Εἶναι κάποιες ἀλήθειες παλιές ἀλλά ὄχι ξεπερασμένες. Ἄφθορες ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀδιάσειστες ἀπό τούς σεισμούς καί ἀδιάφθορες ἀπό τούς συρμούς τῶν καιρῶν μένουν φωτεινά μετέωρα. Φέγγουν στά σκοτάδια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί κοντρολάρουν τήν πορεία μας μέσα σ᾿ αὐτόν. Διευκρινίζω ὅτι χρησιμοποιῶ τή λέξη "κόσμος" μέ τήν εἰδική ἔννοια πού τῆς δίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α' Ἰω 5,19). Παραδομένος στόν πονηρό ὁ κόσμος ἀντιτίθεται συνειδητά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι, ἐντούτοις, θαυμαστό ὅτι αὐτός ὁ πονηρός κόσμος συνιστᾶ τό ἄμεσο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀφοπλιστικός ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀποκαλύπτει ὅτι «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ἰω 3,16). Συγκλονιστικός ὁ μετασχηματισμός τοῦ θείου λόγου σέ πράξη· ἐπάνω ἀπό τό σταυρό ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐμπιστεύεται τό κλειδί τοῦ Παραδείσου του στόν χειρότερο ἐκπρόσωπο τοῦ διεφθαρμένου κόσμου, σ᾿ ἕνα ληστή. Εἶναι ἡ ἐγγύηση ὅτι τά ματωμένα χέρια του ἔχουν τήν πρόθεση καί τή δύναμη ν᾿ ἀγκαλιάσουν τόν βρώμικο κόσμο, νά τόν καθαρίσουν μέ τό αἷμα τους, νά τόν ἐπαναφέρουν στό ἀρχέγονο κάλλος καί νά τόν ἀνεβάσουν στήν οὐράνια δόξα. Μέ τήν ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ κόσμος θ᾿ ἀναγνωρίσει τήν πλάνη του καί θά ὁμολογήσει μέ συντριβή καί μετάνοια τό «ἥμαρτον».
Αὐτή τή θεϊκή ἀποστολή ἀναθέτει ὁ Κύριος ἐξαρχῆς στήν Ἐκκλησία, στούς μαθητάς του, γιά τούς ὁποίους παρακαλεῖ τόν Πατέρα ὄχι «ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰω 17,15). Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μία πραγματικότητα πού δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ζῆ μέσα στόν κόσμο καί ἐργάζεται, γιά νά τόν συμφιλιώσει μέ τόν Θεό, νά τόν ὁδηγήσει στή σωτηρία. Ἀμέριστη καί ἀπέραντη ἡ ἀγάπη της γιά τόν κόσμο, ἀλλά καί ἀναλλοίωτη ἡ ἀπαίτηση τῆς μετάνοιας καί ἐπιστροφῆς τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη δέν καταργεῖ, προϋποθέτει καί ἀπαιτεῖ τήν ἀλήθεια. Θά κάνει πολλά βήματα πρός τό μέρος τοῦ κόσμου ἡ Ἐκκλησία, θά τοῦ ἀνοίξει πρόθυμη καί στοργική τήν ἀγκαλιά της. Παραμένει ὅμως ριζική καί ἀνυπέρθετη ἡ εὐθύνη τοῦ κόσμου γιά τό τελικό βῆμα. Ὅπως ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος χωρίς νά χάσει ἤ νά ξεχάσει οὔτε στιγμή τή θεότητά του, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θά παραμείνει σταθερή καί ἀναλλοίωτη στήν ἀρχική της θέση, γιά νά στηρίξει πάνω σ᾿ αὐτήν τόν παραπαίοντα κόσμο.
Μ᾿ αὐτή τή βάση εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις της ἀπό ὅσους δηλώνουν πώς εἶναι μέλη της. Ἀσφαλῶς, μπορεῖ νά ἔρθει στήν Ἐκκλησία ὁ καθένας.Ὀφείλει ὅμως νά σταθεῖ μέ τόν προσήκοντα σεβασμό στά ἐκεῖ δρώμενα. Δέν δικαιολογοῦνται, οὔτε κἄν νοοῦνται ὑπεραπλουστευτικές τάσεις, πού καταλήγουν σέ ἀνίερες καί ἀσεβεῖς καταστάσεις. Ὁπωσδήποτε, ἔστω κι ἄν μποῦν στό χῶρο τοῦ ναοῦ ἐνοχλητικοί περιηγητές, ἡ Ἐκκλησία «μονάχη, ἀτάραχη», κατά τήν ἔκφραση τοῦ ποιητῆ, θά «κρατᾶ τίς Ὧρες της» καί θά «τραβᾶ τόν Κανόνα». Ποιός ὅμως θά τῆς ἀμφισβητήσει τό δικαίωμα νά ἔχει τόν δικό της κανόνα; Καί -πολύ περισσότερο- ποιός θά τολμήσει αὐθαίρετα νά ἐπέμβει, γιά νά καταργήσει τόν κανόνα καί νά καταλύσει τήν τάξη, χωρίς νά ἐπισύρει πάνω του τή μομφή τῆς ἀσέβειας;
Εἶναι, δυστυχῶς, γεγονός ὅτι καθημερινά διαπιστώνουμε τήν ἀλλοπρόσαλλη καί παράλογη τακτική πολλῶν ἀπό τούς λεγομένους ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ἐνῶ, τυπικά τουλάχιστον, δέν ἀπορρίπτουν τήν Ἐκκλησία καί θέλουν νά παρουσιάζονται ὡς μέλη της, οὐσιαστικά φέρονται ὡς οἱ χειρότεροι ἐχθροί της. Τί νά πρωτοαναφέρει κανείς; Τί νά πρωτοκλάψει; Τή φασαρία καί τήν ἀταξία πού ἐπικρατεῖ κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες στό χῶρο ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅρισε «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κο 14,40); Τόν ἐκφυλισμό τῶν ἱερῶν τελετῶν σέ κοσμικά φεστιβάλ; Τήν προκλητικά ἀναιδῆ καί ἀσεβῆ ἐμφάνιση πολλῶν -συνήθως γυναικῶν- μέ τήν ὁποία μπαίνουν στήν Ἐκκλησία; Ὅσο γιά τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, «τί σημασία ἔχει τό πῶς ντύνομαι, ἡ ψυχή νά εἶναι καθαρή», εἶναι ἐντελῶς σαθρό καί αὐτοαναιρεῖται. Ἀσφαλῶς, ἐνδιαφέρει ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, ὅπως ἡ σεμνή περιβολή δέν εἶναι ἱκανή νά καλύψει μιά βρώμικη ψυχή, ἔτσι καί ἡ ἄσεμνη περιβολή ἀποδεικνύει ὑποκριτικό καί ψεύτικο κάθε ἰσχυρισμό περί καθαρῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖ πού τό πράγμα φθάνει στό ἀπροχώρητο εἶναι κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί μάλιστα τοῦ γάμου. Σέ κάποιες περιπτώσεις ὁ θεατής ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι βρίσκεται στήν πλατεία ἤ στό παζάρι. Ἀπαραίτητο συμπλήρωμα στό ζοφερό σκηνικό οἱ φωτογράφοι καί οἱ κάμεραμαν κινοῦνται σάν νά βρίσκονται στό ἐργαστήριό τους· χωρίς καμία συμμετοχή στά τελούμενα, ἀλλά καί χωρίς νά ἐπιτρέπουν τή συμμετοχή ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά παρακολουθήσουν τό μυστήριο, γιά τό ὁποῖο ἐξάλλου καί βρίσκονται ἐκεῖ. Κι ἄν θελήσει κάποιος χριστιανός νά ὑπενθυμίσει τήν ἱερότητα τοῦ χώρου, θά εἰσπράξει τήν εἰρωνεία καί τό σαρκασμό τῶν «πολιτισμένων» καί «ἐλεύθερων» καλεσμένων. Δέν ὑπολογίζεται οὔτε καί αὐτός ὁ ἱερέας. Ἡ μόνη ἀπαίτηση πού ἔχουν οἱ καλοί μας «χριστιανοί» ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι νά «πεῖ τά γράμματα» -μερικοί τό ὁμολογοῦν ἀνερυθρίαστα- ὅσο γίνεται πιό γρήγορα, γιά νά μήν καθυστεροῦμε... Λογαριάστε τώρα πῶς ἀκοῦνε οἱ ἐν λόγῳ «χριστιανοί» τή σύσταση τοῦ ἱερέα νά προσέλθουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μέ σεμνότητα καί ὁπωσδήποτε ἐξομολογημένοι. Πῶς δέχονται τήν ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας γιά ἁγνότητα καί σωφροσύνη, γιά δικαιοσύνη καί φιλανθρωπία, γιά ἐγκράτεια καί νηστεία, γιά ἀγάπη καί συγχώρηση.
Συχνά ἡ κατάσταση γίνεται ἀποκαρδιωτική, καθώς ἀναμιγνύονται τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, παντοδύναμα σήμερα. Δημοσιογράφοι ἄσχετοι πρός τήν Ἐκκλησία κάνουν τίς δικές τους ἐκτιμήσεις καί καπνίζοντας λένε «ὅ,τι τούς καπνίσει». Ἐκτοξεύουν μύδρους, εἰρωνεύονται καί καγχάζουν, ἀφορίζουν καί χαρακτηρίζουν ἀπόβλητους ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς ἱερεῖς καί τούς χριστιανούς πού, κατά τή δική τους ἐκτίμηση, «δέν ἀγκαλιάζουν τούς νέους, ἀφοῦ τούς μιλοῦν γιά ἁγνότητα» καί «διώχνουν τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ τοῦ θυμίζουν πώς ὀφείλει νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου»!
Καί φθάνουμε στό κατάντημα νά προβληματίζονται ἀκόμη καί ἄνθρωποι σοβαροί καί ἅγιοι μήπως πρέπει νά γίνουν κάποιες ὑποχωρήσεις, «γιά νά μή χάσουμε τόν κόσμο». Καί δέν μᾶς φοβίζει ἡ σκέψη ὅτι ἔτσι ἴσως χάνουμε τόν Θεό, τόν σωτήρα τοῦ κόσμου; Διότι, ναί μέν, σέ κάποια θέματα ἡ Ἐκκλησία θυσιάζει τήν ἀκρίβεια χάριν τῆς οἰκονομίας, ποτέ ὅμως δέν χωρᾶ οἰκονομία σέ θέματα εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν.
Ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά γνωρίσει στόν κόσμο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά τό παρουσιάσει μέ τρόπους σύγχρονους, ἁπλούς καί ἑλκυστικούς. Νά τό διατηρήσει ὅμως ἀναλλοίωτο καί ἀπαραχάρακτο. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά νομοθετεῖ καί, μάλιστα, ἐνάντια στό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό τό Εὐαγγέλιο ἔγιναν διωγμοί καί χύθηκε αἷμα ἁγίων καί μαρτύρων. Πῶς ἀνεχόμαστε οἱ σημερινοί χριστιανοί νά καταπατοῦνται οἱ ἀλήθειες του;
Εἶναι, ἐντούτοις, θαυμαστό ὅτι αὐτός ὁ πονηρός κόσμος συνιστᾶ τό ἄμεσο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀφοπλιστικός ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀποκαλύπτει ὅτι «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ἰω 3,16). Συγκλονιστικός ὁ μετασχηματισμός τοῦ θείου λόγου σέ πράξη· ἐπάνω ἀπό τό σταυρό ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐμπιστεύεται τό κλειδί τοῦ Παραδείσου του στόν χειρότερο ἐκπρόσωπο τοῦ διεφθαρμένου κόσμου, σ᾿ ἕνα ληστή. Εἶναι ἡ ἐγγύηση ὅτι τά ματωμένα χέρια του ἔχουν τήν πρόθεση καί τή δύναμη ν᾿ ἀγκαλιάσουν τόν βρώμικο κόσμο, νά τόν καθαρίσουν μέ τό αἷμα τους, νά τόν ἐπαναφέρουν στό ἀρχέγονο κάλλος καί νά τόν ἀνεβάσουν στήν οὐράνια δόξα. Μέ τήν ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ κόσμος θ᾿ ἀναγνωρίσει τήν πλάνη του καί θά ὁμολογήσει μέ συντριβή καί μετάνοια τό «ἥμαρτον».
Αὐτή τή θεϊκή ἀποστολή ἀναθέτει ὁ Κύριος ἐξαρχῆς στήν Ἐκκλησία, στούς μαθητάς του, γιά τούς ὁποίους παρακαλεῖ τόν Πατέρα ὄχι «ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰω 17,15). Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μία πραγματικότητα πού δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ζῆ μέσα στόν κόσμο καί ἐργάζεται, γιά νά τόν συμφιλιώσει μέ τόν Θεό, νά τόν ὁδηγήσει στή σωτηρία. Ἀμέριστη καί ἀπέραντη ἡ ἀγάπη της γιά τόν κόσμο, ἀλλά καί ἀναλλοίωτη ἡ ἀπαίτηση τῆς μετάνοιας καί ἐπιστροφῆς τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη δέν καταργεῖ, προϋποθέτει καί ἀπαιτεῖ τήν ἀλήθεια. Θά κάνει πολλά βήματα πρός τό μέρος τοῦ κόσμου ἡ Ἐκκλησία, θά τοῦ ἀνοίξει πρόθυμη καί στοργική τήν ἀγκαλιά της. Παραμένει ὅμως ριζική καί ἀνυπέρθετη ἡ εὐθύνη τοῦ κόσμου γιά τό τελικό βῆμα. Ὅπως ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος χωρίς νά χάσει ἤ νά ξεχάσει οὔτε στιγμή τή θεότητά του, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θά παραμείνει σταθερή καί ἀναλλοίωτη στήν ἀρχική της θέση, γιά νά στηρίξει πάνω σ᾿ αὐτήν τόν παραπαίοντα κόσμο.
Μ᾿ αὐτή τή βάση εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις της ἀπό ὅσους δηλώνουν πώς εἶναι μέλη της. Ἀσφαλῶς, μπορεῖ νά ἔρθει στήν Ἐκκλησία ὁ καθένας.Ὀφείλει ὅμως νά σταθεῖ μέ τόν προσήκοντα σεβασμό στά ἐκεῖ δρώμενα. Δέν δικαιολογοῦνται, οὔτε κἄν νοοῦνται ὑπεραπλουστευτικές τάσεις, πού καταλήγουν σέ ἀνίερες καί ἀσεβεῖς καταστάσεις. Ὁπωσδήποτε, ἔστω κι ἄν μποῦν στό χῶρο τοῦ ναοῦ ἐνοχλητικοί περιηγητές, ἡ Ἐκκλησία «μονάχη, ἀτάραχη», κατά τήν ἔκφραση τοῦ ποιητῆ, θά «κρατᾶ τίς Ὧρες της» καί θά «τραβᾶ τόν Κανόνα». Ποιός ὅμως θά τῆς ἀμφισβητήσει τό δικαίωμα νά ἔχει τόν δικό της κανόνα; Καί -πολύ περισσότερο- ποιός θά τολμήσει αὐθαίρετα νά ἐπέμβει, γιά νά καταργήσει τόν κανόνα καί νά καταλύσει τήν τάξη, χωρίς νά ἐπισύρει πάνω του τή μομφή τῆς ἀσέβειας;
Εἶναι, δυστυχῶς, γεγονός ὅτι καθημερινά διαπιστώνουμε τήν ἀλλοπρόσαλλη καί παράλογη τακτική πολλῶν ἀπό τούς λεγομένους ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ἐνῶ, τυπικά τουλάχιστον, δέν ἀπορρίπτουν τήν Ἐκκλησία καί θέλουν νά παρουσιάζονται ὡς μέλη της, οὐσιαστικά φέρονται ὡς οἱ χειρότεροι ἐχθροί της. Τί νά πρωτοαναφέρει κανείς; Τί νά πρωτοκλάψει; Τή φασαρία καί τήν ἀταξία πού ἐπικρατεῖ κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες στό χῶρο ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅρισε «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κο 14,40); Τόν ἐκφυλισμό τῶν ἱερῶν τελετῶν σέ κοσμικά φεστιβάλ; Τήν προκλητικά ἀναιδῆ καί ἀσεβῆ ἐμφάνιση πολλῶν -συνήθως γυναικῶν- μέ τήν ὁποία μπαίνουν στήν Ἐκκλησία; Ὅσο γιά τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, «τί σημασία ἔχει τό πῶς ντύνομαι, ἡ ψυχή νά εἶναι καθαρή», εἶναι ἐντελῶς σαθρό καί αὐτοαναιρεῖται. Ἀσφαλῶς, ἐνδιαφέρει ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, ὅπως ἡ σεμνή περιβολή δέν εἶναι ἱκανή νά καλύψει μιά βρώμικη ψυχή, ἔτσι καί ἡ ἄσεμνη περιβολή ἀποδεικνύει ὑποκριτικό καί ψεύτικο κάθε ἰσχυρισμό περί καθαρῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖ πού τό πράγμα φθάνει στό ἀπροχώρητο εἶναι κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί μάλιστα τοῦ γάμου. Σέ κάποιες περιπτώσεις ὁ θεατής ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι βρίσκεται στήν πλατεία ἤ στό παζάρι. Ἀπαραίτητο συμπλήρωμα στό ζοφερό σκηνικό οἱ φωτογράφοι καί οἱ κάμεραμαν κινοῦνται σάν νά βρίσκονται στό ἐργαστήριό τους· χωρίς καμία συμμετοχή στά τελούμενα, ἀλλά καί χωρίς νά ἐπιτρέπουν τή συμμετοχή ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά παρακολουθήσουν τό μυστήριο, γιά τό ὁποῖο ἐξάλλου καί βρίσκονται ἐκεῖ. Κι ἄν θελήσει κάποιος χριστιανός νά ὑπενθυμίσει τήν ἱερότητα τοῦ χώρου, θά εἰσπράξει τήν εἰρωνεία καί τό σαρκασμό τῶν «πολιτισμένων» καί «ἐλεύθερων» καλεσμένων. Δέν ὑπολογίζεται οὔτε καί αὐτός ὁ ἱερέας. Ἡ μόνη ἀπαίτηση πού ἔχουν οἱ καλοί μας «χριστιανοί» ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι νά «πεῖ τά γράμματα» -μερικοί τό ὁμολογοῦν ἀνερυθρίαστα- ὅσο γίνεται πιό γρήγορα, γιά νά μήν καθυστεροῦμε... Λογαριάστε τώρα πῶς ἀκοῦνε οἱ ἐν λόγῳ «χριστιανοί» τή σύσταση τοῦ ἱερέα νά προσέλθουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μέ σεμνότητα καί ὁπωσδήποτε ἐξομολογημένοι. Πῶς δέχονται τήν ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας γιά ἁγνότητα καί σωφροσύνη, γιά δικαιοσύνη καί φιλανθρωπία, γιά ἐγκράτεια καί νηστεία, γιά ἀγάπη καί συγχώρηση.
Συχνά ἡ κατάσταση γίνεται ἀποκαρδιωτική, καθώς ἀναμιγνύονται τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, παντοδύναμα σήμερα. Δημοσιογράφοι ἄσχετοι πρός τήν Ἐκκλησία κάνουν τίς δικές τους ἐκτιμήσεις καί καπνίζοντας λένε «ὅ,τι τούς καπνίσει». Ἐκτοξεύουν μύδρους, εἰρωνεύονται καί καγχάζουν, ἀφορίζουν καί χαρακτηρίζουν ἀπόβλητους ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς ἱερεῖς καί τούς χριστιανούς πού, κατά τή δική τους ἐκτίμηση, «δέν ἀγκαλιάζουν τούς νέους, ἀφοῦ τούς μιλοῦν γιά ἁγνότητα» καί «διώχνουν τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ τοῦ θυμίζουν πώς ὀφείλει νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου»!
Καί φθάνουμε στό κατάντημα νά προβληματίζονται ἀκόμη καί ἄνθρωποι σοβαροί καί ἅγιοι μήπως πρέπει νά γίνουν κάποιες ὑποχωρήσεις, «γιά νά μή χάσουμε τόν κόσμο». Καί δέν μᾶς φοβίζει ἡ σκέψη ὅτι ἔτσι ἴσως χάνουμε τόν Θεό, τόν σωτήρα τοῦ κόσμου; Διότι, ναί μέν, σέ κάποια θέματα ἡ Ἐκκλησία θυσιάζει τήν ἀκρίβεια χάριν τῆς οἰκονομίας, ποτέ ὅμως δέν χωρᾶ οἰκονομία σέ θέματα εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν.
Ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά γνωρίσει στόν κόσμο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά τό παρουσιάσει μέ τρόπους σύγχρονους, ἁπλούς καί ἑλκυστικούς. Νά τό διατηρήσει ὅμως ἀναλλοίωτο καί ἀπαραχάρακτο. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά νομοθετεῖ καί, μάλιστα, ἐνάντια στό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό τό Εὐαγγέλιο ἔγιναν διωγμοί καί χύθηκε αἷμα ἁγίων καί μαρτύρων. Πῶς ἀνεχόμαστε οἱ σημερινοί χριστιανοί νά καταπατοῦνται οἱ ἀλήθειες του;
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 54 (1999) 172-174