Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι γιά τόν πιστό ἕνα ξερό κοινωνικό ἔργο οὔτε ἕνα τυπικό καθῆκον, ἀλλά συνδέεται μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας στοχεύει βέβαια νά ἱκανοποιήσει τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν ἀδιαφορεῖ καί γιά τίς ὑλικές. Ἀντίθετα, τίς ἐντάσσει μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί τίς κατοχυρώνει μέ πνευματικούς λόγους. Μέσα στίς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία ντύνονται μέ αἰώνια ἀξία, ζωντανεύουν ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐλεημοσύνη ὀνομάζεται σπορά (Β΄Κο 9,6) καί περιγράφεται, πράγματι, πολύ παραστατικά ἔτσι ἡ ἔννοιά της. Ὅπως στή σπορά παίρνεις ἐνῶ δίνεις, κερδίζεις ἐνῶ πετᾶς, μαζεύεις ἐνῶ σκορπίζεις, ἔτσι καί στήν ἐλεημοσύνη· σπέρνεις, γιά νά θερίσεις. Κι ὅποιος σπείρει μέ τσιγγουνιά, μέ τσιγγουνιά καί θά θερίσει, ὅποιος ὅμως σπείρει ἁπλόχερα, ἁπλόχερα καί θά θερίσει. Ὁ καρπός τῆς ἐλεημοσύνης ἐπιστρέφεται μέ τό ἴδιο τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό χέρι πού κρατᾶ τά σύμπαντα στήν παλάμη, τό χέρι πού τρυπήθηκε ἀπό τά καρφιά τοῦ σταυροῦ γιά τή σωτηρία μας, τό χέρι πού μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς φυλάσσει. Ὤ, τό ἁπλωμένο χέρι τοῦ Θεοῦ! Πόσο πολύ μᾶς συμφέρει νά θερίζει γιά μᾶς ἄφθονη τή συγκομιδή τῆς ἐλεημοσύνης μας!
Δέν φθάνει ὅμως νά δώσεις ἀτσιγγούνευτα· χρειάζεται νά ἐλεήσεις μέ τήν καρδιά σου, ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, καί μέ ἱλαρότητα, χαρούμενα κι εὐχάριστα. Πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι δυνατός νά σοῦ ἐξασφαλίσει κάθε ἀνάγκη σου, ὥστε πάντοτε νά ἔχεις τήν εὐχέρεια νά ἀγαθοποιεῖς; Ἅπλωσε τότε τό χέρι σου στόν φτωχό ἀδελφό σου μέ προθυμία καί γενναιοδωρία. Κοίταξε γύρω σου! Ὁ Κύριος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα!» (Β΄Κο 9,9). Εἶναι αὐτός πού δίνει τά σπέρματα, πού ἑτοιμάζει τό ψωμί, πού πληθαίνει τά ἀγαθά πάνω στή γῆ. Καί θά τά πληθαίνει τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο ἐμεῖς ἐλεοῦμε.
Ἀλλά ὁ πλοῦτος πού κερδίζουμε ἐπιτελώντας τήν ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνο οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀκόμη ἡ εὔνοιά του καί ἡ χάρη του. Δέν εἶναι μόνο ὅσα παίρνουμε ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά. Μέ τήν ἐλεημοσύνη γινόμαστε τόσο πλούσιοι, ὥστε νά πλουτίζουμε καί τόν Θεό, νά προσφέρουμε σ’ αὐτόν ἀκριβά καί πλούσια δῶρα. Πῶς; Ὅταν γινόμαστε αἰτία νά τόν εὐχαριστοῦν καί νά τόν δοξολογοῦν οἱ συνάνθρωποί μας, νά τόν ὁμολογοῦν καί νά τοῦ ἀναθέτουν μέ εὐγνωμοσύνη τίς καρδιές τους. Ἕνα δάκρυ εὐχαριστίας ζυγίζει στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά πλούτη καί τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ἀξίζει πολύ περισσότερο ἀπό τούς λαμπροστόλιστους ναούς. Καί μιά πράξη ἐλεημοσύνης, πού προκαλεῖ τέτοια δάκρυα, ἑλκύει πολλή τή θεία χάρη πάνω στόν ἐλεήμονα.
Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει· «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36). Ὅπως τά γνήσια παιδιά μοιάζουν μέ τόν πατέρα τους στά χαρακτηριστικά, ἔτσι τά γνήσια παιδιά τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν νά μοιάζουν μέ τόν Θεό στήν οἰκτιρμοσύνη, νά ἔχουν σπλάγχνα ἐλέους καί οἰκτιρμῶν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν καλύτερη ἀποταμίευση τῆς περιουσίας μας, ἀφοῦ τήν καταθέτουμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τήν πρακτικότερη δοξολογία μας· δίνοντας ὅλο καί περισσότερο, πλουτίζουμε ὅλο καί περισσότερο καί ὅλο καί περισσότερο πλουτίζει ὁ Θεός σέ εὐχαριστίες.
«Ἀπολύτρωσις» 37 (1982) 129-130