἦχος ἐκεῖνος», τό πνεῦμα μας δέν ζητεῖ νά μετρήσει τόν μή ὑπάρχοντα πλέον ἦχο, σάν νά ἐξακολουθοῦσε ἀκόμα νά ἠχεῖ, μέ τόν σκοπό νά καθορίσουμε διά τῆς συγκρίσεως τά διαστήματα τῆς σιωπῆς, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Διότι, καί ὅταν ἀκόμη δέν ὑπάρχουν παρά μόνο οἱ ἦχοι λέξεων, δέν ἀναπαράγουμε στόν νοῦ μας ἄσματα, στίχους καί λέξεις ὁποιεσδήποτε καί τέλος μέτρα παντοειδῆ καί κινήσεις. Τήν ἀμοιβαία δέ σχέση τῶν χρονικῶν αὐτῶν διαστημάτων καθορίζουμε μέ ἀκρίβεια, σάν νά ἦσαν ἦχοι πραγματικοί».
Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σκέψεις πού ἀντλήσαμε ἀπό τό ἑνδέκατο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων», καί σέ ἄλλα ἔργα του μιλᾶ ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος γιά τόν χρόνο. Ἡ μελέτη του αὐτή, ὅπως γράφει ὁ Κ. Γεωργούλης, «ἀνεγνωρίσθη ὡς λαμπροτάτη συμβολή διά τήν διερεύνησιν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προβλήματος». Ἀλλά καί κάτι βαθύτερο καί σπουδαιότερο στηρίζεται θεολογικά στήν ἀνάλυση αὐτή: Ἀπό τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ στήν χρονικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό αὐτήν στήν αἰωνιότητα τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ καί τῆς βασιλείας του θά ἐξέλθει ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί θά εἰσέλθει στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
Εἰρήνη Πάνου
Φιλόλογος - θεολόγος