Γλυκό χειμωνιάτικο δειλινό κι ὁ ἥλιος κόκκινος σβήνει στόν ὁρίζοντα. Ὅλα τά μάτια βυθισμένα σ’ αὐτή τή φωτιά, σ’ αὐτή τήν ὀμορφιά πού καίει τά σύννεφα. Δυό μάτια μόνο δέν βλέπουν ἐκεῖ -ἥλιοι σβησμένοι, μάτια νεκρά. Ὁ τυφλός νεαρός κάθεται δίπλα μου στό λεωφορεῖο πού ταξιδεύει. Μοῦ θυμίζει ἔρημο στό χειμώνα πουλί. Μολυβένιο σύννεφο ἡ μορφή του. Στήν ἔκφρασή του ἁπλωμένο ἀμείλικτο «γιατί» σέ μαστιγώνει. Ἔνιωσα ἔνοχος. Ἔκλεισα τά μάτια μου νά μή βλέπω τόν κόκκινο ἥλιο. Ἤ θέλω νά βρῶ κάτι πιό ὄμορφο ἀπό κείνη τήν ὀμορφιά πού ὁ νεαρός στεροῦνταν -ἀπάντηση στό «γιατί» πού εἶχε μπεῖ πιά μέσα μου. Ἔκλεισα τά μάτια μου… κι ἄρχισα νά προσεύχομαι.
«Γιατί;». Σκοτεινό, βαρύ, πιεστικό ὑψώνεται μέσα μας κάθε φορά πού ἀγγίζουμε τόν πόνο. Τῶν ἄλλων ἤ τόν δικό μας. Τόν σωματικό ἤ τόν ψυχικό. Τόν πόνο τόν μεγάλο ἤ τόν μικρό· τήν ἀναπηρία, τήν ἀρρώστια, τό πένθος. Τήν πεῖνα, τή σκλαβιά, τή μοναξιά. Τήν προδοσία, τόν διωγμό. Ἀλλά καί τίς ἀποτυχίες, τήν ἀνικανοποίηση, τή διάψευση. Ὅλα αὐτά πού περιμέναμε καί δέν ἦρθαν. Ὅλα ἐκεῖνα πού δέν θέλαμε κι ἦρθαν στή ζωή μας.
Κάθε ἄνθρωπος καί μιά ἱστορία. Προσωπική ἱστορία φτιαγμένη ἀπό μᾶς κι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ’ τήν εὐθύνη μας κι ἀπ’ τή βούλησή του. Ἀπ’ τίς πράξεις μας κι ἀπ’ τό θέλημά του. Κάθε ἱστορία καί μιά πληγή μεγάλη ἤ μικρή. Εἶναι κάποιες τέτοιες ἱστορίες τόσο πικρές πού σέ κάνουν νά πεῖς «γιατί;». Κι ἄλλες τόσο θολές, μπερδεμένες, πού σέ κάνουν νά τίς βρεῖς παράλογες. Ἄν τότε δεῖς τή ζωή μέ τή λογική, ἀστόχησες. Θά σοῦ φανεῖ σχεδία ταλαντευόμενη στό χάος. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνα τίποτα. Πίστη. Τότε χρειάζεται πίστη. Κι ἡ ἀκυβέρνητη σχεδία τῆς ζωῆς σου θά γίνει σοφό σχέδιο κατευθυνόμενο ἀπ’ τόν Θεό στήν ἑτοίμη σωτηρία. Καί μακριά στόν ὁρίζοντα ἕνας Σταυρός.
Εἶν’ ὁ Σταυρός μόνο πού μπορεῖ νά σέ βαστάζει στόν πόνο νά μή ζήσεις τήν ἐγκατάλειψη. Ἄν πονᾶμε σήμερα ἐμεῖς, πόνεσε πρίν ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Πονᾶμε γιά νά συντροφέψουμε τόν πόνο του. Πονᾶμε γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί μέ τόν πόνο μας εἶναι πιό κοντά μας. Μᾶς ἀγαπάει πολύ. Μᾶς ἀγάπησε πρῶτος καί μᾶς ἀγάπησε «εἰς τέλος». Πόνεσε πρῶτος καί πόνεσε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Ἄν πονᾶμε σήμερα, δέν θά πονᾶμε γιά πάντα. Αὔριο θά Τόν συντροφεύουμε στήν Ἀνάσταση.
Ἀπ’ τή μιά ἱστορίες πικρές. Κι ἀπ’ τήν ἄλλη θολές, ἀνεξήγητες, σκοτεινές. Γιά τή λογική μας παράλογες. Τότε μᾶς χρειάζεται πίστη γιά νά δοῦμε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι παράλογος. Παράδοξος, ναί. Ξεπερνάει τή λογική μας. Ὁ Θεός ἐργάζεται σωτηρία καί γι’ αὐτό μακρόπνοα, μυστικά, αἰνιγματικά κι ἀνεξιχνίαστα. Σοφά. Ποιός φανταζόταν πώς γιά χρόνους ἑφτά δέν ἔβγαζε στάχυα ἡ γῆ γιά τή δόξα τοῦ Ἰωσήφ; Μέσα ἀπ’ τά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας ὁ Θεός ἑτοιμάζει πάντα τό καλύτερο.
…Πέρα ἀπ’ τόν κόκκινο ἥλιο ὑπάρχει μιά πατρίδα οὐράνια, αἰώνια, ὡραία, ὅπου «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος». Ὑπάρχει Αὐτός πού, ὅταν φανέρωσε ποιός εἶναι, «ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος» κι οἱ μαθητές ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στή γῆ, γιατί δέν ἄντεχαν νά βλέπουν. Νά μπορούσαμε γιά τή δική Του ἀγάπη νά ψελλίζουμε μέσα στόν πόνο «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»! Νά μπορούσαμε γι’ αὐτά πού μᾶς ἑτοίμασε ν’ ἀναφωνοῦμε στά ἀνερμήνευτα τῆς ζωῆς μας: «Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ».
Φιλόλογος