Παῦλος Κουντουριώτης, ὁ πιστός ναύαρχος

 kountouriotisΜία ἰδιαίτερη μορφή στούς Βαλκανικούς Πολέμους, πού προκαλεῖ θαυμασμό καί συγκλονισμό, ὑπῆρξε ὁ γενναῖος ὑδραῖος ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης. Ξεκίνησε ἀπό ἁπλό ναυτόπουλο καί ἔφθασε νά γίνει δυό φορές ἀντιβασιλέας. Λιτός καί ἀπέριττος στή ζωή του, σχεδόν ἀσκητικός, δέν ἀρεσκόταν στίς ἐπιδείξεις καί στίς κοσμικές ἐκδηλώσεις. Συνδύαζε τό εὔτολμο θάρρος μέ τήν ἀταλάντευτη εὐθυκρισία. Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως διατηροῦσε ἀκλόνητη πίστη στόν Θεό καί πίστευε πώς κάθε ἐνέργεια πρέπει νά ξεκινᾶ πάντοτε μέ τήν ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του σάν ἕναν ἁπλό ναύτη κι ἔβλεπε τήν ἀρχηγία ὡς δικαίωμα νά πεθάνει πρῶτος ἀπό ὅλους. Ἄν καί ἐπέβαλλε σκληρή πειθαρχία στούς ἀξιωματικούς καί στούς ναῦτες, τούς ἦταν ἀγαπητός, διότι ἀποτελοῦσε παράδειγμα προσήλωσης στό καθῆκον καί ἀγάπης μέχρι θυσίας πρός τήν πατρίδα.
 Τίς ἱκανότητές του παραδεχόταν καί ὁ ὑπουργός Ναυτικῶν τῆς Τουρκίας Μαχμούτ Μουκτάρ. Γιά τόν λόγο αὐτό πρίν ἀπό τή ναυμαχία τῆς Ἕλλης ἀπέστειλε τηλεγράφημα στόν ἀρχηγό τοῦ τουρκικοῦ στόλου, στό ὁποῖο ἀνέγραφε: «Ἐπί τοῦ Ἀβέρωφ θά ἐπιβαίνει, ὅπως πληροφοροῦμαι, ὁ ἀρχηγός τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου, ὁ Κουντουριώτης, ἄριστος ἀξιωματικός, μέ πεῖρα, μέ θάρρος καί πλεῖστες ἄλλες ναυτικές ἀρετές».
 Μέ γλαφυρότητα ὁ Σπύρος Μελᾶς καταθέτει γιά τόν ναύαρχο ὅτι σέ ὅλη του τή ζωή ἕναν φόβο εἶχε: μήπως φανεῖ κατώτερος ἀπό τούς προγόνους του πού τούς λάτρευε σάν ἁγίους. Πρίν ἀρχίσει ἡ ναυμαχία τῆς Ἕλλης ἐπισκέφθηκε ὅλους τούς πύργους, γιά νά ἐμψυχώσει τούς πυροβολητές καί τούς ναῦτες μέ τοῦτα τά λόγια: «Πίστη στόν Θεό, πίστη στό Ἔθνος, πίστη στή Νίκη! Πρέπει νά φανοῦμε ἀντάξιοι τῶν προγόνων μας».
 Ξανανεβαίνοντας στή γέφυρα ἔστειλε καί τοῦ ἔφεραν ἀπό τό διαμέρισμά του ἕνα κουτί, πού εἶχε μέσα τό σταυρό τοῦ Πανάγιου Τάφου μέ τό «Τίμιο Ξύλο». Ζήτησε ἀπό τόν οἰακιστή Τέντε τό σουγιά του, ἔκοψε τήν ταινία τοῦ κουτιοῦ, ἔβγαλε τό σταυρό, τόν ἀσπάστηκε, τόν ἔβαλε στό «γεισό» τῆς γέφυρας καί εἶπε: «Μέ τή βοήθεια τοῦ σταυροῦ κανένα δέ θά φοβηθοῦμε!». Κι ὕστερα τόν κρέμασε στό στῆθος του...
Μετά τήν περιφανῆ νίκη του παρατηρεῖ ὁ Μελᾶς: «Ὁ Κουντουριώτης δέν εἶχε πιά νά στέκει μέ σκυμμένο κεφάλι μπροστά στούς προγόνους του. Μποροῦσε νά τούς κοιτάζει κατάματα, ὅπως οἱ ναῦτες του τούς γεμιτζῆδες τοῦ Εἰκοσιένα» (Σπ. Μελᾶ, Οἱ πόλεμοι 1912-1913).
 Σέ γράμμα του πρός τή σύζυγό του ὁ ναύαρχος ἐξομολογεῖται: «... Πρό τῆς ἐπιθέσεως παρήγγειλα εἰς τόν στόλον διά σημάτων τά ἑξῆς: Μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καί ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως, τῆς Πατρίδος καί τοῦ Δικαίου, προχωρήσατε μέ ἀτρόμητον ἀνδρείαν ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Ἐπαίζετο δέ, σημείωσε, εἰς τήν ναυμαχίαν αὐτήν ἡ τελική ἔκβασις τοῦ Βαλκανικοῦ Πολέ- μου. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωκε τήν νίκην». Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μεγάλη, ἡ στρατηγική νίκη τοῦ πολέμου, κερδήθηκε στή θάλασσα. Ἐάν ἔχαναν οἱ πρόγονοί μας, ἡ ἱστορία θά ἐξελισσόταν διαφορετικά.
 Πραγματικός εὐπατρίδης ὁ Κουντουριώτης δέν θέλησε νά περιαυτολογήσει, παρόλο πού οἱ δύο ναυτικές νίκες, τῆς Ἕλλης καί τῆς Λήμνου, ὀφείλονταν στήν προσωπική του τόλμη. Ἀπέδωσε τή νίκη στά πληρώματα, γιά τά ὁποῖα συνέταξε ἐγκωμιαστική ἔκθεση, προκειμένου νά ἐξάρει «τήν λαμπράν διαγωγήν, τό θάρρος, τήν ψυχραιμίαν, τήν ἀντοχήν εἰς τάς κακουχίας... τήν ἀπερίγραπτον εἰς θαυμασμόν συμπεριφοράν ἁπάντων... τήν ἐπιδειχθεῖσαν αὐταπάρνησιν».
 Εἶναι γνωστό μέ ποιόν τρόπο ὁ πρωθυπουργός Ἐλευθέριος Βενιζέλος στήν ἔναρξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου κατευόδωσε τό θωρηκτό «Ἀβέρωφ» μέ τούς 550 ναῦτες του καί ὑποναύαρχο τόν Κουντουριώτη: «Ἡ πατρίς ἀξιοῖ ἀπό ὑμᾶς ὄχι ἁπλῶς νά ἀποθάνητε ὑπέρ αὐτῆς. Αὐτό θά ἦταν τό ὀλιγώτερον. Ἀξιοῖ νά νικήσετε». Αὐτός, λοιπόν, πολύ ἀργότερα, στίς 3 Δεκεμβρίου 1933, γιά νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τόν Κουντουριώτη, ἀπέστειλε τήν ἑξῆς ἐπιστολή:
 «Φίλτατε Ναύαρχε,
 Εἴκοσι ἕνα χρόνια κλείουν σήμερα ἀπό τήν ἡμέρα, πού μέ τήν ναυμαχία τῆς Ἕλλης ἐξησφάλισες τήν κατά θάλασσαν ὑπεροπλίαν τῆς Ἑλλάδος καί τῶν συμμάχων της καί ἔτσι ἐξησφάλισες τήν τελικήν νίκην των. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες σοῦ εἴμεθα εὐγνώμονες διά τήν νίκην σου αὐτήν. Περισσότερον ἀπό ὅλους ἐκεῖνος πού γνωρίζει ὅτι χωρίς τήν ἀδάμαστον ἀποφασιστικότητά σου καί τήν πίστιν σου εἰς τήν κατά θάλασσαν νίκην μας, δέν θά ἀπεφασίζαμεν νά λάβωμεν μέρος εἰς τόν Α΄ Βαλκανικόν Πόλεμον, μέ ἀποτέλεσμα ὅτι, ἄν μέν νικοῦσαν οἱ Σέρβοι καί οἱ Βούλγαροι, τά ὅριά μας θά ἔμεναν ὁριστικῶς εἰς τήν Μελούνα ἤ τό πολύ θά ἔφθαναν στόν Ἁλιάκμονα· ἄν δέ νικοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ἡ ζωή τῶν ὁμογενῶν τῆς Αὐτοκρατορίας θά ἀπέβαινεν ἀνυπόφορος.
 Μέ ἐξαίρετον τιμήν καί ἀγάπην
 Ἐλευθ. Κ. Βενιζέλος»
 Θαυμαστή εἶναι ἐπίσης ἡ διαθήκη τοῦ ναυάρχου· ξεδιπλώνει μία καρδιά πού χτυποῦσε γιά τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα:
 «Ἔζησα πιστός εἰς τήν Χριστιανικήν Θρησκείαν καί εἰς τήν Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἑλληνικήν Ἐκκλησίαν. Ἠγάπησα δι’ ὅλης τῆς ψυχῆς μου τήν Πατρίδα μου. Κατά τό μέτρον τῶν δυνά- μεών μου καί τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ ἐξετέλεσα τό καθῆκον μου. Ἀτενίζω ἤρεμος τήν κρίσιν τῆς ἱστορίας ... Ὅλη μου ἡ στοργή ἀνήκει εἰς τήν Ὕδραν, ὅλη μου ἡ ψυχή εὔχεται πρός τόν Θεόν διαπύρως νά φυλάττει τήν Ἑλλάδα.
 Ἐν Ἀθήναις 15 Νοεμβρίου 1926
 Παῦλος Κουντουριώτης»
 Στίς 22 Αὐγούστου 1935 ἔδυσε ὁ ὀγδοντάχρονος ναύαρχος ἥσυχα καί ἤρεμα. Κατά τήν ἐπιθυμία του ἡ σορός του μεταφέρθηκε στόν πέτρινο τάφο, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάσει στήν Ὕδρα, γιά νά ἀγναντεύει ἀπό ἐκεῖ τό πέλαγος πού τόσο ἀγάπησε καί μέσα στό ὁποῖο μεγαλούργησε.
 Ἀπό ἐκεῖ δέεται γιά τήν ἐλευθερία τῆς ταλανιζόμενης καί παραπαίουσας πατρίδας μας· ταυτόχρονα διαλαλεῖ καί ὑπαγορεύει τό θρυλικό ναυτικό του σῆμα, πού εἶχε ἀναγράψει στό θωρηκτό «Ἀβέρωφ»: «Μέ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καί τάς εὐχάς τοῦ Βασιλέως μας καί ἐν ὀνόματι τοῦ Δικαίου, πλέω μεθ’ ὁρμῆς ἀκαθέκτου, μέ τήν πεποίθησιν τῆς νίκης, ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ του γένους.
Κουντουριώτης».

Eὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος-Θεολόγος