Στήν ἁλυσίδα τῶν θείων παροχῶν καί δωρημάτων τήν ὕψιστη θέση κατέχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει τό ἀπώγειο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως σ᾿ ἕναν ἀπίθανο συνδυασμό μέ τήν ἄκρα συγκατάβαση. Ὁ φωστήρας τῆς οἰκουμένης Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ· «Οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές συγκατάβασις». Δηλαδή, ὅλη ἡ φυσική δημιουργία μέ τά μεγάλα καί θαυμαστά της δέν ἀπεικονίζει τή δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου τόσο ἐκφραστικά ὅσο ἡ ἐνανθρώπησή του.
Αὐτεξούσια, μέ τό δικαίωμα τοῦ ἰδιοκτήτη πού κινεῖται στό ἀνάκτορο ἀλλά καί στό σταῦλο του, ἦλθε «εἰς τά ἴδια» (Ἰω 1, 11) ὁ Θεός Λόγος. Δέν εἶχε νά ρωτήσει κανέναν, δέν χρειαζόταν κανενός τήν ἄδεια. Ἡ ἐπίσκεψή του, βέβαια, ἐνόχλησε ἀφάνταστα τόν σατανᾶ· αὐτός ἔνιωσε νά σαλεύεται ἡ πανίσχυρη κοσμοκρατορία του, τήν ὁποία δόλια καί αὐθαίρετα εἶχε στήσει πάνω στή γῆ. Δέν βλάφθηκε ὅμως σέ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ὁ διορισμένος ἀπό τόν Θεό κυρίαρχος τῆς δημιουργίας. Σεβάσθηκε ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του ὁ Θεός. Ἄφησε στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία τοῦ συνδέσμου καί τῆς σχέσεως μαζί του.
Ταπεινά καί ἀθόρυβα συντελέσθηκε τό μεγάλο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίς κανένα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσαν νά καταπιέσουν ἤ ἁπλῶς νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Δέν ἦταν βέβαια δυνατόν νά ἀποσιωπηθεῖ ἡ δόξα καί νά μή γίνει ἀντιληπτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔλαμψε στή γῆ ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Τή λάμψη του ὅμως τήν εἶδαν λίγοι· οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί ἐλάχιστοι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀπό ἐκείνους πού κράτησαν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, δεκτική τήν καρδιά στή θεία ἐπίσκεψη: οἱ «ἀγραυλοῦντες», ταπεινοί βοσκοί στή γῆ τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί οἱ σοφοί μάγοι, πού μελετοῦσαν τόν οὐρανό στήν Ἀνατολή. Παρά τίς πολλές ἀντιθέσεις τους οἱ δύο αὐτές τάξεις συναντῶνται καί ταυτίζονται σ᾿ ἕνα σημεῖο θεμελιακό γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: στή λαχτάρα τῆς σωτηρίας, στήν ἀναζήτηση τοῦ σωτήρα καί τήν ἀναμονή τοῦ ἐρχομένου Λυτρωτῆ.
Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποίησε «δυνάμει» τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σάν ἦλθε στή γῆ μας ὁ Κύριος, λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί κατοίκησε μέσα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅμοιο μέ τά δικά μας, «πᾶσα ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων παρά τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλή πέπαυται», ἐξαφανίσθηκε ἡ φθορά τοῦ θανάτου. Αὐτά «δυνάμει», δηλαδή ὡς δυνατότητα δοσμένη ἀπό τόν Θεό σ᾿ ὅλους. Ὁ καθένας ὅμως θά ἀποφασίσει προσωπικά μόνος του, ἄν θά ἐνεργοποιήσει ἤ ὄχι τή σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Περιμένει ὁ Θεός τήν καλόγνωμη συγκατάθεση καί τήν εἰλικρινῆ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ συμπεριφέρεται, δηλαδή, ὡς πρός σο. Ὅπως εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατεβεῖ στή γῆ, πρέπει νά εὐδοκήσει καί ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τόν δεχθεῖ σ᾿ αὐτήν.
Αὐτή ἡ εὐδοκία, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τό ἀναντικατάστατο κλειδί, γιά νά μπεῖ κανείς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσει τή σωτηρία. Νά οἰκειωθεῖ καί νά οἰκειοποιηθεῖ τά πλούσια δῶρα πού προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Νά βιώσει τή λύτρωση, τήν υἱοθεσία, τή μετοχή στήν οὐράνια δόξα. «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12).
Ἡ ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή μυστική ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ δίδεται σ᾿ ὅλους. Ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού τό ἐπιθυμεῖ καί τό ἐπιδιώκει. Ἔτσι σήμερα, δρασκελώντας το κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν, βλέπουμε γύρω μας πρόσωπα καί γεγονότα καί καταστάσεις, πού μοιάζουν ἀπαράλλακτα μέ τήν πρό Χριστοῦ πραγματικότητα.
Ἀπό τή μιά ὁ καταναλωτικός εὐδαιμονισμός γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα, ἐπιδεικνύει φιλάρεσκα τή χλιδή του. Εἶναι ἱκανοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτούς κάθε μέρα εἶναι γιορτινή, ἀφοῦ ἔχουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Φυσικά, οὔτε κἄν ὑποψιάζονται τό νόημα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο δέν εὐδοκοῦν ν᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἐννοοῦν τή σημασία της. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπάρχει πρόβλημα σωτηρίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη καί δίψα σωτηρίας. Εἶναι πολύ ἀπασχολημένοι καί καλά βολευμένοι σ᾿ αὐτή τή ζωή. Δέν πολυσκοτίζονται γιά τήν ἄλλη.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ στερημένοι τῆς γῆς, φτωχοί καί πεινασμένοι, βυθισμένοι στή μιζέρια τους πιστεύουν πώς γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀνώφελη ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τάχα τί ἄλλαξε στόν κόσμο ἐδῶ καί τόσα χρόνια; Ὅλα εἶναι τόσο μίζερα καί τραγικά, ὅπως καί πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
Ἀλλά -τί τραγικό!- ὑπάρχει καί μία ἄλλη τάξη, πολύ ὑπεύθυνη ὄχι μόνο γιά τήν ἐσφαλμένη θέση της ἔναντι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί γιά τήν ἀπατηλή συμπεριφορά της ἔναντι τοῦ κόσμου. Εἶναι οἱ «χριστιανοί», γιά τούς ὁποίους λέγαμε στό προηγούμενο τεῦχος. Οἱ δεδηλωμένοι χριστιανοί μέ τήν ἀχρίστιανη, ἄν ὄχι ἀντίχριστη ζωή. Αὐτοί γιορτάζουν καί μάλιστα μέ ἔμφαση τά Χριστούγεννα. Πιθανόν καί θά ἐκκλησιαστοῦν τή μέρα ἐκείνη. Κάποιοι, μάλιστα, μπορεῖ καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀλλά τελείως τυπικά καί ἀπροετοίμαστοι. Αὐτό πού κυρίως θέλουν, αὐτό πού παίρνουν καί «χαίρονται» ἀπό τή μεγάλη γιορτή εἶναι τό φαγοπότι, τό γλέντι, ἡ διασκέδαση. Αὐτά τούς ἱκανοποιοῦν καί δέν ἀναζητοῦν κάτι περισσότερο, αὐτό πού ὁ Χριστός ἦρθε νά φέρει στόν κόσμο. Ρηχή ἡ πίστη τους, πονηρή ἡ καρδιά τους «βολεύτηκε» σ᾿ ἕναν Χριστό κομμένο στά δικά τους μέτρα. Ἔτσι, μέσα στό χρόνο πού λήγει, εδαμε «χριστιανούς» νά βομβαρδίζουν ἀσυνείδητα καί νά σκοτώνουν χωρίς ἀναστολές ἄλλους χριστιανούς -καί μάλιστα σέ μέρες γιορτινές. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτούς ἔγινε μάσκα, γιά νά ξεγελοῦν τούς ἄλλους καί κυρίως τόν ἑαυτό τους. Γιά νά αὐτοκτονοῦν στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν ἀναζητοῦν τόν Χριστό, δέν ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια γιά μετάνοια καί πίστη.
Μέσα σ᾿ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση τοῦ κόσμου μας δέν ἔλειψαν -δόξα τῷ Θεῷ- κι ἐκεῖνοι πού μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ. Οἱ ἐλεημένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ λυτρωμένοι ἁμαρτωλοί, πού εὐγνώμονα δέχονται τή θεϊκή προσφορά καί φιλότιμα ἀγωνίζονται νά σταθοῦν ἀντάξιοί της. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός, τό «μικρό ποίμνιο», πού καταθέτει στόν κόσμο τή δική του προσωπική καί ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἐξακολουθεῖ νά προσφέρει τή σωτηρία, νά χαρίζει τή λύτρωση. «Ἔρχου καί δε», μαρτυροῦν ὅσοι ἀληθινά τοῦ χάρισαν τήν καρδιά τους. Τό πρόβλημα γίνεται τελείως προσωπικό καί ἀπολύτως σοβαρό γιά τόν καθένα. Μόνο ὅποιος διά τῆς πίστεως παραλαμβάνει τόν Χριστό, δηλαδή ὅποιος τόν ὁμολογεῖ καί τόν δέχεται Κύριο, ἀποκρυπτογραφεῖ τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται τή θεϊκή υἱοθεσία καί κάνει δική του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντᾶ στήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του εὐδοκία.