4,9. Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Μέ τό ρῆμα δοκῶ, πού σημαίνει «νομίζω, ἔχω τήν γνώμη», ὁ ἀπόστολος κάνει μία εἰσαγωγή σέ ἤπιο τόνο καί μέ πολλή διακριτικότητα. ῎Αν καί ζῆ καθημερινά τήν ἀποστολική διακονία σέ κάθε λεπτομέρειά της καί ἡ πείρα, τουλάχιστον, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά μιλήσει γι᾿ αὐτό τό θέμα ὡς αὐθεντία, παρά ταῦτα προσέχει νά μήν ἐρεθίσει ἀπό τήν ἀρχή τούς ἐλεγχόμενους Κορινθίους.
Ὅταν ὁ Παῦλος λέγει ὅτι ὁ Θεός κατέστησε τούς ἀποστόλους ἐσχάτους, δέν μειώνει τό ὕψιστο ἀποστολικό ἀξίωμα ἀλλά μιλάει κατά τήν ὑπόνοια τῶν ἀκροατῶν. Γιά τόν κόσμο καί γιά ὅποιον σκέφτεται μέ τά κριτήρια τοῦ κόσμου οἱ ἀπόστολοι, ζώντας μιά ζωή ἄσημη καί ταλαιπωρημένη, ἐκτεθειμένοι πάντοτε στίς κακουχίες, στούς ὀνειδισμούς καί στίς διώξεις, εἶναι τελευταῖοι, χωρίς τιμή καί δόξα. Ἐντούτοις, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί γιά ὅσους ἔχουν τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶναι κανείς ἔσχατος, τότε γίνεται πρῶτος (βλ. Μθ 19,30). Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὑπέστη τήν ἐσχάτη περιφρόνηση. Εἶναι δεῖγμα πνευματικότητος καί γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, ὅταν οἱ πιστοί ἔχοντας πρότυπό τους τόν Χριστό προτιμοῦν νά εἶναι ἔσχατοι, περιφρονημένοι καί ἄδοξοι.
῾Ως ἐπιθανατίους σημαίνει σάν καταδικασμένους σέ θάνατο. Στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου, οἱ νικητές αὐτοκράτορες καί στρατηγοί ἔμπαιναν στήν πόλη μέ παρέλαση. Μπροστά πήγαιναν ὑπερήφανα, μέ τό κεφάλι ψηλά, τά διάφορα σώματα τοῦ στρατοῦ καί ὁ κόσμος θαύμαζε καί χειροκροτοῦσε. Στό τέλος τῆς πομπῆς περνοῦσαν ταπεινωμένοι οἱ ἐπιθανάτιοι, οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ πολέμου πού στήν συνέχεια θανατώνονταν. Ἡ παρέλαση ἦταν γι᾽ αὐτούς διαπόμπευση, διότι ὅλοι τούς γιουχάιζαν καί τούς εἰρωνεύονταν. Αὐτή τήν εἰκόνα μεταφέρει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν χαρακτηρίζει τούς ἀποστόλους ὡς ἐπιθανατίους. Τούς βλέπει νά εἶναι οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι στήν παρέλαση τῆς ἀνθρωπότητος. Κακοπαθοῦν καί καθημερινά ἑτοιμάζονται γιά τόν ἐπικείμενο μαρτυρικό θάνατο (βλ. Α´ Κο 15,31 Β´ Κο 1,9). Ὁ ἑκούσιος καθημερινός θάνατος, βέβαια, χαρίζει καί τήν ἀνάσταση (βλ. Β´ Κο 6,9). Καί στήν φυσική ζωή τοῦ ἀποστόλου κάθε φυλάκιση ἦταν ἕνας θάνατος καί κάθε διάσωσή του μία ἀνάσταση, ἀλλά καί στόν πνευματικό του ἀγώνα κάθε ἄρνηση τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος, κάθε θάνατος τοῦ «ἐγώ» του τόν ἀνάσταινε στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὥστε νά διακηρύττει· «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γα 2,20).
Ἡ ζωή τῆς ἐκκλησίας, τοῦ κάθε πιστοῦ καί μάλιστα τῶν ἀποστόλων ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐνδιαφέροντος καί προσοχῆς τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. Αὐτό δηλώνει ἡ φράση θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, τήν ὁποία ἐπεξηγεῖ ἡ ἑπόμενη καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Οἱ ἄνθρωποι διακρίνονται στούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας καί στά μέλη τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας. Οἱ ἐχθροί μέ μανία προσπαθοῦν νά ἐμποδίσουν τό ἔργο τοῦ εὐαγγελίου. Εἶναι αὐτοί πού περιφρονοῦσαν καί χλεύαζαν τούς ἀποστόλους, τούς κατα- δίωκαν, τούς κακοποιοῦσαν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νά ἀνακόψουν τόν εὐαγγελισμό τῶν ψυχῶν. Ἀντίθετα, τά μέλη τῆς ἐκκλησίας, ὅπως βλέπουμε στό βιβλίο τῶν Πράξεων, συμπαραστέκονται στούς ἀγῶνες τῶν ἀποστόλων καί συμμετέχουν στό ἔργο τους. Ὅταν π.χ. ὁ Πέτρος κλείσθηκε στήν φυλακή, ἡ ἐκκλησία ἀγρυπνοῦσε στήν προσευχή (βλ. Πρξ 12,5).
Ἀλλά τήν ἀποστολική διακονία παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον καί ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων, πού καί αὐτοί εἶναι διηρημένοι σέ δύο ἀντίθετες καί ἀντικρουόμενες ὁμάδες. Στήν μία ὁ σατανᾶς καί οἱ δαιμονικές δυνάμεις ἐνισχύουν καί σκοτίζουν τούς ἐχθρούς τῆς ἐκκλησίας καί τούς ὑποδαυλίζουν σέ διωγμούς τῶν ἀποστόλων καί σέ ἄλλες ἐκδηλώσεις κακίας καί βίας. Στήν ἄλλη ὁμάδα οἱ ἀγγελικές δυνάμεις μαζί μέ ὅλη τήν θριαμβεύουσα ἐκκλησία παρακολουθοῦν τούς ἀποστόλους, τούς ἐμπνέουν καί τούς συμπαραστέκονται ἀόρατα.
4,10. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
Μέ ζωηρές ἀντιθέσεις ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει τίς δυσκολίες, τούς διωγμούς καί τά παθήματα πού ὑφίστανται οἱ ἀπόστολοι γιά νά φωτίσουν, νά καλλιεργήσουν καί νά ὁδηγήσουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ τούς πιστούς. Ὅπως οἱ γονεῖς δουλεύουν σέ σκληρές ἐργασίες καί πολλές φορές κινδυνεύουν γιά νά βγάλουν τό μεροκάματο μέ τό ὁποῖο θέλουν νά θρέψουν καί νά σπουδάσουν τά παιδιά τους καί γενικά νά κάνουν ἄνετη καί εὐχάριστη τήν ζωή τῆς οἰκογενείας, ἔτσι καί οἱ ἀπόστολοι θυσιάζονται γιά τούς πιστούς. Στήν Β΄πρός Κορινθίους ἐπιστολή γράφει ὅτι ἐμεῖς οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε καί δοῦλοι ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς οἰκογενείας τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ Κο 4,5).
Δέν τούς ἐλέγχει, ὡστόσο, ἄμεσα ὁ ἀπόστολος, διότι ὁ λόγος του θά γινόταν πολύ αὐστηρός, καί ἴσως δέν θά τόν ἄντεχαν. Προτιμᾶ νά τούς ἐλέγξει μέ ἕναν πλάγιο τρόπο. Ἔτσι τούς λέγει: Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι ἐμφανιζόμαστε στόν κόσμο ἀνόητοι, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί δαπανώντας τόν ἑαυτό μας στό ἔργο του, γιά ν᾽ ἀποκτήσετε ἐσεῖς τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ἐμεῖς στερούμαστε κάθε κοσμική δύναμη (πρβλ. Α´ Κο 2,3), γιά νά ἀναδειχθεῖτε ἐσεῖς ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι· γιά νά ἀπολαύσετε ἐσεῖς τήν αἰώνια δόξα, ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε τήν τιμή καί τήν δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί γίναμε ἀντικείμενο χλεύης καί ὀνειδισμοῦ.
Θά καταλάβουμε καλύτερα τί θέλει νά πεῖ ὁ ἀπόστολος μέ κάποια παραδείγματα ἀπό τήν φυσική ζωή: Σέ μιά οἰκογένεια ἕνα παιδί γεννήθηκε μέ νεφρική ἀνεπάρκεια βαρειᾶς μορφῆς. Γιά νά ἐπιζήσει ἔπρεπε νά βρεθοῦν συμβατοί δότες νά δώσουν νεφρά. Οἱ πρῶτοι πού προσφέρθηκαν ἦταν οἱ γονεῖς του. Ἔδωσε ὁ καθένας ἀπό ἕνα νεφρό καί τό παιδί τους σώθηκε. Αὐτοί οἱ γονεῖς προτίμησαν νά γίνουν οἱ ἴδιοι κατά κάποιο τρόπο ἀσθενεῖς γιά νά εἶναι τό παιδί τους ἀπολύτως ὑγιές. Σέ ἄλλη περίπτωση δύσκολης ἀσθένειας ὁ πατέρας ἀναγκάσθηκε νά πουλήσει τήν περιουσία του, νά δανεισθεῖ γιά νά βρεῖ θεραπεία τό παιδί του. Ἔγινε πτωχός γιά νά δώσει ζωή καί ὑγεία στό παιδί. Ἔτσι καί οἱ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου δίνουν τόν ἑαυτό τους, στεροῦνται δικαίων ἀπολαύσεων, καταναλώνουν τίς σωματικές δυνάμεις τους γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. Μιμοῦνται ἔτσι τόν διδάσκαλό τους, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀσθενής καί ἄτιμος, γιά νά χαρίσει σέ μᾶς δύναμη, πλοῦτο καί δόξα.
Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπαθεῖ μέ ἔμμεσο τρόπο νά βοηθήσει τούς Κορινθίους νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὀφείλουν νά ζητοῦν τά τῶν ἀποστόλων, τούς κινδύνους καί τίς προσβολές, ὄχι τίς τιμές καί τίς δόξες. Διότι αὐτό ἀπαιτεῖ τό γνήσιο κήρυγμα.
Ἐξετάζοντας κανείς τήν προσωπικότητα, τά χαρίσματα καί τήν μόρφωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου θά μποροῦσε νά καταλάβει ὅτι πρίν γνωρίσει τόν Χριστό ἀνοίγονταν μπροστά του πλατεῖς ὁρίζοντες ἐξέλιξης στόν ραββινικό κόσμο. Ἡ κατοπινή του πορεία ὅμως ἔκλεισε κάθε δρόμο ἐπίγειας δόξας καί τόν ὁδήγησε σέ φυλακίσεις, βασανιστήρια, ἐξευτελισμούς καί διώξεις. Ἀντί νά γίνει ἄρχοντας τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως περίμενε νά τόν καμαρώσει τό ἔθνος του, κατήντησε ὁ κατάδικος τῆς οἰκουμένης. Τόν στεφάνωσε ὅμως ὁ οὐρανός. Μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια μόνο τρέλα μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἡ ἐπιλογή τοῦ Παύλου καί ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφασή του νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό.
Σέ κάθε ἐποχή, ὅσοι ζοῦν τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή τοῦ κόσμου θεωροῦν τρέλα τό νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, νά ἀντιστέκεσαι στά πάθη καί στίς ἡδονές, νά μοιράζεις ἀντί νά μαζεύεις, νά ὑποχωρεῖς ἀντί νά διεκδικεῖς, νά συγχωρεῖς ἀντί νά ἐκδικεῖσαι. Ἡ ἁγνότητα, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἄσκηση, ἡ τιμιότητα, ἡ ἀφιλαργυρία, ἡ ταπείνωση εἶναι γιά τόν κόσμο μωρία καί ἀδυναμία γιά τόν πιστό ὅμως εἶναι ἡ μεγαλύτερη δόξα.
4,11. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν.
Ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει τούς Κορινθίους ὅτι δέν συνάντησε δυσκολίες μόνο στήν ἀρχή τῆς δράσεώς του. Μέχρι καί τήν ὥρα αὐτή πού τούς γράφει ἀπό τήν Ἔφεσο, ζῆ μέ στερήσεις καί ἀντιμετωπίζει διωγμούς. «Δέν διηγοῦμαι παλαιά πράγματα, ἀλλά πράγματα γιά τά ὁποῖα συνεπιμαρτυρεῖ καί ἡ παροῦσα πραγματικότητα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καί τονίζει ὅτι τέτοιος πρέπει νά εἶναι ὅλος ὁ βίος τῶν χριστιανῶν καί ὄχι μόνο μία καί δύο ἡμέρες. Διότι ἄν κάποιος ἀθλητής ἐπιτύχει στήν προπόνηση ἀλλά κατόπιν ἡττηθεῖ, δέν στεφανώνεται.
Οἱ ἀπόστολοι στίς περιοδεῖες τους καί πεινοῦν καί διψοῦν καί στεροῦνται τά κατάλληλα ἐνδύματα γιά τίς κακοκαιρίες (πρβλ. Β´ Κο 11,27), καί δέχονται περιπαιχτικά χτυπήματα αὐτό δηλώνει τό κολαφιζόμεθα (πρβλ. Μθ 26,67 Μρ 14,65 Β΄Κο 12,7 Α΄Πέ 2,20). Συνήθως ἔχουμε τρία εἴδη χτυπημάτων: τό «ράπισμα» δηλαδή τό χαστούκι (βλ. Μρ 14,65 Ἰω 18,22 19,3), ὁ «κόνδυλος» πού σημαίνει τήν γροθιά καί ὁ «κόλαφος» πού εἶναι τό περιπαιχτικό καί περιφρονητικό χτύπημα στό σβέρκο, ἡ καρπαζιά. Τό ἀστατοῦμεν σημαίνει ὅτι ὄχι μόνον διαρκῶς μεταβαίνουν ταλαιπωρημένοι ἀπό τόπο σέ τόπο, χωρίς νά ἔχουν μιά μόνιμη κατοικία γιά νά ἀναπαύονται, ἀλλά καί τό ὅτι σέ ὅποιο μέρος πηγαίνουν ἀντιμετωπίζουν συνήθως διωγμούς.
4,12-13α. καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν.
Σέ ὅλη τήν ἀποστολική του δράση ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρέμεινε ἀκτήμονας καί ἀφιλάργυρος, ἐργαζόμενος ὡς σκηνοποιός ταῖς ἰδίαις χερσὶ γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀνάγκες καί τά ἔξοδα τά δικά του καί τῶν συνεργατῶν του. Στήν Κόρινθο γνωρίσθηκε μέ τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα, «καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο» (Πρξ 18,3). Κανείς δέν μποροῦσε νά τόν κατηγορήσει ὅτι ζοῦσε εἰς βάρος τῶν πιστῶν, ὅπως ἔκαναν πολλοί ἄλλοι πού παρουσιάζονταν ὡς διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Α΄ Κο 9,12). Στούς Θεσσαλονικεῖς μέ ἀφορμή τίς ἀταξίες τους στό θέμα τῆς ἐργασίας προβάλλει τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο (βλ. Α´ Θε 2,9). Τά τρία χρόνια πού ἔμεινε στήν Ἔφεσο ὁ Παῦλος ἐξοικονομοῦσε χρόνο γιά νά δουλεύει. Στόν ἀποχαιρετιστήριο λόγο του πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς περιοχῆς τῆς Ἐφέσου, πού τόν γνώριζαν, διακηρύττει· «αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πρξ 20,34). Πολύ πιθανόν νά σήκωσε τότε καί νά ἔδειξε τίς παλάμες του, τά χέρια του τά ροζιασμένα ἀπό τήν σκληρή χειρωνακτική δουλειά. Μιμήθηκε καί σ᾿ αὐτό τόν Κύριό μας, πού ἦταν «τέκτων» (Μρ 6,3), χειρώναξ, καί ἀπό μικρός ἔμαθε στήν Ναζαρέτ νά κάνει ὅλες τίς σκληρές χειρωνακτικές ἐργασίες. Τό παράδειγμά του ἀποτελεῖ θαυμαστό ὑπόδειγμα ἀνιδιοτέλειας ἀλλά συγχρόνως καί ἔλεγχο ὅλων τῶν ἐργατῶν τοῦ Χριστοῦ.
Τήν τακτική τῆς ἀφιλαργυρίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς κακοπάθειας, πού εἶναι ἕνα συνεχές μαρτύριο, τήν ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τόν Μ. Ἀντώνιο, τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἅγιο Στυλιανό οἱ ὁποῖοι εἶχαν κληρονομήσει τεράστιες περιουσίες ἀπό τούς γονεῖς τους, ὅμως τίς μοίρασαν στούς φτωχούς καί ἔζησαν μέ μεγάλη λιτότητα καί αὐστηρή ἄσκηση. Ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἀληθινή ἀριστοκράτισσα καί ἀρχόντισσα τοῦ Βυζαντίου, σκόρπισε μέ ἁπλοχεριά καί ἀγάπη τά πλούτη της στά φιλανθρωπικά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἡ νεομάρτυς ἁγία Φιλοθέη στήν σκλαβωμένη Ἀθήνα στά μαῦρα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
Ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει ὅτι δέν δυσανασχετεῖ μέ ὅσα ὑπομένει ἀλλά ἀντίθετα ἀγάλλεται (πρβλ. Μθ 5,12). Αὐτό φαίνεται, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ἀπό τό ὅτι ἀνταποδίδει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφη- μούμενοι παρακαλοῦμεν. «Λοιδορία» σημαίνει βρισιά καί ἐμπαιγμό, κοροϊδία. Μᾶς ὑβρίζουν περιφρονητικά, λέγει ὁ Παῦλος, καί ἐμεῖς μιλοῦμε μέ καλά λόγια καί εὐχόμαστε τό καλό γι᾿ αὐτούς. Ἐκείνους πού μᾶς καταδιώκουν τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ πραότητα. Σ᾽ ἐκείνους πού μᾶς συκοφαντοῦν μιλοῦμε γλυκά, ἀποδίδοντας τιμή. Αὐτή ἡ ἀνεξίκακη συμπεριφορά, βέβαια, στά μάτια τῶν ἀνθρώπων φαίνεται μωρία καί ἀδυναμία. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως προτιμοῦν νά τηροῦν τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ· «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Μθ 5,44).
4,13β. ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
Περικαθάρματα εἶναι ὅσα ἄχρηστα μαζεύει ἡ σκούπα, τά σκουπίδια, ἐνῶ περίψημα λέγεται ἡ λεπτότερη βρομιά, ἡ ἀκαθαρσία. Ὁ ἀπόστολος τίς χρησιμοποιεῖ μεταφορικά, γιά νά δηλώσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι βδελυρός καί ἄξιος περιφρονήσεως, αὐτός τόν ὁποῖο ἀποκαλοῦμε «σκουπίδι».
Οἱ ἀπόστολοι πού ἦταν τά ἁγιώτερα πρόσωπα καί οἱ εὐγενέστερες καρδιές, αὐτοί πού εὐαρέστησαν τόν Θεό, τιμήθηκαν καί δοξάσθηκαν ἀπ᾿ αὐτόν, περιφρονήθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους καί θεωρήθηκαν ὡς σκουπίδια, ὡς ἑστίες μολύνσεως. ῎Αν ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη καί τήν θυσία του μεταβάλλει τίς ἁμαρτίες μας, πού εἶναι πραγματικά σκουπίδια, σέ ἔργα μετανοίας καί σέ στολίδια ἀρετῶν, πόσο μᾶλλον ἀγαπάει καί δοξάζει τούς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου, πού ὁ κόσμος τούς περιφρονεῖ καί τούς θεωρεῖ σκουπίδια, ἐνῶ εἶναι ἀληθινοί θησαυροί!
Ὅλα ὅσα ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὥς τό σημεῖο αὐτό τῆς Ἐπιστολῆς του ἐνδεχομένως νά στενοχώρησαν τούς πιστούς τῆς Κορίνθου, διότι εἰπώθηκαν μέ κάπως σκληρό καί εἰρωνικό τρόπο. Ὁ ἀπόστολος τώρα τούς διευκρινίζει ὅτι σκοπός του δέν εἶναι νά τούς κάνει νά ντραποῦν, ἀλλά νά τούς παιδαγωγήσει. Δέν αἰσθάνεται πρός τούς Κορινθίους τήν ἁπλή σχέση τοῦ διδασκάλου πρός τούς μαθητές. Νιώθει ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας, διότι τούς ἀναγέννησε, τούς ἐνέταξε στήν Ἐκκλησία, τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό μέ ἀγωνία καί πατρική στοργή παρακολουθεῖ τήν πορεία τους. Μέ τόνο τρυφερότερο τούς παρακαλεῖ νά δείξουν ὅτι εἶναι δικά του παιδιά, νά μοιάσουν στόν πνευματικό τους πατέρα, πού πρότυπό του ἔχει τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί δέν περιορίζεται μόνο σ᾽ αὐτήν τήν νουθεσία. Στέλνει καί μιά ζωντανή παράκληση, ἕνα ζωντανό γράμμα, τόν Τιμόθεο, πού εἶναι τέκνο του ἀγαπητό καί γνήσιο, πού τοῦ μοιάζει. Αὐτός θά κάνει τό σπουδαῖο ἔργο νά τούς ὑπενθυμίσει, μέ τόν λόγο ἀλλά καί τό παράδειγμά του, τήν διδασκαλία πού παρέλαβαν ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο.
4,14. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.
Ἐντρέπω (ἐν+τρέπειν) σημαίνει κάνω κάποιον νά στρέψει ἀλλοῦ τό πρόσωπό του εἴτε ἀπό σεβασμό εἴτε ἀπό ντροπή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ στούς Κορινθίους τίς προθέσεις του. Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι ἄριστη αὐτή ἡ θεραπεία, δηλαδή ἀφοῦ πεῖ κανείς ὅ,τι θέλει, νά δικαιολογήσει στήν συνέχεια τόν τρόπο πού σκέπτεται. Ἄν δέν μιλοῦσε καθόλου, θά ἔμεναν ἀδιόρθωτοι. Ἄν περιοριζόταν μόνον στό νά τούς ἐλέγξει θά ἄφηνε ἀνίατη τήν πληγή. Τώρα πού τούς ἐξηγεῖ ὅτι τούς μίλησε ἔτσι ὄχι γιά νά τούς ὀνειδίσει ἀλλά ἐπειδή τούς ἀγαπᾶ, προχωρᾶ βαθύτερα τήν τομή ἀλλά καί ἁπαλύνει τόν πόνο.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν ὀνομάζει τούς Κορινθίους μαθητές ἀλλά τέκνα μου ἀγαπητά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει: «καὶ οὐχ ἁπλῶς τέκνα, ἀλλὰ ποθούμενα». Τό ἤπιο καί στοργικό ὕφος κάνει τήν νουθεσία εὐκολότερα ἀποδεκτή καί πιό ἀποτελεσματική.
Τό ρῆμα νουθετῶ (=νοῦν τίθημι) σημαίνει προσπαθῶ νά βάλω κάτι στό μυαλό ἤ νά βάλω τό μυαλό στήν θέση του. Καί μέ τό ρῆμα αὐτό, τό οἰκεῖο καί πατρικό, ὁ ἀπόστολος στοχεύει στό νά τούς φιλοτιμήσει. Ποιός δέν θά δεχόταν νά ἀκούσει ἕναν πατέρα πού μέ πόνο συμβουλεύει ὅσα πρέπει; ρωτᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
4,15. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
Στήν ἀρχαιότητα τά σχολεῖα ἦταν ἰδιωτικά. Λίγα ἦταν τά παιδιά πού φοιτοῦσαν σ᾽ αὐτά. Οἱ πλούσιοι κυρίως γονεῖς ἔστελναν τά παιδιά τους στό σχολεῖο. Ἕνας δοῦλος εἶχε τήν φροντίδα νά πηγαίνει τό παιδί στό σχολεῖο, νά τό ἐπιστρέφει στό σπίτι καί νά τό φυλάγει στόν δρόμο ἀπό τούς διαφόρους κινδύνους. Αὐτός λεγόταν παιδαγωγός. Τό παιδί συνδεόταν μέ τόν παιδαγωγό, διότι περνοῦσε πολλές ὧρες τῆς ἡμέρας μαζί του. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι ὁ παιδαγωγός δέν ἐναντιωνόταν στόν δάσκαλο, ἀντίθετα συνεργαζόταν μαζί του, καθώς προστάτευε τό παιδί ἀπό κακές ἐπιρροές καί συμπεριφορές καί τό προετοίμαζε νά δεχθεῖ μέ προσοχή τά μαθήματα τοῦ δασκάλου. Σέ καμιά ὅμως περίπτωση δέν μποροῦσε νά συγκριθεῖ ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ παιδαγωγοῦ γιά τό παιδί μέ τήν στοργική φροντίδα τοῦ πατέρα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ στούς Κορινθίους ὅτι δέν εἶναι γι᾽ αὐτούς ὁ ἁπλός παιδαγωγός πού τούς ἔπιασε ἀπό τό χέρι νά τούς φέρει στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ πατέρας. Καί τό ἀποδεικνύει, τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἀναφέροντας συγκε- κριμένο γεγονός ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα, αὐτός πνευματικά τούς ἀναγέννησε. Ἡ πνευματική τους ζωή ἄρχισε ἀπό τότε πού δέχθηκαν τήν ἄφθαρτη σπορά τοῦ θείου λόγου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἱερούργησε αὐτήν τήν ἀναγέννηση, γι᾿ αὐτό δικαιοῦται νά ὀνομάζεται πνευματικός τους πατέρας. Ἦλθε στήν πόλη τους καί τούς μετέδωσε ὄχι μόνο τό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί τήν ψυχή του (βλ. Α´ Θε 2,7). Ἀγωνίσθηκε μέ πόνο νά μορφώσει μέσα τους τόν Χριστό (βλ. Γα 4,19). Ἄγρυπνα νουθετοῦσε «ἕνα ἕκαστον» καί μάλιστα «μετὰ δακρύων», ἐπιδιώκοντας τήν πνευματική τους οἰκοδομή καί τήν σταθεροποίησή τους στήν ἐν Χριστῷ ζωή (βλ. Πρξ 20,31· Ἐφ 4,12-16). Ἑπομένως, δέν τούς προσφωνεῖ κολακευτικά τέκνα, εἶναι πράγματι ὁ πατέρας τους. Οἱ διδάσκαλοι πού ἀκολούθησαν ἔχουν τήν θέση τοῦ παιδαγωγοῦ, διότι ἀπό αὐτόν τούς παρέλαβαν γιά νά τούς καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή.
Ἡ ἀναγέννηση, βέβαια, ἔγινε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, κατά τόν ἄγιο Χρυσόστομο, σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν θεωρεῖ ὅτι ἔγινε μέ τίς δικές του μόνο δυνάμεις, ὅτι εἶναι ἀποκλειστικά δικό του ἔργο. Γι᾽ αὐτό πλήττει ἐκείνους πού ἀπέδιδαν στόν ἑαυτό τους τήν ἐπιτυχία τῆς διδασκαλίας.
Στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τήν θέωση, οἱ πνευματικοί πατέρες μας εἶναι οἱ ἔμπειροι χειραγωγοί καί οἱ ἀκούραστοι συμπαραστάτες. Γιά νά ὑπηρετήσει ὅμως ἕνας ποιμένας τό τόσο ὑψηλό καί ὑπεύθυνο ἔργο ὀφείλει νά εἶναι πράγματι ὄργανο «τῷ Πνεύματι ἁρμοζόμενον καὶ κρουόμενον», ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Νά ἀποτελεῖ «τύπον τῶν πιστῶν» (Α´ Τι 4,12), νά ἐμπνέει μέ τήν ἐνάρετη ζωή του. Νά παρέχει, κατά τόν Μ. Βασίλειο, τόν τρόπο τῆς βιοτῆς του «ἐναργὲς ὑπόδειγμα πάσης ἐντολῆς τοῦ Κυρίου». Νά οἰκοδομεῖ, δηλαδή, μέ τήν ἀγάπη καί τήν πατρική στοργή του, ἀλλά περισσότερο μέ τό παράδειγμά του.
4,16. παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Ὁ στίχος αὐτός ἀποτελεῖ τό συμπέρασμα τῆς περικοπῆς. Ἐφόσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πατέρας τῶν Κορινθίων, ὡς γνήσια παιδιά του πρέπει νά τοῦ μοιάζουν. Γι᾿ αὐτό τούς ἀπευθύνει παράκληση καί τούς παροτρύνει νά τόν μιμηθοῦν. Δέν τό ἀπαιτεῖ, ἀλλά παρακαλεῖ, παρακινεῖ μέ εὐγένεια καί ἀγάπη.
«Βαβαί, πόση τοῦ διδασκάλου ἡ παρρησία!», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Μιμήθηκε πρῶτος αὐτός τόν ἀρχηγό τοῦ ἀγώνα, ὅπως θά τό πεῖ παρακάτω, «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (11,1), καί καλεῖ τώρα τούς ἄλλους νά τόν μιμηθοῦν. Δέν τό κάνει αὐτό ὑπερηφανευόμενος, ἀλλά δείχνοντας ὅτι εἶναι εὔκολη ἡ ἀρετή. Ὁ ἅγιος πατέρας βάζει στά χείλη του τά ἑξῆς: «Μή μοῦ πεῖς ὅτι δέν μπορῶ νά σέ μιμηθῶ, διότι ἐσύ εἶσαι διδάσκαλος καί μέγας. Δέν εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀπόστασή μου ἀπό σᾶς, ὅσο ἡ ἀπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπό μένα· ἀλλ᾽ ὅμως ἐγώ Ἐκεῖνον μιμήθηκα... Ἐκεῖνος πού θά μιμηθεῖ ἀκριβῶς τήν σφραγίδα μιμεῖται τό πρωτότυπο». Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης σημειώνει τί ἀκριβῶς προσφέρει πρός μίμηση ὁ ἀπόστολος στούς πιστούς: «Μιμηθεῖτε τήν πίστη μου στόν Χριστό, τήν ἀγάπη μου, τήν ταπείνωσή μου, τήν ἐλπίδα μου, τόν ζῆλο μου καί τίς ὑπόλοιπες ἀρετές. Μόνο ὁ Παῦλος καί ὅποιος ἔφθασε στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς του, μπορεῖ μέ θάρρος νά πεῖ μαζί του· μιμηταί μου γίνεσθε».
Σέ μιά ἐποχή ἄκρατου μιμητισμοῦ, πού χάθηκε τελείως ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου καί οἱ ἄνθρωποι κατήντησαν ἄβουλα νούμερα μιᾶς ἀπρόσωπης μάζας, εἶναι ἐπίκαιρο τό μήνυμα γιά μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος μιμεῖται τόν Χριστό ἀποκτᾶ τήν ἀληθινή ἐλευθερία, τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά δεσμά καί τίς καταπιέσεις τῶν παθῶν.
Στεργίου Σάκκου,
Ἑρμηνεία τῆς Α΄πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς (βοήθημα κυκλαρχῶν)