Ἄς ξαναγυρίσομε σέ κείνη τή νύχτα κι ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπ' τήν ἀρχή. Ἄς ξαναπιάσουμε γιά λίγο αὐτήν τή χιλιοειπωμένη ἱστορία. Τήν εἴπαμε τόσες φορές πού μοιάζει πιά σάν ἕνα γλυκό, χειμωνιάτικο παραμύθι.
Σήμερα, ὅμως, θά ποῦμε τήν ἱστορία τῆς Βηθλέεμ ὄχι γιά νά τήν ποῦμε, ἀλλά γιά νά τή σβήσουμε. Γιά νά δοῦμε πῶς θά ἦταν ὁ κόσμος χωρίς αὐτήν, ἀφοῦ κατά καιρούς καί κατά πολλούς αὐτή ἡ ἱστορία θεωρεῖται ὑπεύθυνη πού ὁ κόσμος δέν πῆγε καλά.
Ξαναγυρνοῦμε, λοιπόν, στό σημεῖο μηδέν. Μέ τά χρονικά στοιχεῖα τά πράγματα εἶναι εὔκολα. Εὔκολα μποροῦμε νά συμφωνήσουμε καί οἱ ἱστορικοί καί μεῖς σ᾿ ἕνα ἄλλο «πρό» καί «μετά». Προτείνω πρόχειρα τό «πρό Ἀλεξάνδρου» καί «μετά τόν Ἀλέξανδρο», γιατί ἔτσι κι ἀλλιῶς μέ τόν νεαρό Ἕλληνα Μακεδόνα ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἶχε πλέον ἀλλάξει γιά πάντα, χωρίς ἐπιστροφή.
Ἤ καλύτερα καί πιό κοντά στό χρονικό σημεῖο πού μᾶς ἐνδιαφέρει, «πρό Ὀκταβιανοῦ» καί «μετά τόν Ὀκταβιανό». Ἐδῶ ἡ ἀλλαγή θά εἶναι πιό εὔκολη, γιατί θά πρόκειται ἁπλῶς γιά μιά ἐσωτερική ρύθμιση. Στή θέση τοῦ ὑπηκόου πού γεννήθηκε ἐπί Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, θά βάλουμε τόν αὐτοκράτορα πού ἐπί τῶν ἡμερῶν του γεννήθηκε αὐτός ὁ δοῦλος.
Κι ἔτσι ἀποκαθιστοῦμε συγχρόνως μιά μεγάλη ἀβλεψία, ἴσως καί ἀδικία, σίγουρα πάντως παραδοξότητα τῆς ἱστορίας: Ὁ Ὀκταβιανός Αὔγουστος, ἕνας ἀπ᾿ τούς μέγιστους αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης καί ὄχι μόνον, νά εἶναι ἕνα ἀκόμα ὄνομα μέσα στήν ἱστορία, ἐνῶ ἀντίθετα ἕνας ἀπ᾿ τά ἑκατομμύρια τῶν ὑπηκόων του νά ἀποτελεῖ τό μόνο ὄνομα καί σημεῖο τομῆς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας σέ «πρό Χριστοῦ» καί «μετά Χριστόν».
Μέ τήν ἐπαναχρονολόγηση, ὅπως εἴδαμε, ξεμπερδεύουμε σχετικά εὔκολα. Τά πράγματα δυσκολεύουν μέ τά κείμενα καί τά ἔργα τέχνης. Τά ὅσα ἔγραψαν καί τά ὅσα εἶπαν, τά ὅσα ζωγράφισαν καί τά ὅσα φιλοτέχνησαν, τά ὅσα οἰκοδόμησαν καί τά ὅσα δραματοποίησαν, τά ὅσα ἔψαλαν καί τά ὅσα τραγούδησαν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ καί 2.000 χρόνια γιά τή νύχτα τῆς Βηθλεέμ.
Ἐδῶ προτείνω μέ σιγουριά τήν ἀδιαφορία. Πιστεύω στήν ἀδιαφορία. Πιστεύω στό φυσιολογικό θάνατο τῶν πραγμάτων καί στό κλείσιμο τῶν κύκλων. Γιατί τόσος πόλεμος γιά ἕνα ψέμα, γιά ἕνα παιδιάστικο παραμύθι, ἄν εἶναι παραμύθι; Σοφά εἶχε μιλήσει ὁ Γαμαλιήλ: «Ἀφῆστε αὐτήν τήν ὑπόθεση. Ἄν εἶναι ἀνθρώπινη, θά διαλυθεῖ μόνη της μέσα στόν ἀγέρα τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν». Ἄς τήν ἀφήσουμε, λοιπόν, κι ἄς συνεχίσουμε νά ζοῦμε ἐρήμην αὐτῆς τῆς ἐκκωφαντικῆς ἱστορίας μέχρι τῆς τελικῆς σιγῆς της.
Ὅμως γιατί, γιατί δέν μποροῦμε νά ζήσουμε; Ἐδῶ τά πράγματα δέν εἶναι πλέον μόνο δύσκολα, εἶναι ἀνερμήνευτα. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο δέν ἔχω νά κάνω καμία πρόταση, γιατί κι ἐγώ δέν μπορῶ νά ζήσω, ὅπως δέν μπορεῖς κι ἐσύ κι ὅπως δέν μποροῦν κι οἱ αὐτοκράτορες. Γιατί δέν μᾶς ἔφτασαν τόσες ἀγάπες; Γιατί ὁ τόπος μας εἶναι παγωμένος, εἶναι τελικά «οὐ τόπος», μιά βασανιστική οὐτοπία;
Ὅλα μποροῦμε νά τά σβήσουμε. Δέν μποροῦμε ὅμως νά σβήσουμε μέ τίποτα τήν ἀναμονή καί τήν προσδοκία μας γιά ἕνα πρόσωπο. Σάν ἐκεῖνον τόν γερο-Συμεών, πού μόνο ὅταν πῆρε τό βρέφος στήν ἀγκαλιά του εἶπε: «Τώρα μπορῶ να πεθάνω. Δέν θέλω νά δῶ τίποτε ἄλλο, ἀφοῦ τά μάτια μου εἶδαν τό φῶς ὅλων τῶν ἐθνῶν».
Ἤ σάν τούς σοφούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, πού μέσα στήν οὐτοπία τῶν ἀναζητήσεών τους, μέσα στή χίμαιρα τοῦ κυνηγητοῦ τῶν ἄστρων βρῆκαν τελικά τόν τόπο. Δέν ἦταν μέσα στό ἀναγνωστήριό τους. Δέν ἦταν στά στρατόπεδα τοῦ Ἀλέξανδρου. Δέν ἦταν στίς ἐπαύλεις καί στούς ναούς τοῦ Ὀκταβιανοῦ. Δέν ἦταν πάνω στ᾿ ἀστέρια. Ὁ τόπος πού ἔψαχναν ἦταν σ᾿ ἕνα ἀσήμαντο, ἐλάχιστο χωριό μέσα στήν ἀχανῆ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Τό ἔλεγαν Βηθλεέμ.
Σήμερα, ὅμως, θά ποῦμε τήν ἱστορία τῆς Βηθλέεμ ὄχι γιά νά τήν ποῦμε, ἀλλά γιά νά τή σβήσουμε. Γιά νά δοῦμε πῶς θά ἦταν ὁ κόσμος χωρίς αὐτήν, ἀφοῦ κατά καιρούς καί κατά πολλούς αὐτή ἡ ἱστορία θεωρεῖται ὑπεύθυνη πού ὁ κόσμος δέν πῆγε καλά.
Ξαναγυρνοῦμε, λοιπόν, στό σημεῖο μηδέν. Μέ τά χρονικά στοιχεῖα τά πράγματα εἶναι εὔκολα. Εὔκολα μποροῦμε νά συμφωνήσουμε καί οἱ ἱστορικοί καί μεῖς σ᾿ ἕνα ἄλλο «πρό» καί «μετά». Προτείνω πρόχειρα τό «πρό Ἀλεξάνδρου» καί «μετά τόν Ἀλέξανδρο», γιατί ἔτσι κι ἀλλιῶς μέ τόν νεαρό Ἕλληνα Μακεδόνα ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἶχε πλέον ἀλλάξει γιά πάντα, χωρίς ἐπιστροφή.
Ἤ καλύτερα καί πιό κοντά στό χρονικό σημεῖο πού μᾶς ἐνδιαφέρει, «πρό Ὀκταβιανοῦ» καί «μετά τόν Ὀκταβιανό». Ἐδῶ ἡ ἀλλαγή θά εἶναι πιό εὔκολη, γιατί θά πρόκειται ἁπλῶς γιά μιά ἐσωτερική ρύθμιση. Στή θέση τοῦ ὑπηκόου πού γεννήθηκε ἐπί Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, θά βάλουμε τόν αὐτοκράτορα πού ἐπί τῶν ἡμερῶν του γεννήθηκε αὐτός ὁ δοῦλος.
Κι ἔτσι ἀποκαθιστοῦμε συγχρόνως μιά μεγάλη ἀβλεψία, ἴσως καί ἀδικία, σίγουρα πάντως παραδοξότητα τῆς ἱστορίας: Ὁ Ὀκταβιανός Αὔγουστος, ἕνας ἀπ᾿ τούς μέγιστους αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης καί ὄχι μόνον, νά εἶναι ἕνα ἀκόμα ὄνομα μέσα στήν ἱστορία, ἐνῶ ἀντίθετα ἕνας ἀπ᾿ τά ἑκατομμύρια τῶν ὑπηκόων του νά ἀποτελεῖ τό μόνο ὄνομα καί σημεῖο τομῆς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας σέ «πρό Χριστοῦ» καί «μετά Χριστόν».
Μέ τήν ἐπαναχρονολόγηση, ὅπως εἴδαμε, ξεμπερδεύουμε σχετικά εὔκολα. Τά πράγματα δυσκολεύουν μέ τά κείμενα καί τά ἔργα τέχνης. Τά ὅσα ἔγραψαν καί τά ὅσα εἶπαν, τά ὅσα ζωγράφισαν καί τά ὅσα φιλοτέχνησαν, τά ὅσα οἰκοδόμησαν καί τά ὅσα δραματοποίησαν, τά ὅσα ἔψαλαν καί τά ὅσα τραγούδησαν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ καί 2.000 χρόνια γιά τή νύχτα τῆς Βηθλεέμ.
Ἐδῶ προτείνω μέ σιγουριά τήν ἀδιαφορία. Πιστεύω στήν ἀδιαφορία. Πιστεύω στό φυσιολογικό θάνατο τῶν πραγμάτων καί στό κλείσιμο τῶν κύκλων. Γιατί τόσος πόλεμος γιά ἕνα ψέμα, γιά ἕνα παιδιάστικο παραμύθι, ἄν εἶναι παραμύθι; Σοφά εἶχε μιλήσει ὁ Γαμαλιήλ: «Ἀφῆστε αὐτήν τήν ὑπόθεση. Ἄν εἶναι ἀνθρώπινη, θά διαλυθεῖ μόνη της μέσα στόν ἀγέρα τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν». Ἄς τήν ἀφήσουμε, λοιπόν, κι ἄς συνεχίσουμε νά ζοῦμε ἐρήμην αὐτῆς τῆς ἐκκωφαντικῆς ἱστορίας μέχρι τῆς τελικῆς σιγῆς της.
Ὅμως γιατί, γιατί δέν μποροῦμε νά ζήσουμε; Ἐδῶ τά πράγματα δέν εἶναι πλέον μόνο δύσκολα, εἶναι ἀνερμήνευτα. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο δέν ἔχω νά κάνω καμία πρόταση, γιατί κι ἐγώ δέν μπορῶ νά ζήσω, ὅπως δέν μπορεῖς κι ἐσύ κι ὅπως δέν μποροῦν κι οἱ αὐτοκράτορες. Γιατί δέν μᾶς ἔφτασαν τόσες ἀγάπες; Γιατί ὁ τόπος μας εἶναι παγωμένος, εἶναι τελικά «οὐ τόπος», μιά βασανιστική οὐτοπία;
Ὅλα μποροῦμε νά τά σβήσουμε. Δέν μποροῦμε ὅμως νά σβήσουμε μέ τίποτα τήν ἀναμονή καί τήν προσδοκία μας γιά ἕνα πρόσωπο. Σάν ἐκεῖνον τόν γερο-Συμεών, πού μόνο ὅταν πῆρε τό βρέφος στήν ἀγκαλιά του εἶπε: «Τώρα μπορῶ να πεθάνω. Δέν θέλω νά δῶ τίποτε ἄλλο, ἀφοῦ τά μάτια μου εἶδαν τό φῶς ὅλων τῶν ἐθνῶν».
Ἤ σάν τούς σοφούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, πού μέσα στήν οὐτοπία τῶν ἀναζητήσεών τους, μέσα στή χίμαιρα τοῦ κυνηγητοῦ τῶν ἄστρων βρῆκαν τελικά τόν τόπο. Δέν ἦταν μέσα στό ἀναγνωστήριό τους. Δέν ἦταν στά στρατόπεδα τοῦ Ἀλέξανδρου. Δέν ἦταν στίς ἐπαύλεις καί στούς ναούς τοῦ Ὀκταβιανοῦ. Δέν ἦταν πάνω στ᾿ ἀστέρια. Ὁ τόπος πού ἔψαχναν ἦταν σ᾿ ἕνα ἀσήμαντο, ἐλάχιστο χωριό μέσα στήν ἀχανῆ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Τό ἔλεγαν Βηθλεέμ.
Ζωή Γούλα
'Απολύτρωσις 64 (2009) 328-329