«Χρόνια πολλά», μιά εὐχή πού πληθωρικά ἀκούγεται στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους –καί ὄχι μόνο- σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς. Διατυπωμένη προφορικά σέ ποιητικό ἤ πεζό λόγο ἤ γραπτά μέ ἁπλά ἤ καλλιγραφικά γράμματα, σέ μιά κόλλα χαρτί ἤ σέ κάρτες ἐντυπωσιακές, σέ διάφορα ἔντυπα ἤ σέ ἠλεκτρονική μορφή, προβάλλει μέσα ἀπό τίς δύο λέξεις της τόν κοινό παναθρώπινο πόθο, τήν δίψα μας γιά ζωή. Καθώς διαχέονται ἀκόμη γύρω μας οἱ ἀπόηχοι τῆς ἑορταστικῆς ἀτμόσφαιρας ταιριάζει νά ἀποτολμήσουμε ἕναν σχολιασμό στό νόημα τῆς εὐχῆς.
Καί πρῶτα-πρῶτα, τί σημαίνει αὐτό τό «χρόνια πολλά»; Πόσα εἶναι τά πολλά χρόνια πού εὐχόμαστε; Δέν χορταίνουμε οὔτε μέ ἑκατό οὔτε μέ χίλια χρόνια, διότι εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰωνιότητα. Κι ἄν ὅλοι θέλουμε πολλά, ἀτέλειωτα χρόνια ζωῆς, ποιός ἀπό μᾶς ἀγνοεῖ ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα τελειώνει ἡ ζωή μας σ' αὐτόν τόν κόσμο; Τό νέο ἔτος, πού μέ χαρές καί ἐλπίδες ὑποδεχθήκαμε, ἤδη προχωρεῖ καί ἡ δύση τῆς κάθε μέρας μειώνει τόν χρόνο πού ἀπομένει νά διανύσει ὁ καθένας μας πάνω στήν γῆ. Ρεαλιστικό ὅσο καί τραγικό ὀρθώνεται τό ἐρώτημα: «Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Μέ κάθε σου βῆμα τρέχεις γοργά-γοργά πρός τό μνῆμα». Διψοῦμε γιά ζωή καί ζώντας προχωροῦμε καθημερινά πρός τόν θάνατο!
Ὡστόσο, ἄν «ὁ κόσμος παράγεται (=περνᾶ καί φεύγει) καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Α´ Ἰω 2,17), ἡ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Αὐτός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Νά τό σταθερό σημεῖο, ἡ βάση ὅπου μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ εὐχή, γιά νά μήν μεταβάλλεται σέ κούφια λόγια, γιά νά μήν καταντοῦμε ἀνεδαφικοί ἀερολόγοι ὅταν τήν ἐπαναλαμβάνουμε. Ὡς Θεός ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο αἰώνιος, πού θά πεῖ ὅτι δέν ἔχει τέλος. Εἶναι καί ἀΐδιος, δηλαδή δέν ἔχει ἀρχή. Οἱ ἄνθρωποι καί τά πνεύματα (ἄγγελοι, δαίμονες) ἔχουν ἀρχή, δέν εἶναι ἀΐδιοι, εἶναι ὅμως αἰώνιοι, διότι θά ὑπάρχουν πάντα.
Πλασθήκαμε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Στό «κατ' εἰκόνα» κρύβεται ἡ δύναμη τῆς αἰωνιότητος, ὁ σπόρος τῆς αἰωνιότητος πού ἀπό τήν δημιουργία μας φύτεψε μέσα μας ὁ Θεός. Στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» βρίσκεται ἡ ποιότητα τῆς αἰωνιότητος, ἄν, δηλαδή, θά εἴμαστε μαζί μέ τόν Θεό στήν αἰωνιότητα ἤ χωρίς τόν Θεό. Χωρίς τόν Θεό σημαίνει κόλαση ἤ, καλύτερα, σημαίνει ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προσλάβει τήν ἀγαπητική παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά τό φῶς αὐτό τό προσλαμβάνει καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἐσωτερική του πνευματική κατάσταση. Τούς πιστούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τούς ἀμετανόητους ἀπίστους τούς σκοτίζει καί τούς κατακαίει. Αὐτό εἶναι κόλαση! Δέν χρειάζονται οὔτε φωτιές οὔτε ἄλλα βασανιστήρια. Εἶναι, γιά νά χρησιμοποιήσω παράδειγμα ἀπό τήν αἰσθητή ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἕνα αἴσθημα σάν ἐκεῖνο πού θά ἔνιωθε κάποιος κλεισμένος σ' ἕναν χῶρο, ἔστω ἕνα εὐρύχωρο καί πλούσιο σαλόνι, ὅπου ὅμως δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά ἐπικοινωνήσει μέ κανένα ἀγαπημένο του πρόσωπο. Καί νά εἶναι αὐτή ἡ κατάσταση ἀτέλειωτη, αἰώνια! Ποιός θά ἐπιθυμοῦσε νά ζήσει χρόνια πολλά σέ ἕνα τόσο τραγικό καί ἀκατάπαυστο μαρτύριο; Κανείς!Ἡ εὐχή μας «χρόνια πολλά» ἀποκτᾶ περιεχόμενο, ἀποπνέει γλυκύτητα, ὡραιότητα καί εὐφροσύνη, ὅταν τά χρόνια πού εὐχόμαστε εἶναι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν δική του παρουσία καί χάρη. Μέ ἁπλά λόγια, «χρόνια πολλά» σημαίνει χρόνια αἰώνια.
Οἱ πολλοί σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους ὅταν ἀκούσουν γιά αἰωνιότητα. Νομίζουν πώς εἶναι κάτι τό ὀμιχλῶδες καί ἀβέβαιο, πού θά ξεκαθαρισθεῖ μετά τόν θάνατο καί ποιός περιμένει μέχρι τότε γιά νά βεβαιωθεῖ ἄν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, ἄν εἶναι πραγματικότητα ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση; Ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο λάθος! Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό αὐτό τόν κόσμο, ἀπό τήν στιγμή τῆς ἔνταξης τοῦ πιστοῦ στό μυστικό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ὅπως μέ τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἡ φυσική ζωή, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἔτσι μέ τήν πνευματική ἀναγέννηση πού συντελεῖται στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή, πού ὀνομάζεται καί ἐν Χριστῷ, καί αἰώνια ζωή ἤ, ὅπως διαβάζουμε στήν ᾿Αποκάλυψη, χιλιόχρονη ζωή. Αὐτή ἡ ζωή δέν τελειώνει ποτέ, προσφέρεται δέ στούς πιστούς σέ τρεῖς δόσεις:
* Τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς τήν ἀπολαμβάνουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅταν ζοῦμε ὡς ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στά ἱερά μυστήρια, μέ τήν ὅλη χριστιανική βιοτή, πού στηρίζεται στήν ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ παραγγέλματος «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15), ψηλαφοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πατέρα μας, συνομιλοῦμε μαζί του καί χαιρόμαστε τά δῶρα τῆς ἀγάπης του. Δέν ἔχουμε θλίψεις καί πειρασμούς, ἀρρώστιες, συκοφαντίες καί τόσα ἄλλα χτυπήματα; Καί βέβαια ἔχουμε! Δέν τά ἐξαλείφει αὐτά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ὁπλίζει ὅμως μέ τήν χάρη του, ὥστε ὅλα τά δυσάρεστα νά γίνονται σκαλοπάτι πού μᾶς ἀνεβάζει στήν δόξα του, διαπιστευτήρια πού ἀποδεικνύουν τήν συγγένειά μας μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριο. Μέσα ἀπό τίς θλίψεις ὁ πιστός κοινωνεῖ στό πάθος τοῦ Χριστοῦ, «μεταλαμβάνει τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἑβ 12,10). Παίρνει δύναμη καί κουράγιο, ὥστε νά ἀπολαμβάνει γλυκύτερα, πιό χορταστικά τήν αἰώνια ζωή.
* Μετά τόν θάνατο ἀρχίζει ἡ δεύτερη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά τούς λυτρωμένους, δηλαδή γιά ἐκείνους πού μετανοημένοι καί ἐξομολογημένοι κλείνουν τά μάτια στόν μάταιο αὐτό κόσμο, ἡ μετά θάνατον πραγματικότητα εἶναι τέλεια. Ἐδῶ δέν ὑπάρχουν πλέον θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά μία συνεχής καί ἀνεμπόδιστη κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό, μέ τήν Παναγία, μέ τούς ἁγίους, μέ τούς ἀγγέλους. Εἶναι τέλεια, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένη, διότι λείπει τό σῶμα.
* Ἡ χαρά τῆς αἰωνιότητος ὁλοκληρώνεται μέ τήν τρίτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού ἀρχίζει μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν τελική κρίση. Τότε ὁ πιστός, ψυχή καί σῶμα ἀναστημένο καί ἄφθαρτο σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά χαίρεται καί θά ἀπολαμβάνει τήν θεϊκή παρουσία καί μακαριότητα. Ἔτσι ἐκπληρώνεται στήν τελειότερη μορφή της ἡ εὐχή «χρόνια πολλά».
Ἡ ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς αὐτῆς εἶναι δεδομένη γιά τούς χριστιανούς, διότι σ' αὐτούς ἡ πίστη παρέχει ὡς κεκτημένο δικαίωμα τήν αἰωνιότητα. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ, τά χρόνια τῶν πιστῶν εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλά αἰώνια. Τό πόσο ἐμεῖς ἀξιοποιοῦμε αὐτό τό δικαίωμα ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο ἐνεργοποιοῦμε, πόσο βιώνουμε τήν πίστη στήν ζωή μας. Πόσο τῆς ἐπιτρέπουμε νά μᾶς ἀνοίξει τά μάτια γιά νά ἀποκρυπτογραφήσουμε τήν σκοπιμότητα τῶν εὐχάριστων καί δυσάρεστων τῆς καθημερινότητας μέ τήν βεβαιότητα ὅτι γιά τήν χαρά καί τήν δόξα τοῦ παραδείσου μᾶς ἑτοιμάζει ὁ Θεός. Ἄς συμπληρώσουμε, λοιπόν, τήν εὐχή «χρόνια πολλά» μέ τήν προσευχή· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη, γιά νά ζοῦμε μέ συνεχῆ καί ἀληθινή μετάνοια»!