Ἀπό μικρό παιδί εἶχα διαπιστώσει ὅτι μοῦ ἦταν δύσκολο νά βγάζω συμπεράσματα, ὅταν παρακολουθοῦσα τίς συζητήσεις τῶν μεγάλων. Πολλές φορές θυμᾶμαι τίς συζητήσεις αὐτές σάν ἕνα διάχυτο βόμβο ἀπό ἀνθρώπινες φωνές, πού ἠχοῦσε στά παιδικά μου αὐτιά σάν μελίσσι. Ἐπίσης, θυμᾶμαι τούς συνομιλητές νά διακόπτουν βιαστικά ὁ ἕνας τόν ἄλλον, πρίν προλάβει κανείς νά ὁλοκληρώσει τή φράση του.
Στά ἐφηβικά μου χρόνια ἄρχισα νά διαπιστώνω ὅτι τά ἴδια συνέβαιναν στίς ζωντανές συζητήσεις στό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόραση. Ἐκεῖ οἱ προσκεκλημένοι-εἰδικοί ἔφθαναν νά ἀντιπαραθέτουν τίς ἀπόψεις τους σέ κρίσιμα θέματα μέ διαλόγους τύπου «ταύρου σέ ὑαλοπωλεῖο». Ἔτσι ὁ ἀκροατής ἤ ὁ τηλεθεατής φεύγει ὅπως καί οἱ προσκεκλημένοι, δηλαδή σέ ἀπόλυτη σύγχυση, καί τό πρόβλημα τῆς συζήτησης παραμένει ἀκόμη πιό δύσκολο νά ἐπιλυθεῖ. Ἡ διαπίστωσή μου καί ἐδῶ, ὅπως καί στίς συζητήσεις τῶν μεγάλων πού ἄκουγα σάν παιδί, ἦταν ἡ ἴδια: κανείς δέν ἀκούει· ὅλοι εἶναι ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα κουφοί.
Ἀπογοητευμένος πίστεψα ὅτι δέν ὑπάρχουν καλοί ἀκροατές, μέχρι πού διάβασα τό βιβλίο «Σιντάρτα» ἕνα ἰνδικό παραμύθι τοῦ Χέρμαν Ἔσσε καί ἔτσι ξεκαθάρισα ὁριστικά τή στάση μου στό λεπτό αὐτό ζήτημα τῆς ἀκρόασης. Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ βιβλίου ὁ Σιντάρτα, ἕνας ἰνδός Σαμάνος πού ἀναζητοῦσε τήν ἀλήθεια στή ζωή, συνάντησε ἕναν βαρκάρη πού ἦταν περαματάρης σέ ποτάμι καί ἄκουσε μέ τέτοια προσοχή τά γεγονότα τῆς ζωῆς του ὅσο κανένας ἄλλος πρίν. Διαβάζω, λοιπόν, στό βιβλίο τοῦ Ἔσσε τό σημεῖο πού μέ βοήθησε νά καθορίσω τίς ἰδιότητες τοῦ καλοῦ ἀκροατῆ: «Αὐτή ἦταν μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀρετές τοῦ περαματάρη: ἤξερε νά ἀκούει ὅσο λίγοι. Χωρίς νά πεῖ λέξη, καταλάβαινε ὁ ὁμιλητής πώς ἔκλεινε τά λόγια μέσα του ἤρεμα, ἀνοιχτά, ὑπομονετικά· πώς δέν ἔχανε κανένα, δέν περίμενε κανένα μέ ἀνυπομονησία, δέν ἐπαινοῦσε οὔτε ἐπέκρινε, μόνο ἄκουγε».
Ἡ αἴσθηση τῆς ἀκοῆς δέν ἀρκεῖ, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀντίληψη αὐτῶν πού ἀκοῦμε, μιά καί ὁ ἐγκέφαλος, ὅπου καί συντελεῖται πλήρως ἡ αἴσθηση τῆς ἀκοῆς, μπορεῖ νά κωφεύει. Αὐτό συμβαίνει εἴτε γιατί ὑπάρχει προκατάληψη στό μήνυμα εἴτε γιατί ὁ κακότεχνος ἀκροατής ὀργανώνει συνέχεια τίς δικές του σκέψεις, πού προετοιμάζεται νά ἐκφωνήσει, προτοῦ κατανοήσει τό περιεχόμενο τῆς σκέψης τοῦ συνομιλητῆ. Ἔτσι ὁ ἀκροατής, πού εἶναι ἀπόλυτα προσανατολισμένος στό "ἐγώ του", δέν ἐπιτρέπει στό αἰσθητήριο τῆς ἀκοῆς νά λειτουργήσει στήν οὐσία του καί, παράλληλα, τοῦ εἶναι δύσκολο νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν συνάνθρωπό του. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὅταν διαλέγονται, δέν ἐπικοινωνοῦν· ἁπλῶς, ἀποκρούουν συνεχῶς τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἄλλου καί σέ κάθε φράση τοῦ συνομιλητῆ τους μοιάζουν μέ λιοντάρι πού καραδοκεῖ τή λεία του.
Στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς ἐθελούσιας κώφωσης τῶν Φαρισαίων, πού δέν θέλουν νά πιστέψουν στή θαυματουργική ἀποκατάσταση τῆς ὅρασης τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἀπό τόν Χριστό. Ἔτσι, ἐνῶ ἔχουν πληροφορηθεῖ τίς λεπτομέρειες τοῦ θαύματος ἀπό τόν ἴδιο τόν τυφλό, τούς γονεῖς του καί τό πλῆθος ἐπανέρχονται συνέχεια μέ χίλιες δικαιολογίες καί ζητοῦν τήν περιγραφή τοῦ θαύματος πάλι ἀπό τόν ἴδιο τόν πρώην τυφλό. Ἐκεῖνος εἶχε διηγηθεῖ πολλές φορές τό θαῦμα, δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἔπτυσε κάτω στό χῶμα, πῆρε τόν πηλό καί τόν ἀκούμπησε στά μάτια του, κατόπιν τοῦ εἶπε νά ξεπλύνει τά μάτια του στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί τότε πράγματι εἶδε τό φῶς του. Ἀγανακτισμένος ἀπό τίς συνεχεῖς ἐρωτήσεις τῶν Φαρισαίων, πού ἡ προκατάληψη καί ἡ δυσπιστία τους δέν ἐπέτρεπε τήν εἰλικρινῆ ἀκρόαση, εἶπε· «εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε, τί πάλιν θέλετε ἀκούειν;», δηλαδή· «σᾶς τό εἶπα ἤδη καί δέν ἀκούσατε, γιατί θέλετε νά τό ἀκούσετε πάλι;» (Ἰω 9,27).
Μᾶς λείπουν οἱ ἄνθρωποι πού κατέχουν τήν τέχνη τῆς ἀκρόασης. Αὐτοί πού μποροῦν νά ἀκούσουν σωστά τά προβλήματά μας χωρίς προκατάληψη, χωρίς νά μεσολαβεῖ τό δικό τους "ἐγώ". Αὐτοί πού ἀκοῦνε ταπεινά καί μέ ἀγάπη, εἶναι αὐτοί πού μποροῦν νά βοηθήσουν καί στή λύση τους. Νομίζω ὅτι ὁ ἰδανικός ἀκροατής συγκεντρώνει τίς ἰδιότητες ἑνός πνευματικοῦ, πού τίς διαστάσεις του συνέλαβε μέ τέτοια εὐαισθησία ὁ Χέρμαν Ἔσσε στό ἀριστούργημά του «Σιντάρτα» καί συμπυκνώνει στά παρακάτω λόγια: «Αὐτός ὁ ἀκίνητος ἀκροατής ρουφοῦσε τήν ἐξομολόγησή του ὅπως τό δένδρο τή βροχή· αὐτός ὁ ἀκίνητος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ποταμός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ αἰωνιότητα ἡ ἴδια».
Ἀθανάσιος Δρίτσας
Ἰατρός Καρδιολόγος