Ὁ ἐρχομός καί τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή γῆ ἄφησε τά ἴχνη καί τά ἀποτυπώματά του πάνω στό χῶρο καί μέσα στό χρόνο τῶν ἀνθρώπων. Τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε μέσα σέ μιά φάτνη, ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου περπάτησε καί ἁλίευσε τούς πρώτους μαθητές του, οἱ πλαγιές καί οἱ πεδιάδες, πού ἄκουσαν τή φωνή του νά διδάσκει τά πλήθη, τό βουνό τῆς Μεταμορφώσεως, πού εἶδε τή θεότητά του νά λάμπει σάν ἥλιος, ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ, ποτισμένος ἀπό τά δάκρυα καί τήν ἀγωνία του, ὁ τόπος τοῦ Γολγοθᾶ, βαμμένος μέ τό αἷμα του, τό ἄδειο μνῆμα του, ἡ Παλαιστίνη ὅλη, πού τήν διέσχισε «εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38), εἶναι ἡ ἁγία γῆ, πού κρατᾶ αἰχμάλωτη μέ τά θυμητάρια της τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτή τήν ἁγία γῆ μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά τήν ἐπισκεφθοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τά ἱερά της χώματα. Μποροῦμε ὅμως νά τή βροῦμε καί μέσα στό χῶρο κάθε ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ μυστηριακά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Στήν Πρόθεση ἀντικρύζουμε τή Βηθλεέμ καί στήν Ἁγία Τράπεζα ἀτενίζουμε τόν Γολγοθᾶ· στήν κολυμβήθρα τῆς βαπτίσεως βλέπουμε τόν Ἰορδάνη καί ἀπό τήν καντήλα τοῦ Ἱεροῦ παίρνουμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Ἀπό τήν ἄλλη, ἔχουμε τά θεϊκά σημάδια μέσα στό χρόνο μας. Τά Θεοφάνια, ὅταν ὁ Πατέρας ἔδειχνε τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα ἀναπαυόταν πάνω του μέ μορφή περιστεριοῦ, τό Πάσχα τῶν παθῶν, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν βῆμα μέ βῆμα πρός τήν ἀτίμωση καί τό θάνατο, ἡ Ἀνάσταση, πού γέμισε φῶς καί χαρά τίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἡ Ἀνάληψη, πού δόξασε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ Πεντηκοστή, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, ὅλα ἐκεῖνα τά ὑπερφυσικά γεγονότα πού ἔφεραν τή λύτρωση στόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, εἶναι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας, πού κρατοῦν ζωντανή μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Ἔτσι, οἱ πιστοί μποροῦμε νά συναντήσουμε σέ ὅποια ἐποχή κι ἄν ἀνήκουμε, τόν θεάνθρωπο Κύριό μας· νά γίνουμε μαθητές του, νά περπατήσουμε μαζί του, νά ἀκούσουμε τό λόγο του, νά δοῦμε τά θαύματά του, νά ζήσουμε τήν ἀνάστασή του, νά τόν κάνουμε δικό μας.
Ὅλα αὐτά τά ἅγια καί τά ἱερά, πού σώζονται γιά χάρη μας, τούς ἅγιους τόπους καί τίς ἱερές μας ἑορτές, τά συμπυκνώνει σέ μία θαυμαστή ἑνότητα καί μᾶς τά προσφέρει μέ ἕναν τρόπο πού μόνον ὁ Θεός μποροῦσε νά ἐπινοήσει καί νά ἐπιτύχει, ἡ Κυριακή ἡμέρα. Μέ τή θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο καί οὐσιῶδες γνώρισμά της, μᾶς συγκεντρώνει στόν τόπο ὅπου ἔρχεται ὁ Κύριος σωματικά ἐν μυστηρίῳ, καί μᾶς βοηθᾶ νά συμμετάσχουμε στή ζωή του ἀπό τή φάτνη ὥς τό μνημεῖο τό κενό. Ἐκεῖ, στό ναό, μπροστά στά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί ἀνάμεσα στά πνεύματα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων ἀγκαλιάζουμε τό χῶρο τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ψυχή μας ἀναπαύεται, διότι νιώθει νά ἁπλώνεται στό ἄπειρο. Τότε, στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς ὁ Χριστός ἀνακλίνεται στούς ἄρτους τῆς Προθέσεως, καθώς διδάσκει μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ Εὐαγγελίου, καθώς σταυρώνεται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀνασταίνεται μέσα στό δισκοπότηρο, μπαίνουμε στό χρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἡ ψυχή μας ἀναγαλλιάζει, διότι νιώθει νά χορταίνει αἰωνιότητα. Ἕναν χῶρο χωρίς πέρατα κι ἕναν χρόνο χωρίς τέρματα, τόν ἄπειρο χῶρο καί τόν αἰώνιο χρόνο τοῦ Θεοῦ, μᾶς προσφέρει ἡ Κυριακή καί φέρνει στή ζωή μας καί στήν καρδιά μας τόν Θεό.
Ἡ θεολογική ἀξία καί ἡ θεϊκή αὐτή δυναμική τῆς Κυριακῆς συνίσταται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, πού συνέβη στό χρόνο της ἱστορικά καί πραγματώνεται κάθε φορά στή θεία Λειτουργία της μυστηριακά. Γίνεται ἔτσι ἡ Κυριακή μία ἄμεση ἐμπειρία τοῦ παρόντος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται καί πραγματοποιεῖται χειροπιαστά μέσα στή θεία λατρεία. Ἀλλά εἶναι καί ἕνα ζωντανό μνημεῖο τοῦ παρελθόντος, ἕνα εἶδος μάρτυρος τοῦ χρόνου, μοναδικοῦ κι ἀνεπανάληπτου μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, πού μαρτυρεῖ ἀδιάκοπα μέχρι σήμερα τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἐπί πλέον ὅμως ἡ Κυριακή ἀποτελεῖ καί ἕναν εὔγλωττο τύπο τοῦ μέλλοντος, ὅπως φωτισμένα ἔχουν ἐπισημάνει οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ παρών κόσμος περικλείεται μέσα στίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, πού ἀνακυκλώνονται διαρκῶς μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἡ Κυριακή θεωρεῖται ἡ ὀγδόη ἡμέρα, πού διαδέχεται τήν ἑβδόμη καί προτυπώνει τή μέλλουσα ζωή, ἡ ὁποία ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἡ γλυκειά αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἐπεκτείνεται στό διάστημα μετά τό χρόνο τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μιά γεύση της δέ μᾶς δίνει προκαταβολικά ἡ Κυριακή. Ὅταν ὁ Θεός ἔκανε ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου φέρνοντας τό φῶς μέσα στήν ἄβυσσο, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ χρόνου· «Καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένενο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Γέ 1,5). Κι ὅταν ὁ Χριστός ἔκανε ἀρχή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους νικώντας τό θάνατο μέσα στόν ἅδη, ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λκ 24,1). Ὥστε οἱ πιστοί τήν Κυριακή γιορτάζουμε συγχρόνως τά γενέθλια τῆς δημιουργίας καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ προγευόμαστε ἀπό τώρα τόν μέλλοντα κόσμο τῆς αἰωνιότητος, τήν οὐράνια παλιγγενεσία.
Ἁδρογραφώντας τίς θεολογικές σημασίες τῆς Κυριακῆς προβάλλει μπροστά μας τό πρόσωπό της μέ χαρακτηριστικά τίς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἡ εὐαγγελική ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προφητική ἡμέρα τοῦ μελλοντικοῦ αιῶνος, καί τό πιό πρόσφορο γιά μᾶς, εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἡμέρα τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στήν ὁποία εἰσρέουν ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καί ἀρδεύουν καί ζωογονοῦν τήν ὕπαρξή μας. Προσβλέποντας στήν Κυριακή καί στά γνωρίσματά της νιώθουμε, πράγματι, τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τόν κόσμο πού μᾶς χάρισε, νά τόν δοξολογοῦμε γιά τήν Ἐκκλησία του, νά τόν λατρεύουμε γιά τήν ἀνάστασή του, καί νά λαχταροῦμε τήν εὐλογημένη βασιλεία του. Ἡ ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού πλησιάζοντάς μας σπάει τούς γήινους φραγμούς καί ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 97-99