Ὁ Χριστός Κύριος Ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἀπομάκρυνε τόν ἀποστάτη ἄνθρωπο ἀπό τόν Δημιουργό του, σκότισε τό νοῦ του καί τόν ἀποπροσανατόλισε ἀπό τή θεία ἀλήθεια, ἐξασθένισε τή βούλησή του, ἡ ὁποία πλέον ρέπει πρός τό κακό καί τά γήινα, ἀχρείωσε τό «κατ’ εἰκόνα» καί τόν κατέστησε ἀνίκανο νά ἐκπληρώσει τόν ὑψηλό σκοπό του, τό «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἔτσι, ὁ πεσμένος ἄνθρωπος χρειαζόταν τό φωτισμό τῆς ἀληθινῆς διδασκαλίας, ποθοῦσε τήν ἐξιλέωση καί συμφιλίωση μέ τόν Θεό, εἶχε ἀνάγκη ἀπό τή θεία ἐνίσχυση γιά τήν ἁρμονική ὀργάνωση τῆς ζωῆς του. Αὐτές τίς τρεῖς ἀδήριτες ἀνάγκες ἐπεδίωξαν νά ἱκανοποιήσουν στόν εἰδωλολατρικό κόσμο ἡ φιλοσοφία, ἡ θρησκεία καί ἡ ἐξουσία ἀντίστοιχα, πού ἡ κάθε μιά ξεχωριστά ὑποσχόταν στόν ἄνθρωπο τήν εὐτυχία, τή λύτρωση καί τήν ἀσφάλεια.
Ἀλλά ἄν ἡ εἰδωλολατρία περιπλανᾶται σέ δρόμους σκοτεινούς καί ἀβέβαιους, πού κοινή κατάληξή τους ἔχουν τό ἀδιέξοδο, ἡ ἰουδαϊκή θρησκεία, πού ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀνοίγει ἕνα σίγουρο καί φωτεινό μονοπάτι γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ καθοδηγεῖ καί κατευθύνει τό λαό του, διορίζοντας γιά τό σκοπό αὐτό τούς ἀπεσταλμένους του· προφῆτες, ἱερεῖς καί βασιλεῖς. Τά τρία αὐτά ἀξιώματα παρέχονται μέ εἰδική τελετή, τή χρίση. Χρίονται οἱ προφῆτες, γιά νά ἀποκαλύψουν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί νά διδάξουν τό θέλημά του στό λαό του, οἱ ἀρχιερεῖς, γιά νά ἱερουργοῦν τίς θυσίες καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, καί οἱ βασιλεῖς, γιά νά διοικοῦν τό λαό στό θεοκρατικό πολίτευμα τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ τρεῖς αὐτές τάξεις, προφῆτες, ἱερεῖς καί βασιλεῖς, ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ὄνομα «χριστοί Κυρίου», διότι τούς «ἔχριε», τούς διόριζε ὁ Κύριος.
Ἀλλά οἱ «χριστοί Κυρίου», πού χειραγωγοῦν τό λαό τοῦ Θεοῦ μέσα στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, δέν ἐξυπηρετοῦν μόνο τήν ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς τους. Λειτουργοῦν καί προφητικά μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, διότι προτυπώνουν τόν ἀληθινό προφήτη καί διδάσκαλο, τόν τέλειο ἀρχιερέα, τόν αἰώνιο βασιλέα, πού θά ἔρθει νά διδάξει, νά λυτρώσει καί νά κυβερνήσει τήν ἀνθρωπότητα. Εἶναι τύποι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συγκεντρώνει καί ἀσκεῖ μέ μοναδικό τρόπο καί σέ ἀπόλυτο βαθμό τή διδακτική, τήν ἀρχιερατική και τή βασιλική ἐξουσία. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν «Χριστός Κυρίου». Αὐτός ἀναλαμβάνοντας τό ἐπί γῆς ἔργο του θά ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό του τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα διαγγέλλοντας «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με...» (Λκ 4,18-19· πρβλ. Ἠσ 61,1-2), καί θά ἀποδείξει μέ τή ζωή καί τό ἔργο του ὅτι γι’ αὐτόν ἔχει γραφεῖ τό «διά τοῦτο ἔχρισέ σε, ὁ Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου» (Ψα 44, 8· Ἑβ 1,9). Δηλαδή ὑπερέχει ὅλων τῶν «χριστῶν Κυρίου», διότι, ἐνῶ σ’ ἐκείνους δίδεται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, αὐτός ἔχει ὅλο τό Πνεῦμα δικό του. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὁ Θεός καί γι’ αὐτό θά ὀνομασθεῖ ὄχι ἁπλῶς «χριστός Κυρίου», ἀλλά «Χριστός Κύριος» (Λκ 2,11).
Βέβαια, εἶναι σχολαστική ἡ διάκριση καί ἐσφαλμένη ἡ ἀπόπειρα ἀξιολογήσεως τῶν τριῶν ἀξιωμάτων τοῦ Κυρίου. Ἀνά πᾶσαν στιγμήν τῆς ἐπιγείου διακονίας του ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν συγχρόνως ὁ Διδάσκαλος, ὁ Ἀρχιερέας καί ὁ Βασιλεύς. Ἐξάλλου, οἱ τρεῖς αὐτές λειτουργίες εἶναι ἐξίσου ἀπαραίτητες γιά τήν ἀπολύτρωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὡς διδάσκαλος ὁ Κύριος καλλιεργεῖ καί προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀρχιερεύς τόν λυτρώνει καί τόν ἁγιάζει, καί ὡς βασιλεύς τόν διατηρεῖ στό καθεστώς τῆς χάριτος, στή λύτρωση. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, πού συνεχίζει τήν ἐπίγεια διακονία τοῦ Κυρίου, ἐπιτελεῖ συγχρόνως καί ἐξίσου τίς τρεῖς αὐτές λειτουργίες· διδάσκει, ἁγιάζει καί διοικεῖ τό πλήρωμά της.
Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ
Ἰδιαίτερα προβάλλει αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες τῆς προετοιμασίας γιά τό Πάσχα τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἐκκλησία μας διαλέγει νά διαβάζει ὡς ἀποστολικά ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή, στήν ὁποία διακηρύσσεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς ὁ μοναδικός καί αἰώνιος ἀρχιερέας. Ἀλλά καί ὁ ἄξονας ὅλης τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὁ σταυρός καί τό πάθος γιά τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
Ἐντούτοις, ἡ ἀρχιερατική διακονία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν περιλαμβάνεται σέ μία πράξη, δέν ἐκπροσωπεῖται ἀπό μία θυσία. Διέπει καί συνέχει ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του καί ἀποκορυφώνεται στή σταυρική του θυσία. Κατά τό σοφό καθηγητή καί διδάσκαλο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀείμνηστο Χ. Ἀνδροῦτσο, «τό ἀρχιερατικόν τοῦ Κυρίου ἀξίωμα περιλαμβάνει πάντα τά πολυειδῆ παθήματα, ἅτινα ὑπέρ ἡμῶν ὑπέστη ὁ Κύριος ἐνανθρωπήσας, ἀπό τῆς Βηθλεέμ μέχρι τέλους, ἰδίως δέ καί κατ’ ἐξοχήν τόν σταυρικόν θάνατον, ὅν ὑπέστη ἐν Γολγοθᾶ ἀντί τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους» (Χ. Ἀνδρούτσου, Δογματική τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1956, σελ. 196). Ἑπομένως, ἄν ἤθελα αὐτή τή στιγμή νά δώσω μία πλήρη εἰκόνα τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, θά ἔπρεπε νά παρουσιάσω τήν ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων εὐαγγελικῶν διηγήσεων. Ἀλλά, ἐπειδή δέν εῖναι δυνατόν νά γίνει κάτι τέτοιο, θά περιορισθῶ σέ μία σύντομη, σχεδόν ἐπιγραμματική, ἀναφορά ὁρισμένων στοιχείων καί περιστατικῶν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου τόν βλέπουμε νά ἱερουργεῖ τήν ἑκούσια προσφορά του.
α΄. Οἱ τρεῖς σταυροί τοῦ Χριστοῦ
Ἡ σταυρική θυσία τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ τό ἐπισφράγισμα τῆς προσφορᾶς του, τήν κορυφή, θά ἔλεγα, τῆς θυσίας του γιά τήν ἐξιλέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά πρίν ἀκόμη ἀνεβεῖ στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ ὁ Χριστός, ἀπό τήν ὥρα πού ἐνανθρώπησε, ὑπέμενε δύο ἄλλους σταυρούς· τήν ἀντίρρηση καί ἀντιλογία τῶν οἰκείων καί τῶν μαθητῶν του, καί τήν ἀποδοκιμασία καί καταφρόνια τῶν φαρισαίων, τῆς θρησκευτικῆς καί τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἰσραήλ. Πολλές εἶναι οἱ μαρτυρίες τῆς Γραφῆς πού ἀποδεικνύουν τόν Ἰησοῦ «τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπό τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς αὐτόν ἀντιλογίαν» (Ἑβ 12,3) καί πολλά τά περιστατικά πού ἱστοροῦνται στά Εὐαγγέλια καί εἰκονίζουν τήν κακία τῶν φαρισαίων καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τοῦ ναοῦ, ἀλλά καί τήν ἐχθρότητα τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων ἀπέναντί του. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τήν ἀπόπειρα τῶν συγχωριανῶν του νά τόν δολοφονήσουν (Λκ 4,29-30), τήν ἀπόπειρα τῶν λεγομένων ἀδελφῶν του νά τόν ἐμποδίσουν ἀπό τή θεία του ἀποστολή (Μρ 3,21), τήν ἀντίρρηση τοῦ Πέτρου στό ἀπολυτρωτικό του ἔργο (Μθ 16,22), τήν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν του νά τόν κατανοήσουν (Μθ 15,16), τίς διαβολές τῶν ἐχθρῶν του ὅτι εἶναι Σαμαρείτης καί δαιμονισμένος καί ὄργανο τοῦ Βεελζεβούλ (Ἰω 8,48· Μθ 12,24).
β΄. Ἡ τελείωση –ἡ παράδοση τῆς διαθήκης
Ἡ ἐπίσημη ὅμως ἱερουργία τοῦ ἀρχιερέως Ἰησοῦ ἀρχίζει τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέ τό νιπτήρα. Λίγο πρίν ἀπό τό μυστικό δεῖπνο ὁ Κύριος ἀνασκουμπώνεται κι ἀρχίζει νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Ἡ ἐνέργειά του αὐτή ἀντιστοιχεῖ μ’ αὐτό πού στή σημερινή τελετουργική γλῶσσα λέμε ὅτι ὁ ἱερεύς «παίρνει καιρό» (ντύνεται τά εἰδικά ἄμφια) ἤ «βάζει Εὐλογητός». Ὁ ἰουδαῖος ἀρχιερέας πρίν ἀπό τή λειτουργία του καθάριζε τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε σωματικό μολυσμό τελώντας τούς καθαρμούς καί εἰδική θυσία· αὐτό λεγόταν «τελείωσις». Ὁ ἀρχιερέας Ἰησοῦς ὡς προκαταρκτική πράξη τῆς λειτουργίας του πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Δέν καθαρίζει, ἀλλά λερώνει τά χέρια του. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐγκαινιάζει μία νέα τελείωση, τήν ἐσχάτη ταπείνωση.
Ἀμέσως μετά τό νιπτήρα, κατά τή διάρκεια τοῦ μυστικοῦ δείπνου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπογράφει τήν καινούργια συμφωνία του μέ τούς ἀνθρώπους, τήν καινή διαθήκη. Καί τήν ὑπογράφει μέ τό αἷμα του, τό «αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης». Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Κοινωνίας τοῦ αἵματός του. Σάν ἕνα ἀρνί μέ μυαλό ἀνθρώπου καί ἀγάπη Θεοῦ ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται νά σφαγεῖ γιά τή σωτηρία μας, συμφωνεῖ τή σφαγή του, ὑπογράφει ὅτι δέχεται νά σφαγεῖ, κι ἀμέσως μετά τήν ὑπογραφή προχωρεῖ μόνος του, ἑκούσια καί μέ πλήρη ἐπίγνωση στό σφαγεῖο, στό σταυρό.
γ΄. Ἡ θυσία
Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο τό ἱερό σφάγιο. Εἶναι συγχρόνως καί ὁ ἀρχιερέας πού ἱερουργεῖ τή θυσία. Κάθε θυσία συνοδεύεται ἀπό προσευχή. Καί ὁ Χριστός, πρίν ἐπιτελέσει τή σταυρική του θυσία, προσεύχεται. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό 17ο κεφ. τοῦ Εὐαγγελίου του διασώζει αὐτή τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου. Καί ὅπως κάθε ἱερέας στήν προσευχή τῆς θυσίας δηλώνει στόν Θεό γιατί τήν προσφέρει, π.χ. γιά νά ζητήσει εὐφορία γῆς, σωτηρία ἀπό ναυάγιο, ἀποκατάσταση ὑγείας κτλ., ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς στήν ἀρχιερατική προσευχή του μεταξύ τῶν ἄλλων δηλώνει γιά ποιό αἴτημα προσφέρει τόν ἑαυτό του· «ἵνα καί αὐτοί (= οἱ μαθηταί του, ἡ Ἐκκλησία του) ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰω 17,19), γιά νά γίνουν ἰδιοκτησία τοῦ Θεοῦ Πατέρα, νά ἐγγραφοῦν καί νά καταταγοῦν καί αὐτοί στήν πολιτεία τοῦ Θεοῦ, νά μποῦν στό χῶρο ἀπό τόν ὁποῖο κάποτε ἐξέπεσαν. Μέ ἕνα λόγο, ὁ Ἰησοῦς προσφέρει τή θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του γιά τή λύτρωση τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου. Πόσο ὁ Κύριος εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι ἱερουργεῖ ὡς ἱερέας πάνω στό σταυρό, ὅπου κρέμεται ὡς θῦμα, φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του, ὁ τελευταῖος του λόγος ἦταν «τετέλεσται» (Ἰω 19,30). Τελειώνει ἡ ἱερουργία του, ἡ θυσία του ὁλοκληρώνεται, τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἐκτελεῖται.
Μέ τή θριαμβευτική ἀνάσταση, τήν ὁποία ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ἐπικυρώνεται ἡ θυσία του. Κατόπιν, μέ τήν ἀνάληψη ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς Χριστός ἐγκαθίσταται στούς οὐρανούς, στά δεξιά στοῦ Πατρός, ὅπου «ἐντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν» (Ἑβ 7,25), συνεχίζει τήν ἀρχιερατική διακονία του «εἰς τό διηνεκές». Ὁ Χριστός, γράφει ὁ Ζιγαβηνός, «πρεσβεύει ἔτι καί νῦν ὡς ἄνθρωπος ὑπέρ τῆς σωτηρίας ἡμῶν, ὅτι μετά τοῦ σώματός ἐστιν, οὗπερ ἔλαβεν».
Καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἀρχιερατικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπιτελεῖ καί προσφέρει στόν κόσμο τήν ἄχραντη θυσία του, πού λυτρώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεινά του. Βέβαια, ἡ ἐποχή μας ἔχει γεμίσει ἀπό ὑποκατάστατα, πού ζητοῦν νά ἀντικαταστήσουν τή θυσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας καί ὑπόσχονται διάφορες ψευτολυτρώσεις. Τό γεγονός ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός παραμένει ὁ μόνος Λυτρωτής, κοντά στόν ὁποῖο ἀναπαύονται ὄντως οἱ ψυχές, τρέφονται μέ τό αἷμα του καί μεταλαμβάνουν τή θεία ζωή του. Εἶναι «ὁ ἐλεήμων καί πιστός ἀρχιερεύς», αὐτός πού θέλει καί μπορεῖ νά μᾶς σώσει, ὁ ἀρχιερέας πού μέ τό ἕνα χέρι κρατᾶ τόν Θεό καί μέ τό ἄλλο τήν ἀνθρωπότητα, καί γίνεται ἡ γέφυρα τῆς σωτηρίας μας. Καί οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακονοῦν αὐτό τό ὕψιστο ἔργο, ὀφείλουν νά ἔχουν βαθειά τή συναίσθηση ὅτι ἡ ἱερωσύνη τους εἶναι τό σκαλοπάτι ὅπου κατεβαίνει ὁ Θεός γιά νά φθάσει τόν ἄνθρωπο, καί ὅπου ἀνεβαίνει ὁ ἄνθρωπος γιά νά φθάσει τόν Θεό καί νά πάρει τή λύτρωση πού τοῦ φέρνει.
Στέργιος Ν. Σάκκος