Δεκέμβρης τοῦ 1943. Ἕνα χωριουδάκι κοντά στά Πιέρια ἔχει τυλιχτεῖ στίς φλόγες καί τούς καπνούς. Ἀνήμποροι καί γέροι, ὅσοι δέν πρόλαβαν νά βγοῦν ἀπό τά σπίτια τους, κάηκαν ζωντανοί. Κι ἄλλους τούς σκότωσαν οἱ Γερμανοί ἐπί τόπου.
Αἰτία γι᾿ αὐτή τή συμφορά ἦταν ἡ συμπλοκή πού ἔγινε τήν προηγούμενη ἡμέρα ἀνάμεσα σέ μιά ὁμάδα ἀνταρτῶν καί τή γερμανική περίπολο πού ἀνέβαινε στό χωριό. Οἱ Γερμανοί γιά ἀντίποινα θά κατέστρεφαν τό χωριό, ὅπως συνέβη σέ παρόμοιες περιπτώσεις καί σ᾿ ἄλλες περιοχές. Ἡ μόνη σωτηρία τῶν κατοίκων ἦταν ἡ φυγή. Τά ξημερώματα ὁλόκληρες οἰκογένειες, νέοι, γέροι, μάνες μέ μωρά παιδιά ἅρπαξαν βιαστικά ὅ,τι μπόρεσαν ἀπό τό σπίτι τους καί, σχηματίζοντας μιά ἀνθρώπινη ἁλυσίδα, ἀκολούθησαν τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στό βουνό.
Πρωτοπόρος στή δύσκολη αὐτή πορεία εἶναι ὁ παπα-Γιάννης, ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ. Στούς ὤμους του κρατᾶ σάν λάβαρο τή γερόντισσα μητέρα του, παράλυτη ἀπό χρόνια.
Ἡ ἀγωνία μεγάλη, ὁ δρόμος ἀνηφορικός καί δύσβατος. Τό φορτίο στήν πλάτη τοῦ ἱερέα βαρύ. Κοντανασαίνει. Χοντρές σταγόνες ἱδρώτα κυλοῦν στό μέτωπό του. Σκυφτός καθώς εἶναι, ἡ μακριά γενειάδα του ἀκουμπάει στή γῆ. Ἡ μάνα στούς ὤμους του, ψηλότερα ἀπό τούς ἄλλους, φαίνεται σάν ν᾿ ἀκουμπάει στόν οὐρανό.
Ἀνηφορικός ὁ δρόμος. Καί τό φορτίο ἀπό τήν κόπωση ἀκόμα πιό βαρύ. Ὅμως ὁ παπα-Γιάννης δέν σταματᾶ. Συνεχίζει τήν πορεία, κουβαλώντας ἀγόγγυστα τή μάνα του. Πίσω ἀκολουθεῖ ἡ πρεσβυτέρα μέ τά τέσσερα μικρά παιδιά τους. Πονάει καί γι᾿ αὐτούς. Κοντοστέκεται καί τούς δίνει κουράγιο. Νοιάζεται καί γιά τό ποίμνιό του, πού τό βλέπει ν᾿ ἀνεβαίνει σιωπηλό τόν δικό του Γολγοθᾶ. Σκέφτεται ἰδιαίτερα τούς ἡλικιωμένους, τούς ἀρρώστους, τά μικρά παιδιά πού κρυώνουν, καθώς οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ πού τούς ἀκολουθοῦν σ᾿ ὅλη τή διαδρομή γίνονται ὅλο καί πιό πυκνές.
Σέ λίγο θά πέσει καί τό σκοτάδι. Ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου προσεύχεται καί προχωρεῖ. Ἔχει πίστη στόν Θεό πώς δέν θά τούς ἐγκαταλείψει. Θά προστατέψει κι αὐτούς, ὅπως προστάτεψε τόν περιούσιο λαό στήν ἔρημο. Ἡ πορεία τους μοιάζει λίγο μέ τήν πορεία τῶν Ἰσραηλιτῶν: Φύγανε τότε οἱ Ἰσραηλίτες ἀπό τήν ΑἼγυπτο, γιά νά γλυτώσουν ἀπό τή δουλεία τοῦ Φαραώ. Φεύγουν τώρα καί οἱ κάτοικοι τῶν Πιερίων ἀπό τό χωριό τους, γιά νά σωθοῦν ἀπό τή μανία τοῦ κατακτητῆ. Ἐκεῖ προπορευόταν ὁ Μωυσῆς, κρατώντας στά χέρια του τίς πλάκες μέ τίς δέκα ἐντολές πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός. Ἐδῶ προπορεύεται ὁ παπα - Γιάννης, κουβαλώντας στούς ὤμους τή μάνα του, πιστός στήν ἐντολή: «Τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου».
Ἔκανε τόσα θαύματα τότε ὁ Θεός, γιά νά σώσει τόν περιούσιο λαό του: Τούς πέρασε ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα, τούς ἔδωσε τό μάννα, ὀρτύκια, νερό στήν ἔρημο. Δέν μπορεῖ! Κάποιο θαῦμα θά κάνει καί γι᾿ αὐτά τά παιδιά Του. Τό πιστεύει καί προχωρεῖ ὁ παπα-Γιάννης.
Καί νά τό πρῶτο θαῦμα! Λίγα μέτρα πιό πέρα διακρίνουν τήν ἐγκαταλειμμένη καλύβα ἑνός κτηνοτρόφου. Εἶναι μιά ὄαση μετά ἀπό τήν τόσο κοπιαστική πορεία. Πρίν ἀνοίξουν τήν πόρτα, στρέφονται καί κοιτοῦν τό χωριό τους, πού ἁπλώνεται κάτω ἀπό τά πόδια τους. Τό βλέπουν νά φλέγεται. Χέρια ἐχθρικά καταστρέφουν τά σπίτια τους, τό βιός τους, τό μόχθο μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Οἱ γυναῖκες κλαῖνε, τά μωρά τσιρίζουν, οἱ ἄντρες ὀργίζονται, βρίζουν καί ἀπειλοῦν.
«Ἀδέρφια μου», ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ παπα-Γιάννη, «μήν ἀπελπίζεστε! Ὁ πόλεμος κάποτε θά τελειώσει. Ὁ Κύριος, πού ἔσωσε τή ζωή μας, θά βοηθήσει νά ξαναγυρίσουμε καί πάλι στό χωριό μας. Θά ξανακτίσουμε τά σπίτια μας, θά ξαναφτιάξουμε τό βιός μας. Τώρα, ἄς τόν εὐχαριστήσουμε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τό θαῦμα πού ἔκανε νά βρεθεῖ τούτη ἡ καλύβα στό δρόμο μας. Θά περάσουμε ἐδῶ τή νύχτα, θά ξεκουραστοῦμε, καί τό πρωί πού θά ἔχουμε ἐπανακτήσει τίς δυνάμεις μας θά συνεχίσουμε τήν πορεία. Καί νά ᾿στε βέβαιοι πώς ὁ πανάγαθος Θεός εἶναι κοντά μας, μαζί μας. Θά ὁδηγήσει κι ἐμᾶς, ὅπως καί τούς Ἰσραηλίτες, σέ κάποια “Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας”, γιά νά μείνουμε ἐκεῖ, μέχρι νά περάσει ἡ μπόρα».
Οἱ συγχωριανοί του παίρνουν κουράγιο ἀπό τά λόγια του. Παραμερίζουν νά περάσει πρῶτος ὁ ἱερέας στήν καλύβα. Ἐκεῖνος μέ πολλή προσοχή βάζει τή μάνα του σέ μιά γωνιά νά ξαπλώσει. Δίπλα της κάθεται ἡ πρεσβυτέρα μέ τά παιδιά τους. Βολεύτηκαν καί οἱ ἄλλοι ὅπως μπόρεσαν. ῾Ο παπα-Γιάννης γονατίζει καί προσεύχεται. Μέ τά μάτια ὑψωμένα στόν οὐρανό εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τή σωτηρία τους, δέεται γιά τίς ψυχές τῶν συνανθρώπων του πού χάθηκαν, παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τούς προστατέψει.
Σηκώνεται γαλήνιος. Κοιτάζει τούς συγχωριανούς του. Στά πρόσωπά τους εἶναι ζωγραφισμένη ἡ ἀγωνία, ὁ πόνος, ὁ τρόμος. Προσπαθεῖ νά τούς ἐνθαρρύνει. Πλησιάζει στήν οἰκογένειά του. Ρίχνει μιά τρυφερή ματιά στήν πρεσβυτέρα. Τά παιδιά του ἔχουν ἀποκοιμηθεῖ στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας τους. Ἀθόρυβα πηγαίνει καί κάθεται δίπλα στή δική του μάνα. Στό γεμάτο ἀγωνία βλέμμα της διακρίνει τή μητρική ἀγάπη, τόν πόνο, τήν ἐγκαρτέρηση. Τῆς χαϊδεύει τό λευκόμαλλο κεφάλι. Ἀνασηκώνεται λίγο ἡ μάνα, παίρνει τό χέρι τοῦ παιδιοῦ της, τό χέρι τοῦ ἱερέα, τό ἀσπάζεται μέ σεβασμό κι εὐγνωμοσύνη!
- Ἄχ, τί σταυρό κουβαλᾶς, παιδάκι μου! ψιθυρίζει μέ βαθύ ἀναστεναγμό.
Κι ὁ παπα-Γιάννης μέ μιά λάμψη στά μάτια κι ἕνα φωτεινό χαμόγελο τῆς ἀπαντᾶ:
- Ὁ σταυρός πού κουβαλάω, μάνα, εἶναι ἐλαφρύς· ὁ Γολγοθᾶς μου γλυκύς καί ἡ Ἀνάσταση γιά ὅλους μας δέν θ᾿ ἀργήσει νά ᾿ρθεῖ.
Καίτη Ἡλιοπούλου