Πραγματική ἤ πλασματική ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση ἔγινε τόν τελευταῖο καιρό τό πρῶτο θέμα τῆς ἐπικαιρότητος. Συζητεῖται ἀπό ἄρχοντες καί λαό, συνταξιούχους καί μισθωτούς, ὑψηλόμισθους καί χαμηλόμισθους, μόνιμους καί ἐποχιακούς καί ὡρομίσθιους, μεγαλοεπιχειρηματίες καί μεροκαματιάρηδες, εἰδικούς καί ἄσχετους. Εἶναι ὁ ἐφιάλτης πού φοβίζει καί ἀναστατώνει ἐπιχειρήσεις καί ἑταιρεῖες, τρομοκρατεῖ μικρά καί μεγάλα νοικοκυριά καί ἄτομα, σωρεύοντας ἕνα πλῆθος ἀπό θλιβερά ἐπακόλουθα. Δέν διαθέτω, βέβαια, τήν εἰδικότητα οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα γιά νά σχολιάσω τό θέμα ἀπό ἄποψη οἰκονομική. Δέν προτίθεμαι νά συνταχθῶ ἀβασάνιστα μέ τούς ἀμέριμνους καί ὑπεραισιόδοξους οὔτε μέ τούς θιασῶτες τῆς πεσιμιστικῆς κινδυνολογίας. Θά ἤθελα ὡστόσο νά ἐπιχειρήσω μία προσέγγιση στό πρόβλημα ἀπό τήν πνευματική προοπτική καί νά ψηλαφήσω τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός μας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης.
Ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν οἰκονομική κρύβεται μία ἄλλη πολύ πιό σοβαρή κρίση, ἡ πνευματική. Μελετώντας τό θέμα κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ θείου λόγου, διαπιστώνουμε ὅτι θά ἦταν πολύ διαφορετικά τά πράγματα καί σαφῶς πιό ἀνάλαφρη ἡ οἰκονομική δυσπραγία, ἄν ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, διαθέταμε τήν ἀνάλογη προετοιμασία. Ἄν ἄρχοντες καί λαός εἴχαμε θωρακισθεῖ μέ τήν ἠθική κατάρτιση καί μέ μιά κάποια πνευματικότητα, ἄν διαθέταμε προπαίδεια στήν ἄσκηση, ἄν δέν εἴχαμε ἀλλοιωθεῖ, ἀλλοτριωθεῖ καί ἁλωθεῖ ἀπό τόν ἀσυγκράτητο καταναλωτισμό καί δέν εἴχαμε ἀποχαυνωθεῖ ἀπό τόν ἀχόρταγο εὐδαιμονισμό, δέν θά φθάναμε ἀσφαλῶς ποτέ σέ τέτοια πτώχευση. Οἱ σπατάλες, τά ἀλόγιστα ἔξοδα, ἡ φοροδιαφυγή, ἡ ὑπεξαίρεση μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δημοσίου χρήματος εἶναι ἀσυμβίβαστα πρός τήν χριστιανική ἰδιότητα. «Καλομάθαμε» στήν καλοπέραση καί στήν εὐμάρεια τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδή κακομάθαμε καί κακοποιήσαμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, τόν ἀποδυναμώσαμε ἀπό τίς ψυχικές του δυνάμεις. Ἔτσι τό χειρότερο δέν εἶναι ἡ οἰκονομική κρίση, ἀλλά ἡ χαμηλή πνευματική στάθμη στήν ὁποία αὐτή μᾶς βρίσκει. Πάσχει, θά ἔλεγα, τό πνευματικό ἀνοσοποιητικό μας σύστημα. Θά ἀναφέρω μόνο δυό-τρία παραδείγματα.
Ὅσο κι ἄν ἀρνούμαστε νά τό δεχθοῦμε, ὅσο κι ἄν ἀδυνατοῦμε σήμερα νά τό καταλάβουμε, ὁ σταυρός εἶναι τό γνώρισμα τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κομβικό σημεῖο. Ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, ἐκμαυλισμένη ἀπό τήν καλοπέραση καί τήν εὐζωία, ἀπορρίπτει ἐξ ὁρισμοῦ τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ, τῆς ἄσκησης, τῆς προσφορᾶς. «Νά περνᾶς καλά», εἶναι ἡ συνηθισμένη εὐχή πού ἀνταλλάσσουμε. Νά περνᾶμε καλά, αὐτό εἶναι τό πρῶτο πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ μέγιστη ἀπολαβή μέ τήν ἐλάχιστη προσπάθεια εἶναι τό ὅραμα μικρῶν καί μεγάλων. Ἡ κακοπάθεια, ἡ στέρηση, ἡ ἀληθινή νηστεία, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή ἠχοῦν παράδοξα, ἄν ὄχι ἀνόητα σήμερα καί κανείς δέν θά ἤθελε νά ἀσκήσει αὐτές τίς ἀρετές. Μᾶς ἀναστατώνει καί μόνο ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ π.χ. νά στερηθοῦμε μιά μέρα τό κινητό τηλέφωνό μας, νά περάσουμε ἕνα βράδυ χωρίς τηλεόραση, δέν λέω χωρίς ψωμί.
Κι ὅμως δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ λαός μας ἀπειλεῖται ἀπό τήν φτώχεια. Καί ἄλλοτε ἡ χώρα μας ἀντιμετώπισε κρίση οἰκονομική. Θά μνημονεύσω μόνο τήν φοβερή κατοχή τοῦ 1941-42. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τήν δυνατότητα νά σκάψουν καί νά καλλιεργήσουν τήν γῆ, νά μεταποιήσουν παλιά ροῦχα, νά ἀξιοποιήσουν ἀντικείμενα πού ἦταν γιά πέταμα. Ἡ ἐργατικότητα τούς ἄνοιγε δρόμους καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα. Ἔπειτα ἡ ὀλιγάρκεια, αὐτή ἡ ξεχασμένη ἀρετή, ἡ «τό ἀπροσδεές τῶν ἀγγέλων μιμουμένη», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, περιόριζε πολύ τίς ἀπαιτήσεις καί ἀπάλλασσε ἀπό τίς πλασματικές ἀνάγκες. Ἦταν εὐχαριστημένοι μέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί κι εὐτυχισμένοι ὅταν αὐτό μποροῦσε νά συνοδεύεται ἀπό δυό ἐλιές ἤ ἕνα κρεμμύδι. Ἔνιωθαν ἱκανοποιημένοι μέ τά λίγα, διότι πλούσιος δέν εἶναι ὅποιος ἔχει πολλά, ἀλλά ὅποιος δέν χρειάζεται πολλά. Εἶναι πλουτισμός ἡ αὐτάρκεια, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «ἐγώ γάρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσι μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾶν, καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι» (Φι 4, 11-12).
Στόν χριστιανικό κόσμο σήμερα ἔχουμε πολλά, θέλουμε περισσότερα. Τά θέλουμε ὅλα ἄφθονα, ἀμέσως καί ἀκόπως. Μέ τήν νοοτροπία αὐτή μπορεῖ, βέβαια, κάποιος νά μήν ἀρνεῖται θεωρητικά τήν χριστιανική του ἰδιότητα, ἴσως μάλιστα καί νά καυχᾶται γι’ αὐτήν. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν ἀνάσταση τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Νά τό ποῦμε ἁπλά, δέν λογίζεται χριστιανός ὅποιος δέν ἐνστερνίζεται τήν θυσιαστική ἀγάπη, ὅποιος στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου δέν βλέπει τόν ἀδελφό, τόν ἴδιο τόν Θεό. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό καί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Καί ἐννοεῖ, βέβαια, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Δέν μπορεῖ νά καταναλώνει ἀνενόχλητος καί νά σπαταλᾶ ὁ χριστιανός πού γνωρίζει ὅτι γύρω του ὑποφέρουν οἱ πεινασμένοι, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄνεργοι, οἱ δυστυχισμένοι. Ἡ ἀγάπη τόν κάνει ἐπινοητικό. Κι ἄν δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά λύσει τά προβλήματα τῶν φτωχῶν, τουλάχιστον φροντίζει κάτι νά οἰκονομήσει, νά περιορίσει κάπως τήν δική του εὐδαιμονία καί ἄνεση, ὥστε νά «κοινωνεῖ» στήν χρεία τῶν ἀδελφῶν.
Δέν ζῆ χριστιανικά ὅποιος δέν βιώνει τήν ἐλπίδα πού, χαρίζοντας τήν πρόγευση τῆς μέλλουσας πραγματικότητας, ἐμπνέει τό ἀσκητικό φρόνημα. Μέ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι «δέν πρέπει νά ὑπηρετοῦμε δουλικά τό σῶμα, ἐκτός ἀπό τίς ἀπαραίτητες ἀνάγκες». Κάποτε μάλιστα «πρέπει νά στερούμαστε καί αὐτά τά ἐπιτρεπόμενα καί ἀπαραίτητα γιά τήν ζωή, ὅταν ἡ στέρηση αὐτή ἀποβλέπει στήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν μας». Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι ἄν θέλαμε νά ἐφαρμόσουμε τήν συμβουλή τοῦ Οὐρανοφάντορος -λίγο νά ἐγκρατευθοῦμε γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν- θά μπορούσαμε καί οἱ πιό φτωχοί νά ἐξοικονομήσουμε τουλάχιστον ἕνα πιάτο ἀπό τό φαγητό τῆς ἡμέρας. Ἕνα πιάτο γιά νά χορτάσουμε τήν πεῖνα τοῦ ἀδελφοῦ.
Σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, εἶναι ἀνάγκη νά σταθοῦμε ὄρθιοι στόν χαλασμό. Νά ἐπιδοθοῦμε, δηλαδή, μέ ζῆλο στήν πνευματική μας καλλιέργεια, μέ τήν μαθητεία μας στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή στήν θεία λατρεία. Εἶναι τά δοκιμασμένα μέσα πού θά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν πνευματική κρίση. Καί ἡ ἔξοδος αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση γιά τήν ἀποσόβηση κάθε ἄλλης κρίσης.