Πολλά τροπάρια, ἐμπνευσμένα ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν εὐαγγελιστῶν, καλοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ἄμεση καί προσωπική ἐπαφή μέ τά γεγονότα τοῦ θείου δράματος. Εἶναι ἡ ἐλάχιστη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πού ὀφείλει ὁ κάθε πιστός.
Σέ στιχηρό ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας ψάλλουμε: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα... Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ...».
Σέ ἄλλο στιχηρό τῆς ἴδιας ἀκολουθίας μᾶς παροτρύνει ἡ Ἐκκλησία μέ τά λόγια τοῦ ὑμνογράφου: «Φθάσαντες, πιστοί, τό σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν». Καί ἐξηγεῖ τά ὀφέλη πού θά ’χει γιά μᾶς αὐτή ἡ συμμετοχή: «ὅπως τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ συνεγείρῃ καί ἡμᾶς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Δέν θέλει ὁ Ἰησοῦς νά γιορτάζουμε τά ἄχραντα Πάθη του σάν ἕνα γεγονός πού συντελέσθηκε στό παρελθόν καί παραμένει ἄσχετο πρός τήν προσωπική μας ζωή. Οὔτε νά ἀρκούμαστε σέ κάποιες συναισθηματικές ἐκδηλώσεις, πού ἐξατμίζονται μέ τό πέρασμα τῶν ἁγίων ἡμερῶν. Ἐπιθυμεῖ, κατά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅλοι οἱ πιστοί νά ἔχουμε μία σχέση οὐσιαστική μαζί του. Νά συμμετέχουμε
- στήν ἀγωνία του,
- στούς ἐξευτελισμούς,
- στά ραπίσματα,
- στήν ἀποδοκιμασία καί
- στό μαρτύριό του.
Νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τόν σταυρό του ὡς ἀφοσιωμένοι μαθητές του, γιά νά κοινωνήσουμε ὕστερα ἀπό τά παθήματά του καί στήν δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.
Δέν θέλει ὁ Κύριος νά εἴμαστε ἁπλῶς φιλακόλουθοι, ἀλλά συνακόλουθοι καί συνοδοιπόροι του, ὀπαδοί καί κοινωνοί στό φοβερό καί μοναδικό δρᾶμα πού πραγματοποιήθηκε στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ἡ σχέση μας μαζί του δέν θά περιορισθεῖ στίς λίγες αὐτές ἡμέρες, ἀλλά θά διαποτίσει τήν ζωή μας, γιά νά τήν φωτίσει καί νά τήν καθοδηγήσει. Ἡ γιορτή θά εἶναι μία ἐπαναβίωση τῆς ἱστορίας πού θά συνεχίζεται στήν ζωή μας. Αὐτό εἶναι τό νόημα καί ἡ σημασία τοῦ ἑορτασμοῦ.
Εἶναι ὅμως εὔκολη ὑπόθεση αὐτή ἡ συμμετοχή; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι ἀπαιτεῖ νά κάνουμε μία ὑπέρβαση μέσα μας. Γιά ν’ ἀνεβοῦμε στήν πνευματική αὐτή κορυφή καί νά ἔχουμε μία ἀληθινή συμμετοχή στά σεπτά Πάθη, χρειάζεται νά δημιουργηθεῖ μία ἀλληλέγγυα σχέση ἀνάμεσα στόν πάσχοντα Θεό καί σ’ ἐμᾶς γιά τούς ὁποίους πάσχει, μία εὐλογημένη συνεργασία ἀνάμεσα στόν Πλάστη καί στό πλάσμα του. Καί πρίν ἀπ’ αὐτό, χρειάζεται νά συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς πού μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος μέ τά Πάθη του.
Γιά νά νοήσουμε τήν σημασία τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Κυρίου καί νά μή μένουμε ψυχροί κι ἀδιάφοροι στήν ἀγάπη του, ὀφείλουμε νά μελετήσουμε τήν ἀσύλληπτη προσφορά του. Ἄν, γιά νά προσεγγίσει κανείς τά θέματα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τέχνης, ὀφείλει νά ἐξειδικευθεῖ καί ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τήν συστηματική ἔρευνα, πολύ περισσότερο τά καυτά θέματα, πού συνδέονται μέ τό αἰώνιο μέλλον μας, τήν λύτρωση καί τήν σωτηρία μας, ἀπαιτοῦν ἐντρύφηση καί ἐμβάθυνση, φρόνημα ταπεινό καί πνεῦμα μαθητείας.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά διευκρινίσω στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ μελέτη τῶν γεγονότων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας δέν εἶναι μία ξηρή διανοητική ἐνέργεια ἀλλά μία μέθεξη στά μελετώμενα. Αὐτή μᾶς προετοιμάζει, γιά νά δεχθοῦμε κατόπιν μέ τό ἱερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς ἁγιάζει. Ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔτσι καί στήν βίωση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ ἁγία Γραφή μᾶς καλλιεργεῖ καί τό μυστήριο μᾶς τελειοποιεῖ. Στήν προσπάθεια πού ἐμεῖς καταβάλλουμε μέ τήν μελέτη, προσθέτει ὁ Θεός τήν χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μ’ αὐτήν τήν ὑπερφυᾶ συνεργασία μποροῦμε νά συμμετάσχουμε στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ.