Τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ
Φαίνεται ἴσως παράδοξο, ἀλλά εἶναι ἀληθινό: Ὁ διδάσκαλος τῆς ἀγάπης, ἤ μᾶλλον αὐτός ὁ γεννήτοράς της καί ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη, κηρύττει τό μῖσος! «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λκ 14,26). Καί αὐτός πού σπούδασε ὅσο κανείς τήν ἀγάπη καί ἔγινε ὁ «ἠγαπημένος» συμβουλεύει: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ». Μιά τόσο ἀπροκάλυπτη καί δυναμική ἐπίδειξη μίσους ἀσφαλῶς δέν θά βροῦμε καί στόν πιό φανατικό μισαλλόδοξο. Καί αὐτό εἶναι κάτι πού μᾶς κάνει νά σταθοῦμε μέ περίσκεψη μπρός στό παράδοξο, καί νά θεολογήσουμε.
Ὁ Χριστιανισμός δέν φοβᾶται νά πεῖ τή λέξη «μῖσος» οὔτε διστάζει νά κηρύξει τήν ἔχθρα, γιατί ἀκριβῶς ἔζησε ἀπόλυτα τήν ἀγάπη καί ἐφάρμοσε μοναδικά τήν εἰρήνη. Ποιός μπορεῖ νά τόν ἐλέγξει γιά μιά τέτοια ἁμαρτία; Πάνω στό σῶμα του φέρνει τό πιό ἔγκυρο σημάδι φιλανθρωπίας καί ἐλέους: τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ ἱδρυτῆ του, πού μέ ἀγάπη ρέει ὡς ἡ μεγαλύτερη εὐλογία πάνω στούς σταυρωτές του. Ἐντούτοις, τό μῖσος κρατᾶ μιά καίρια θέση μέσα στή διδασκαλία του, καί ἡ ἑρμηνεία του γίνεται κλειδί γι’ αὐτόν πού θέλει νά ξεκλειδώσει τά οὐράνια μυστικά.
Ἀλλά ἤδη ἔχουμε κάνει ἕνα πρῶτο βῆμα κατανόησης: Ὁ χαρακτηρισμός πού δώσαμε -μῖσος τοῦ Χριστοῦ- μᾶς προϊδεάζει γιά κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού ξέρουμε· δέν πρόκειται γιά τό μῖσος τοῦ κόσμου, λοιπόν. Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στόν κόσμο μας καί τοῦ χάρισε μιά ἄλλη διάσταση· πῆρε τίς λέξεις μας, τίς ἔννοιές μας, καί τίς φόρτισε μ’ ἕνα ἄλλο νόημα. Ἀκόμη κι αὐτή ἡ ἀγάπη πού κήρυξε καί πού τή νιώθουμε ὅλοι σάν τό πιό κοινό ὅσο καί θεϊκό σκίρτημα μέσα μας, ἦταν κάτι διαφορετικό, ἴσως καί ξένο, στήν ἐμπειρία μας: Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι συναισθηματική κατάσταση ἀλλά ἀγώνας γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του στή ζωή μας καί στή ζωή τῶν ἄλλων. Εἴμαστε ἕτοιμοι, λοιπόν, νά δεχθοῦμε καί τήν πιό παράξενη ταυτότητα τοῦ μίσους· ὅτι πρόκειται -ἄς τό ποῦμε- γιά μιά ἄλλη μορφή ἀγάπης!
Τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ μεταφράζεται ὡς παραίτηση ἀπό τόν κόσμο τοῦ διαβόλου καί ὡς ἀπέχθεια στόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Σέ καμιά περίπτωση τό Εὐαγγέλιο δέν συνιστᾶ νά μισήσουμε τόν συνάνθρωπο, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι· πάντοτε ὅμως ἐννοεῖ νά μισήσουμε τήν κοσμική νοοτροπία, πού εἶναι ἁμαρτωλή. Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος πού δέν πρέπει νά ἀγαπᾶμε: ἡ ἁμαρτία. Καί εἶναι εὐνόητο πόσο ὠφέλιμη εἶναι αὐτή ἡ προσταγή, πού τόσο ἐξυπηρετεῖ τήν ἀγάπη καί πρός τόν ἑαυτό μας καί πρός τούς ἄλλους, ἀφοῦ στρέφεται ἐνάντια στόν χειρότερο δολιοφθορέα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί μόνον σ’ αὐτόν.
Ἄν μέ ταπείνωση ἀκούσουμε τόν θεῖο λόγο καί ἄν μέ ὑπευθυνότητα δοῦμε τόν ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, θά διαπιστώσουμε πώς αὐτό τό μῖσος ἀποτελεῖ προϋπόθεση καί ἀσφάλεια γιά τή σωτηρία μας. Μισώντας τήν ἁμαρτία προφυλαγόμαστε ἀπό τά βρόχια της καί διαφυλαγόμαστε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἐχέγγυο γνήσιας ἀγάπης πρός τούς ἄλλους. Γιά τόν πλησίον ἰσχύει βέβαια ὁ νόμος «ἀγάπα τον σάν τόν ἑαυτό σου». Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι σωστή μόνο ὅταν περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τοῦ ἐν Χριστῷ μίσους. Ὅταν ὅπως ὁ γιατρός ἀγαπήσουμε τόν ἄρρωστο, ἀλλά μισήσουμε τήν ἀρρώστια του, τότε μποροῦμε νά μεγαλουργήσουμε σέ ἔργα αὐταπάρνησης καί οἰκτιρμῶν.
Οἱ «εἰρηνιστές» τῆς ἐποχῆς μας μιλοῦν γιά ἀγάπη, ἐνῶ τά χέρια τους στάζουν τό αἷμα τῶν ἀδικημένων. Ἡ ἀγάπη τους ἔχει μέσα τό ψέμα, γι’ αὐτό καταντᾶ μῖσος. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός μιλᾶ γιά μῖσος, ἐνῶ ἁπλώνει τά χέρια του νά ματώσουν γιά χάρη μας. Τό μῖσος του εἶναι μῖσος ὄχι στόν ἄνθρωπο ἀλλά στά πάθη του. «Μεμίσηκα δέ κἀγώ διεστραμμένας ὁδούς κακῶν», διακηρύττει. Ναί, θέλει νά μισήσουμε τόν πατέρα μας, τή μητέρα μας, ἀκόμη καί τή ζωή μας, γιά νά τούς ἀγαπήσουμε ὅμως σωστά γι’ αὐτούς καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, γιά νά τούς ἀγαπήσουμε «ἐν ἀληθείᾳ». Ὅταν ἡ καρδιά μας ὑπακούσει σ’ αὐτό τό κάλεσμα, τότε θά δοῦμε πόσο ἀληθινοί γίναμε ἀλλά καί πόσο ἐλεύθεροι. Ἔτσι τό μῖσος τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται σέ τελευταία ἀνάλυση ἕνα μῖσος γεμάτο ἀγάπη.
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 161-162